"Το τραγούδι είναι κάτι που δεν λείπει από τα συμπόσια των αντρών. Από την εισαγωγή ενός κρητικού τραγουδιού:
Αφήστε-τσι στ' αθιβολές και τσι πολλές κουβέντες,
πέτε τραγούδι του σκαμνιού, την τάβλα να πρεπίσει,
γιατί κι η τάβλα θέλει-το κι οι-γί-άντρες πεθυμούν το,
κι ο νοικοκύρης του σπιθιού κρυφό καμάρι τό 'χει.
"Πρέπισμα της τάβλας" είναι το τραγούδι. Αντίστοιχα, ο ποιητής της Οδύσσειας θεωρεί τη μολπή και τη φόρμιγγα ἀναθήματα δαιτός (φ 430, πρβλ. και α 152).Τοἀναθήματα ερμηνεύεται από τον Σχολιαστή: πληρώματα, κοσμήματα, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τοῖς θεοῖς ἀνατιθεμένων.
Έξω από τα ηρωικά τραγούδια οι χαροκόποι έχουν τη συνήθεια να φιλοσοφούν με τον τρόπο τους: μέσα σε άλλα θέλουν να λύσουν μιαν απορία. Από τις πολυάριθμες μορφές που παίρνει το ωραίο, το χαριτωμένο, το καλό, η ευτυχία, τί είναι το ποιο ωραίο, το πιο χαριτωμένο, το πιο καλό, η πιο μεγάλη ευτυχία: τί κάλλιστον, τί χαριέστερον, τίς τῶν ὄντων εὐδαιμονέστερος.
Ο μεγάλος ιστορικός της τέχνης Χρήστος Καρούζος σε μια μελέτη του (Αρχαία Τέχνη. Ομιλίες-μελέτες, Αθήνα 1972, σ.57κε.) τόνισε πως τα ερωτήματα αυτά τί κάλλιστον, τί ἄριστον κλπ. απαντούν συχνά στην αρχαϊκή ποίηση και φιλοσοφία, ενώ η κλασική εποχή δεν δείχνει να τη συγκινούν τόσο παρόμοια προβλήματα. Η διαφορά αυτή μπορεί, νομίζω, να εξηγηθεί, όταν θυμηθούμε ότι στην αρχαϊκή περίοδο το λαϊκό στοιχείο δηλώνει αρκετά έντονα την παρουσία του, ενώ στα κλασικά χρόνια η σημασία του έχει αποδυναμωθεί. Είμαστε της γνώμης πως ο προβληματισμός για το καλύτερο του κόσμου, το ομορφότερο κ.τ.ό. βρήκε την πρώτη του έκφραση στη λαϊκή τέχνη του λόγου, και ειδικά στην αυτοσχέδια συμποτική ποίηση. Δεν είναι σύμπτωση ότι ο Οδυσσέας δηλώνει τί του φαίνεται πως είναι το κάλλιστον όχι σε μια σοβαρή συζήτηση με τους Φαίακες, αλλά σ' ένα συμπόσιό τους ακριβώς. Και οι απαντήσεις των αρχαίων επτά σοφών στα ερωτήματα τί πρεσβύτατον, τί κάλλιστον, τί μέγιστον, τί σοφώτατον, τί τάχιστον, τίς ἀρίστη πόλις κλπ. πρέπει να τις φανταστούμε πως δίνονται σ' ένα συμπόσιο.
Η αναζήτηση για το κάλλιστον, το χαριέστερον κλπ.παίρνει συχνά το σχήμα μιας σκάλας (Priamel), όπου οι διάφορες εκδηλώσεις της έννοιας που ανιχνεύεται ζυγιάζονται μεταξύ τους και παίρνουν τη σειρά τους ανάλογα με την αξία τους. Θυμίζω το περίφημο προοίμιο από τον πρώτο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου ― να είναι τυχαίο ότι ο ποιητής προβάλλει τη γνώμη του για το ἄριστον μέσα σ' ένα συμπόσιο πάλι:
Ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δέ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ
ἅτε διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου·
εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν
ἔλδεαι, φίλον ἦτορ,
μηκέθ' ἁλίου σκόπει
ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέ-
ρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δι' αἰθέρος
μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν.
Πρώτα το νερό,
και το χρυσάφι, πώς φωτιά
κατανυχτίς φλογώνει,
την περηφάνεια τ' αλλουνού
του πλούτου αποθαμπώνει.
Αγώνες μ' αν λαχτάρησες, καρδιά, να τραγουδήσεις
απ' τον ήλιο λαμπρότερο τη μέρα
φωτοπερίχυτο άστρο μη ζητήσεις
στον έρημον αιθέρα, μηδ' αγώνα
τρανότερο από τον ολυμπικό
για παίνεμα να πούμε.
Παρόμοια διαβάθμιση αξιών βρίσκουμε και σε νεοελληνικά τραγούδια:
Ποτέ μου δεν εζήλεψα σ' αμπέλια, σε περβόλια
μηδέ σε μελισσόκηπους μηδέ κι εισε κοπάδια
ωσάν ζηλεύγω σε δικούς όντε συμποπαρτούνε,
περίτου νά 'ναι κι αδερφοί περίσσια ν'αγαπιούνται.
Κι α λάχου κι εισε πόλεμο, βγαίνουνε κερδεμένοι,
σαν μπιστεμένοι αδερφοί, σαν φίλοι αντριωμένοι.
Για τον λαϊκό τραγουδιστή το κάλλιστον δεν βρίσκεται στα πλούτη, μόνο σε μιαν οικογένεια, όπου μεγαλώνουν περισσότερα αγαπημένα αδέρφια, για να μοιράζονται μεταξύ τους κάθε χαρά και κάθε πίκρα, ακόμα και για να πολεμούν συντροφιασμένοι."