To μεταφραστικό πρόβλημα του Ι.Θ. Κακριδή

Ι.Θ. Κακριδής, Το μεταφραστικό πρόβλημα, Θεσσαλονίκη 11936
(Βιβλιοπωλείον της Εστίας: Αθήνα 61984)

Θέματα

Περίληψη (από τον Σ. Τσέλικα)

Ι. Συστηματικό μέρος

Στο πρώτο, θεωρητικό, τμήμα της μελέτης του ο Κακριδής υπερασπίζεται τη μορφωτική αξία της μετάφρασης και προσπαθεί να συστηματοποιήσει και να περιγράψει τα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μεταφραστική πράξη, τόσο σε επίπεδο λέξης και γραμματικών τύπων (Α΄ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ), όσο και σε επίπεδο συντακτικής δομής: δυσκολίες μετασχηματισμού μιας συνθετικής συντακτικής δομής σε ισοδύναμή της αναλυτική (Β΄ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ).

Α' Γενικό μέρος: Μετάφραση και μεταφραστής

1. Μεταφραστική θεωρία και πράξη στη νεότερη Ελλάδα

Εξετάζεται συνοπτικά η μεταφραστική θεωρία και πρακτική στη νεότερη Ελλάδα έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και διαπιστώνεται απουσία θεωρητικού λόγου σχετικού με τη μετάφραση και, κατά κανόνα, προχειρότητα στην εκπόνηση των μετα­φράσεων. Το σχολείο πάλι, παραγνωρίζοντας την παιδευτική αξία της μετάφρασης, τη χρησιμοποιεί μόνο για μια επι­φανειακή κατανόηση του πρωτοτύπου, πρακτική που έχει οδηγήσει στην παραγωγή μιας νόθας, κατασκευασμένης γλώσσας, που παρακολουθεί πιστά τη συντακτική δομή του πρωτοτύπου.

2. Μετάφραση και αναγνώστης, μετάφραση και μεταφραστής

Ορίζεται ως κέντρο της μελέτης η μορφωτική αξία της μετάφρασης για τον μεταφραστή και όχι για τον αναγνώστη, γιατί ο αναγνώστης ωφελείται από τη μετάφραση ως τελειωμένο έργο έμμεσα (από την επιτυχία της μετάφρασης κρίνεται η μορφωτική επίδραση του πρωτοτύπου έργου στον αναγνώστη), ενώ ο μεταφραστής ωφελείται από τη μετάφραση ως ενέργεια άμεσα (μορφώνεται στον αγώνα του να πετύχει με τα εκφραστικά μέσα της γλώσσας του μια έκφραση ισοδύναμη εκείνης του πρωτοτύπου).

3. Μετάφραση και ερμηνεία

Ορίζεται η συμπληρωματική σχέση των δύο όρων: η ερμηνεία αποτελεί απαραίτητη προϋπό­θεση της μετάφρασης και η μετάφραση ως ενέργεια αποτελεί πολύτιμο βοήθημα της ερμηνείας. Επιπλέον, η μετάφραση ως τελειωμένο έργο συνιστά την αμεσότερη ερμηνεία του κειμένου.

4. Ο μεταφραστής πριν αρχίσει κι αφού τελειώσει το έργο του

Καθορίζονται τα απαραίτητα εφόδια του μεταφραστή προκειμένου να αναλάβει το έργο του: επαρκής γνώση της μεταφραζόμενης και της μεταφραστικής γλώσσας, γνώση του πνευματικού και ιστορικού περιβάλλοντος και του θέματος του μεταφραζόμενου έργου, πίστη στην αξία του συγγραφέα και θέληση να ωφελήσει το έθνος του. Επίσης ορίζεται η ωφέλεια που θα έχει αποκομίσει, όταν θα έχει τελειώσει την προσπάθειά του: βαθύτερη κατανόηση του πρωτοτύπου, συνειδητοποίηση των εκφραστικών ορίων τόσο της μεταφραζόμενης όσο και της μετα­φραστικής γλώσσας και της δυνατότητας τα όρια να επεκταθούν.

