Λεξιλόγιο της δεύτερης ενότητας (ι 16-38)

 
[στ. 16]
μυθέομαι: λέω, διηγούμαι, ομολογώ, εξηγώ
 
[στ. 17]
οἶδα(<*εἴδω) [εἴδετε: β´ πληθ. υποτ. ενστ.]: γνωρίζω
φεύγω[φυγών: μτχ. αορ. ¦ φυγών ὑπὸ: με αναστροφή της πρόθ.]: (αμτβ.) φεύγω, απομακρύνομαι, ξεφεύγω, σώζομαι· (μτβ.) ξεφεύγω, αποφεύγω κάτι
νηλεής, ές: ανηλεής, άσπλαχνος, αναπόφευκτος, χωρίς οίκτο
ἦμαρ, ἤματος, τό: η ημέρα· νηλεές ἦμαρ: η αναπόφευκτη ημέρα, η ημέρα του θανάτου
 
[στ. 18]
ξεῖνος, ὁ: ο ξένος, ο φίλος από φιλοξενία
εἰμί[ἔω: υποτ. ενστ.]: είμαι, υπάρχω, βρίσκομαι
ἀπόπροθι[επίρ.]: μακριά, απόμακρα
ναίω: κατοικώ
 
[στ. 20]
μέλω: τραβώ την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου· μέλει μοί τι: φροντίζω, νοιάζομαι για κάτι.
κλέος, τό: η φήμη, η δόξα
ἵκω: φτάνω
 
[στ. 21]
ναιετάω[θαμιστ. του ναίω]: κατοικώ
Ἰθάκη: το νησί της Iθάκης
εὐδείελος, ον: ευδιάκριτος, που φαίνεται από μακριά, ξεκάθαρος
 
 
[Σχόλιο για την περιγραφή της Ιθάκης στους στ. 21-27:
"Ο Οδυσσέας περιγράφει συνοπτικά τη γεωγραφική θέση και τοπογραφία της πατρίδας του Ιθάκης (πρβλ. επίσης μ 242-247 και δ 605-608). Το πρόβλημα της συμφιλίωσης των λεπτομερειών που δίνονται στο ποίημα με τη γεωγραφική πραγματικότητα ισχύει ήδη από την αρχαιότητα. Η σχετική θέση του Στράβωνα (10 451-458) για τα νησιά του Ιονίου και τα ομηρικά τους ονόματα στηρίζεται σε προηγούμενες μελέτες. Η πρότασή του για τα νησιά του στ. 24 (Δουλίχιόν τε Σάμη τε καὶ ὑλήεσσα Ζάκυνθος, πρβλ. ι 246-247 και π 247-251) έχει ως εξής: το Δουλίχιον είναι το νησάκι της μεταγενέστερα γνωστής ως Δουλίχα, που βρίσκεται στις Εχινάδες· το ίδιο και η Κεφαλλονιά. Η Ζάκυνθος και η Ιθάκη έχουν διατηρήσει τα ομηρικά τους ονόματα, καθώς επίσης και η Λευκάδα, που δεν θεωρείται νησί από τον Όμηρο αλλά "χερσόνησος της ηπειρωτικής χώρας". Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ομηρικής περιγραφής της Ιθάκης οδήγησαν τον D. Doerpfeld (πρώτα το 1902…) στη διατύπωση της θεωρίας ότι με την Ἰθάκη ο Όμηρος εννοούσε το νησί που σήμερα είναι γνωστό ως Λευκάδα· με το Δουλίχιον τη μεταγενέστερη Κεφαλλονιά, και με το όνομα Σάμη, το νησί που αργότερα ξαναονομάστηκε Ιθάκη (Ἰθάκη, Θιάκι). Το σκεπτικό είναι ότι το νησί που σήμερα είναι γνωστό ως Θιάκι άλλαξε το όνομά του την εποχή της εισβολής των Δωριέων: ο πληθυσμός που μετανάστευσε από την παλιά Ἰθάκη (τη Λευκάδα) στη Σάμη ξαναονόμασε τη νέα περιοχή προς ανάμνηση της παλιάς του γενέτειρας. Η σχετική συζήτηση εξελίσσεται μέχρι σήμερα […], ενώ ο P. Andrews ταυτίζει την ομηρική Ἰθάκη με την Κέρκυρα. Οι απόψεις αυτές έχουν πολλούς αντιπάλους. Πιο πρόσφατα ο K. Voelkl εισηγήθηκε τη θεωρία ότι με την Ἰθάκη ο Όμηρος εννοούσε τη σημερινή Κεφαλλονιά, ενώ ο M. Muelder υποστήριξε την άποψη ότι με το όνομα Ἰθάκη ο ποιητής αναφερόταν σε ολόκληρη την περιοχή που κυβερνούσε ο Οδυσσέας.

