Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε φάλαινα.
Στόπ! Φωνάζω. σταθήτε!
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι!
Ντύνομαι γοργά, παίρνω το λάζο στη ζώση μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα μάτια, σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τί ο διπίθαμος Αράπης! Τί Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, γάντζωναν τις ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μιά δύναμη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ και εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυές ψήλωνε. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια μυριόρριζα, καμαρωτά κι ολόϊσα έφευγαν πέρα - δώθε, ψηλά και χαμηλά, λές κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, σαν γυάλα το σκέπαζε και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσο, κρύα και άπατη.