5. Ο μεταφραστής και η γλώσσα του. Ο πλούτος της νεοελληνικής γλώσσας

Μελετάται αναλυτικότερα η βαθύτερη γνώση της μεταφραστικής γλώσσας, που κερδίζει ο μεταφραστής κατά τη διάρκεια του έργου του, αλλά και ο μαθητής που επιχειρεί να μεταφράσει στο σχολείο. Προσδιορίζονται επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά της νέας ελληνικής: διαπιστώ­νεται λεξιλογικός πλούτος, αλλά και λεξιλογικός πληθωρισμός, καθώς αρκετές λόγιες λέξεις δεν διαθέτουν κανένα ψυχικό αντίκρισμα· αντίθετα φτωχή είναι η νεοελληνική σε συσχετικές λέξεις: συνδέσμους, μόρια, προ­θέσεις.

6. Πιστή μετάφραση

Ορίζεται ως ιδανικός στόχος του μεταφραστή η πιστή μετάφραση: η δημιουργία ενός έργου ισοδύναμου και ισάξιου του πρωτοτύπου. Χρέος του μεταφραστή είναι να εξαφανιστεί πίσω από το συγγραφέα και να αποδώσει στη γλώσσα του το προσωπικό ύφος του, «αυτή τη μόλις ισορροπημένη συζυγία του παραδομένου με το νέο, που σε κάθε ποιητή παίρνει ξεχωριστή αναγκαστικά μορφή». Από την αρχή της πιστότητας προκύπτει και η απαίτηση να διατηρηθούν στη μετάφραση λέξεις του πρωτοτύπου που αντιπροσωπεύουν πρόσωπα, πράγματα ή αξίες ενός άλλου κόσμου και να μην αντικατασταθούν με αντίστοιχες δικές μας.

7. Δυσκολίες στη μετάφραση

Συστηματοποιούνται οι δυσκολίες που εμποδίζουν τον μεταφραστή να πετύχει το ιδανικό της πιστής μετάφρασης σε τρεις κατηγορίες:

Ειδικότερα, εξετάζονται οι παρακάτω μεταφραστικές δυσκολίες, που εντοπίζονται στο επίπεδο της λέξης και των γραμματικών τύπων:

Β' Ειδικό μέρος: Μετάφραση από μια συνθετική σε μια αναλυτική γλώσσα

Εξετάζονται μεταφραστικές δυσκολίες που εντοπίζονται στο επίπεδο σύνταξης των νοημάτων· ειδικότερα, τα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μετάφραση από μια μακροπερίοδη, συνθετική γλώσσα (αρχαία ελληνικά και λατινικά), σε μια μικροπερίοδη, αναλυτική γλώσσα (νέα ελληνικά). Στην περίπτωση αυτή είναι αναγκαίο κάποιες συνθετικές συντακτικές δομές να μετασχηματιστούν σε αναλυτικές. Οι μετασχηματισμοί αυτοί κατα­τάσσονται σε 4 κατηγορίες:

  1. Περιφραστική "απόδοση" της μονολεκτικής έκφρασης του πρωτοτύπου. Συνηθέστερη είναι η περιφραστική απόδοση απλών ή σύνθετων ρημάτων, των παραθετικών των επιθέτων και κάποιων χρόνων και εγκλίσεων του ρήματος.
  2. "Μετάσταση": ο μετασχηματισμός ενός μέρους του λόγου ή ενός συντακτικού μέλους του πρωτοτύπου σε άλλο ισοδύναμο συντακτικό μέλος της μεταφραστικής γλώσσας. Οι συνηθέστερες "μεταστάσεις" κατά τη μετάφραση από τα αρχαία στα νέα ελληνικά είναι:
  3. Απλοποίηση της συντακτικής πλοκής. Στο απλό συντακτικό σύστημα: επιρρηματική με­τοχή ή επιρρηματική δευτ/σα πρόταση + ρήμα μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες απλοποιήσεις:
  4. Συμπλήρωση των όρων της πρότασης. Κατά τη μετάφραση από τα αρχαία στα νέα ελληνικά, αναγκαία είναι συχνά η συμπλήρωση κάποιων όρων: του υποκειμένου ή του αντι­κειμένου του ρήματος, μιας γενικής προσωπικής, μιας γενικής κτητικής, ενός επιρρηματικού προσδιορισμού, των λέξεων "άνθρωπος" και "πράγμα", ή και μιας ολόκληρης πρότασης.

Γ' Επίλογος

Τονίζεται, συμπερασματικά, ότι η μετάφραση, παρόλο που είναι αδύνατο να πετύχει απόλυτη ισοτιμία προς το πρωτότυπο, εντούτοις μορφώνει τον μεταφραστή στην προσπάθειά του να βρει την πλησιέστερη ισοδύναμη έκφραση.