Οι περισσότεροι πάντως ειδικοί σήμερα υιοθετούν την παλιά άποψη ότι η ομηρική Ίθάκη είναι το σημερινό Θιάκι. Κατά την ελκυστική άποψη του F. Stubbings η ομηρική Ίθάκη ταυτίζεται με το σημερινό Θιάκι· η Σάμη με την Κεφαλλονιά· η Ζάκυνθος με τη Ζάκυνθο· και το Δουλίχιον με τη Λευκάδα. Οι περιγραφικοί χαρακτηρισμοί της Ιθάκης ως κραναή, τρηχεῖα, παιπαλόεσσα, λυπρή, αἰγίβοτος, βούβοτος, οὐχ ἱππήλατος καθώς επίσης η αναφορά στο δασώδες βουνό Νήριτον συμφωνούν με τη γεωγραφική πραγματικότητα. Ερμηνευτικά προβλήματα δημιουργούν οι χαρακτηρισμοί χθαμαλή και πανυπερτάτη πρὸς ζόφον (αἱ δέ τ' [ἄλλαι νῆσοι] ἄνευθε πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε). Η σημασία του χθαμαλή ως πρόσχωρον τῇ ἡπείρῳ, κατά τον Στράβωνα, είναι λανθασμένη· ο χθαμαλός είναι ο "χαμηλός", ενώ η υπόλοιπη περιγραφή παραπέμπει στην "πιο απομακρυσμένη, κοντά στη δύση" (τα άλλα νησιά εκτείνονται ανατολικά). Κοιτάζοντας πάντως σήμερα κάποιος τον χάρτη, δύσκολα θα μπορούσε να συμφιλιώσει όλες τις λεπτομέρειες με τη γεωγραφική παραγματικότητα. Ο ποιητής δεν στηρίζεται σε γνώσεις από πρώτο χέρι ή κοιτάζοντας τον χάρτη, αλλά ενδεχομένως αντλεί τις πληροφορίες του από όσους είχαν επισκεφθεί αυτά μέρη".
p(author). A. Heubeck - A. Hoekstra (επιμ.), A Commentary on Homer's Odyssey, vol. II, books IX- XVI, Οξφόρδη, Clarendon Press 1989, σ.13-14, σχόλ. στο ι 21-27]
 
[στ. 22]
Nήριτον ὄρος: βουνό της Ιθάκης
εἰνοσίφυλλος, ον: με τρεμάμενο φύλλωμα, που προσβάλλεται από ανέμους, ο ψηλός
ἀριπρεπής, ές: ξεχωριστός, λαμπρός, επιφανής
ἀμφί[επίρ.]: ολόγυρα
 
[στ. 23]
ὑλήεις, εσσα, εν: δασώδης, δασωμένος
 
[στ. 25]
χθαμαλός, ή, όν: χαμηλός· ταπεινός
πανυπέρτατος, η: που βρίσκεται πιο μακριά
εἰν, ἐνί= ἐν[πρόθ.]
ἅλς, ἁλός, ἡ: η θάλασσα
 
[στ. 26]
ζόφος, ὁ: η δύση· πρὸς ζόφον: προς δυσμάς
ἄνευθε[επίρ.]: μακριά, απόμακρα
ἠώς, ἡ: η αυγή, η Aνατολή
 
