Η γλωσσολογική σκοπιά της μεταφράσεως του Γ. Μπαμπινιώτη

Γ. Μπαμπινιώτης, «Η γλωσσολογική σκοπιά της μεταφράσεως», στον τόμο Χρ. Σοϊλέ (επιμ.), Πρωτότυπο και μετάφραση. Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα 11-15 Δεκ. 1978, Αθήνα 1890, 41-69

Θέματα

Περίληψη (από τον Σ. Τσέλικα)

Στο πρώτο τμήμα της εισήγησης, ο Μπαμπινιώτης διακρίνει τέσσερις τύπους μεταφράσεων, με κριτήριο τη γλωσσική και χρονική απόσταση ανάμεσα στο πρωτότυπο και τη μετάφραση:

Επίσης με κριτήριο τη φθίνουσα αντιστοιχία προς το πρωτότυπο, η μετάφραση μπορεί να διακριθεί από την "παράφραση" και από την "ελεύθερη απόδοση" ή "διασκευή".

Στο δεύτερο τμήμα της εισήγησης, εξετάζονται, από γλωσσολογικής σκοπιάς, οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής:

Στο τρίτο τμήμα της εισήγησης, καθορίζεται ως στόχος της μετάφρασης η πλήρης αντιστοίχηση του περιεχομένου και της μορφής της προς το περιεχόμενο και τη μορφή του πρωτοτύπου. Όσον αφορά στο περιεχόμενο, εύκολη κρίνεται η μεταφορά στη μεταφραστική γλώσσα του γνωστικού περιεχομένου του πρωτοτύπου, όχι όμως και του βιωματικού ή συγκινησιακού περιεχομένου, της συναισθηματικής δηλαδή φόρτισης του λόγου· γι' αυτό και τις περισσότερες δυσκολίες παρουσιάζει η μετάφραση της ποίησης, που αποτελεί, κατά τον γνωστό ορισμό του I.A. Richards, την υπέρτατη μορφή συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας. Ως προς τη μορφή, ο μεταφραστής θα πρέπει να επισημάνει τις γλωσσικές επιλογές του πρωτοτύπου, που αποτελούν δείκτες του ύφους του, καθώς και να εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα στα οποία εστιάζει το κείμενο και τα προβάλλει.

Τέλος, τονίζεται συμπερασματικά ότι: (α) η μετάφραση, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει, είναι δυνατή· αδύνατη είναι μόνο η τέλεια μετάφραση· (β) η μετάφραση αποτελεί δημιουργία· (γ) κάθε απόπειρα μετάφρασης προϋποθέτει την ερμηνεία του πρωτοτύπου· (δ) η μετάφραση είναι ένα υποκατάστατο του πρωτοτύπου που καλύπτει τις ανάγκες επικοινωνίας· δεν είναι όμως αυθύπαρκτη, ούτε αυτοτελής και χρειάζεται πάντα το πρωτότυπο, που παραμένει αναντικατάστατο.

O Mπαμπινιώτης προσεγγίζει γλωσσολογικά τη μεταφραστική διαδικασία, εστιάζοντας κυρίως στο επίπεδο της λέξης και της πρότασης. Tα τελευταία χρόνια όμως, έχει γίνει αντιληπτό ότι η γλωσσολογική μόνο προσέγγιση της μεταφραστικής διαδικασίας δεν είναι επαρκής, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη της την επικοινωνιακή λειτουργία και αποτελεσματικότητα του πρωτοτύπου, ούτε τις προσδοκίες του μελλοντικού δέκτη της μετάφρασης. Eπιπλέον, η περιγραφή της σχέσης πρωτοτύπου-μετάφρασης με κριτήρια μόνο γλωσσολογικά, και μάλιστα μαξιμαλιστικά (πλήρης ισοδυναμία της μετάφρασης προς το πρωτότυπο), ευθύνεται για την υποτιμητική θεώρηση της μετάφρασης ως υποκατάστατου του πρωτοτύπου.