"Tα λόγια του ήρωα ὄφρ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω (ι 13), αναγγέλλουν εξ αποτελέσματος στο εσωτερικό ακροατήριο το θλιβερό θέμα της διήγησης. Στον εξωδιηγητικό όμως αναγνώστη δείχνουν ότι ένας νέος, και μη αναμενόμενος, Oδυσσέας παίρνει το πάνω χέρι.
Aυτός ο στίχος εμφανίζεται επίσης στο λ 214 και στο π 195. Στο πρώτο χωρίο ο Oδυσσέας δοκιμάζει τρεις φορές να αγκαλιάσει τη ψυχή της μάνας του Αντίκλειας αλλά μάταια. Απορώντας που εκείνη δεν στέκεται να την αγκαλιάσει, τη ρωτά μήπως είναι εἴδωλον που το έστειλε η Περσεφόνη, για να τον κάνει να οδύρεται βαριά και πιο πολύ ν' αναστενάζει (ὄφρ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω;).
O Oδυσσέας περιμένει μια συγκεκριμένη σταθερότητα και παρουσία της μητέρας του. Όταν αισθάνεται απογοητευμένος με την υποκατάστασή της από τη σκιώδη μορφή, δοκιμάζει την τρομερή ματαίωση, μ' έναν στίχο που υπόσχεται περισσότερα δάκρυα· όμως δεν έρχεται κανένα δάκρυ.
Στο δεύτερο χωρίο (π 195) ο Tηλέμαχος, έκπληκτος και σκεπτικός για την αιφνίδια και ξαφνική αλλαγή του Οδυσσέα από επαίτη σε νέο και δυνατό, αρνείται να παραδεχτεί ότι έχει μπροστά του τον πατέρα του και υποστηρίζει ότι μάλλον ένας θεός τον μαγεύει, για να στενάζει και να οδύρεται ακόμη πιο πολύ (π 194-195: ἀλλὰ με δαίμων / θέλγει, ὄφρ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω).
O Tηλέμαχος δεν μπορεί να πιστέψει ότι αυτό το πρόσωπο που ήταν μυστηριωδώς και ξαφνικά μεταμορφωμένο, δεν είναι κάποιος θεός ή δαίμονας. Εδώ επίσης ο στίχος 195 δείχνει την πιθανότητα να ακολουθήσει ένας θρήνος. Όμως κανένας θρήνος δεν εμφανίζεται· αντίθετα, μετά τη σύντομη αντίδραση του Oδυσσέα, ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του. Πατέρας και γιος κλαίνε από χαρά.
Φαίνεται λοιπόν ότι αυτή η τετριμένη φράση εμφανίζεται σε συμφραζόμενα μιας αιφνίδιας μεταμόρφωσης ενός προσώπου. Mε τη δηλωτική του αξία ο στίχος υπόσχεται περισσότερα δάκρυα. Συμπτωματικά ωστόσο προλέγει μια αλλαγή, η οποία, επειδή είναι αιφίνιδια, είναι βαθύτατα μάταιη και απειλεί ―αλλά δεν παράγει― πολλά δάκρυα. Aν συνδέσουμε τα προηγούμενα θεματικά συμφραζόμενα αυτής της φόρμουλας με το επεισόδιο των Απολόγων, συμπεραίνουμε ότι η ιδέα μιας αλλαγής δεν είναι μακριά από το μυαλό του Oδυσσέα. Ήταν το υποκείμενο της αοιδής του Δημοδόκου ως πτολίπορθος ήρωας· τώρα πρέπει να μιλήσει ο ίδιος για τον εαυτό του ως πρωταγωνιστής. Γι' αυτό ο στίχος 13 μεταδίδει τη ματαίωσή του γι' αυτή την αλλαγή, για την επικείμενη μη αναγνωρισμένη ύπαρξή του. Aναφέρεται επίσης στον νέο ρόλο που υποδύεται ο ήρωας, καθώς αρχίζει να διηγείται τους θρήνους του· ένας ρόλος που τον μεταμφιέζει από δράστη σε αφηγητή."