Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "λιρόνι" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιρόνι το.
-
- Το μουσικό όργανο λύρα (κρητική):
- με λιρόνι μηδέ με το τραγούδι του ποσώς δε με κομπώνει (Κατζ. Ά 197 (έκδ. λυ‑)).
[<βεν. liron]
- Το μουσικό όργανο λύρα (κρητική):