ὣς ἄρ᾿ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
αὐτίκ᾿ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντη,
ὡς ὅτ᾿ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέω περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾿ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
δεξιτερῆ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς·
ἡ δ᾿ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
Κι ενώ οι μνηστήρες τον γλωσσότρωγαν, ο Οδυσσέας πολύβουλος,
αφού είχε ψάξει από παντού το τόξο, τώρα το κράτησε
γερά μέσα στα χέρια του.
Πώς ένας αοιδός, που ξέρει από κιθάρα και τραγούδι,
εύκολα τη χορδή τεντώνει στο καινούριο της στριφτάρι, δένοντας
πάνω κάτω καλοστριμμένη την αρνίσια κόρδα·
έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, μετά με το δεξί του χέρι
τη χορδή δοκίμασε, κι αυτή κελάηδησε σαν χελιδόνα.
"Στους Φαίακες ο Οδυσσέας επανιδρύει το ηρωικό του παρελθόν και το κλέος του μόνο μέσα από το τραγούδι. Τώρα στην Ιθάκη είναι ένας πολεμιστής· φέρνει πίσω στο παλάτι τη χαρά και τον δίκαιο εορτασμό των ηρωικών του κατορθωμάτων, που μπορούσαν πρωτύτερα να ανακληθούν από τους αοιδούς, οι ιστορίες των οποίων έκαναν τους ακροατές να κλαίνε. Τα χαρούμενα τραγούδια του Φήμιου στην Ιθάκη και του Δημοδόκου στη Σχερία προκαλούσαν θρήνο στην Πηνελόπη και στον Οδυσσέα, έτερπαν όμως το υπόλοιπο ακροατήριο (πρβλ. α 342, 347· θ 91 κε., 536-43· ι 3-15). Το "τραγούδι" του τόξου προκαλεί τον θρήνο (ἄχος) στο ευρύτερο ακροατήριο (φ 412) αλλά προσωπική αγαλλίαση στον Οδυσσέα (φ 414)."