[στ. 27]
τρηχύς, εῖα, ύ: τραχύς· (για το έδαφος) ανώμαλος
κουροτρόφος: που ανατρέφει παιδιά, που τρέφει παλικάρια
χθαμαλός, ή, όν: χαμηλός
ἀγαθός, ή, όν: (για ανθρώπους) ευγενής στην καταγωγή, επιφανής· αντρείος, γενναίος· ικανός, άξιος, πιστός· (για πράγματα) εξαιρετικός, χρήσιμος, λαμπρός, ωφέλιμος, αίσιος
 
[στ. 28]
ἑός, ἑή, ἑόν& ὅς, ἥ, ὅν [ἧς: γεν. εν., κτητ. αντων. γ΄ εν. προσ.]: χρησιμοποιείται αντί του ἐμῆς. Ο αρχαίος σχολιαστής σχετικώς παρατηρεί: οὐκ εἶπεν "ἐμῆς" ἵνα καθολικώτερος γένηται ὁ λόγος.
γαῖα, ἡ: η γη, το χώμα, η πατρίδα
εἶδον& ἴδον, ἰδόμην [ενεργ. & μέσ. αόρ. του *εἴδω]: (ενεργ. & μέσο) είδα, αντιλήφθηκα, κοίταξα
 
[στ. 29]
αὐτόθι[επίρ.]: σε αυτό το σημείο, εκεί ή εδώ, ανάλογα με τα συμφραζόμενα
ἐρύκω: κρατώ, συγκρατώ· απομακρύνω
Kαλυψώ, δῖα θεάων: δαιμονική θεά
 
[στ. 30]
σπέος& σπεῖος -ους, τό: η σπηλιά
γλαφυρός, ή, όν: κοίλος, βαθουλός
λιλαίομαι[λιλαιομένη: μτχ. ενστ.]: θέλω, επιθυμώ πολύ
πόσις -ιος, ὁ: ο σύζυγος
 
[στ. 31]
αὔτως[επίρ.]: έτσι, έτσι ακριβώς· ακόμη, εντελώς
Kίρκη, Aἰαίη δολόεσσα: που κατοικεί στην Aία, δολερή
κατερητύω: κατακρατώ, συγκρατώ, εμποδίζω
μέγαρον, τό: η κεντρική αίθουσα του παλατιού· το παλάτι, το ανάκτορο, η κατοικία
 
[στ. 33]
γλυκίων, γλύκιον[συγκρ. βαθμ. του γλυκύς, εῖα, ύ]: πιο γλυκός
τοκεύς, ὁ[μόνο στον δυϊκ. και πλ.]: οι γονείς
 
[στ. 35]
ἀπόπροθι[επίρ.]: μακριά, απόμακρα
πίων, ον [γεν. -ονος]: πλούσιος, άφθονος
 
[στ. 36]
ἀπάνευθε(ν): (επίρ.) μακριά, παράμερα, χωριστά· (πρόθ.) μακριά από, χώρια από
 
[στ. 37]
εἰ[σύνδ.]: εάν· στη φράση εἰ δ' ἄγε με παρακελευσματική σημασία: είναι καιρός
νόστος, ὁ: η επιστροφή, κυρίως στην πατρίδα
πολυκηδής: θλιβερός, οδυνηρός, γεμάτος πόνος
ἐννέπω [ἐνίσπω: υποτ. αορ.]: λέω, διηγούμαι· ανακοινώνω, γνωστοποιώ
 
[στ. 38]
ἐφίημι [ἐφέηκε: γ΄ εν. οριστ. αορ.]: ρίχνω· (μτφ.) κήδεα ἐφίημί τινι: προξενώ, προκαλώ, στέλνω πίκρες σε κάποιον
εἶμι[ἰόντι: μτχ. ενστ.]: πηγαίνω, προχωρώ, κατευθύνομαι, έρχομαι, επιστρέφω