ΙΙ. Γάϊου Ιούλιου Καίσαρα: Υπομνήματα του Γαλατικού πολέμου

Στο δεύτερο τμήμα της μελέτης, ο Κακριδής μεταφράζει το τρίτο βιβλίο από το DE BELLO GALLICO του Καίσαρα, ακολουθώντας τις αρχές που ανέπτυξε θεωρητικά στο συστηματικό τμήμα του βιβλίου και αιτιολογώντας στα σχόλια τις λύσεις που κάθε φορά προκρίνει.

Το μεταφραστικό πρόβλημα του Κακριδή παραμένει, ως σήμερα, η σημαντικότερη και συστηματικότερη προσπάθεια, στην ελληνική βιβλιογραφία, να περιγραφούν και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την ενδογλωσσική μετάφραση. Χρειάζονται όμως δύο επισημάνσεις: (α) Οι λύσεις που προτείνει ο Κακριδής έχουν ενδεικτικό και όχι κανονιστικό χαρακτήρα· δεν θα πρέπει, επομένως, να εκληφθούν από τον αναγνώστη ως μαθηματικές εξισώσεις, που επιλύουν μονοσήμαντα κάθε μεταφραστική δυσκολία. Όπως τονίζει κι ο ίδιος στον πρόλογό του, «η προσοχή βρίσκεται συγκεντρωμένη πιο πολύ στο πρόβλημα, παρά στη λύση του». (β) Ο Κακριδής περιορίζεται στον εντοπισμό μεταφραστικών δυσκολιών σε επίπεδο λέξης και γραμματικοσυντακτικής δομής και δεν επεκτείνεται σε δυσκολίες που εντοπίζονται σε μεγαλύτερες μονάδες οργάνωσης του λόγου, όπως είναι το κείμενο. Στον περιορισμό αυτό, οφείλεται και το γεγονός ότι περιγράφει την ενδογλωσσική μετάφραση κυρίως ως προσπάθεια να μετασχηματίσουμε τον αρχαιοελληνικό, συνθετικό και μακροπερίοδο λόγο, που στηρίζεται κυρίως στα ονόματα, σε ισοδύναμό του νεοελληνικό, αναλυτικό και μικροπερίοδο λόγο, που στηρίζεται κυρίως στα ρήματα. Ωστόσο, θα ήταν προτιμότερο τον αναλυτικό ή συνθετικό τρόπο έκφρασης ενός κειμένου να μην τον θεωρήσουμε τόσο ως δεσμευτικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού συστήματός του (ασφαλώς η νέα ελληνική θα χρειάζεται πάντα να αναλύει τις μετοχές ή τα απαρέμφατα της αρχαίας), όσο, κυρίως, ως στοιχείο επιλογής του ύφους του, που εντάσσεται στις στρατηγικές που υιοθετεί το κείμενο, προκειμένου να επιτελέσει τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή λειτουργία του. Θα πρέπει, συνεπώς, το στοιχείο αυτό να λαμβάνεται υπόψη κατά τη μετάφραση και να γίνεται προσπάθεια, κατά το δυνατό, να αποδοθεί. Κάτι τέτοιο είναι ευκολότερο σήμερα, δεδομένου ότι, στο μεταξύ, η νέα ελληνική έχει δώσει δείγματα συνθετικού και μακροπερίοδου λόγου και δεν βρίσκεται πια, όπως τον καιρό συγγραφής του βιβλίου, τόσο κοντά στον λαϊκό προφορικό λόγο, που συνδέει παρατακτικά τα νοήματα. Βεβαίως και ο Κακριδής συσχετίζει την ανάλυση με το ύφος, όταν επισημαίνει ότι η ανάλυση στην περίπτωση του Καίσαρα είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να αποδοθεί το άνετο και φυσικό ύφος του, στην περίπτωση όμως του Θουκυδίδη γίνεται εξ ανάγκης και προδίδει το ύφος του. Παρακάμπτει εντούτοις το ζήτημα, λέγοντας ότι «η απόπειρα για μια τέτοια διάκριση θα μας έφερνε πολύ μακριά, σε ζητήματα ερμηνευτικά πιο πολύ» και δηλώνει ότι η νέα ελληνική αδυνατεί να παραγάγει συνθετικό πεζό λόγο.