Υπάρχουν αρκετές μεταφράσεις των Ελληνικών του Ξενοφώντος στα νέα ελληνικά, σε καθαρεύουσα ή δημοτική γλώσσα, από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ο διδάσκων δύο και να τις φέρει στην τάξη για σύγκριση. Λ.χ.:
Στη συνέχεια δίνουμε τις §16-23 σε μετάφραση: (α) σε καθαρεύουσα γλώσσα και (β) σε δημοτική γλώσσα.
(α) Ξενοφών: Ελληνικά, μετ. Μ. Δαφέρμος, Ζαχαρόπουλος: Αθήνα 1954
«Ενώ τα πράγματα εβρίσκοντο εις αυτό το σημείον, ο Θηραμένης είπεν εις την Συνέλευσιν του λαού, ότι, εάν θελήσουν να στείλουν αυτόν προς τον Λύσανδρον, θα επιστρέψη γνωρίζων εάν οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν εις το ζήτημα της κατεδαφίσεως των τειχών, επειδή θέλουν να πωλήσουν ως δούλους τους κατοίκους της πόλεως ή απλώς δια λόγους ασφαλείας. Αποσταλείς δε εχρονοτρίβει πλησίον του Λυσάνδρου επί τρεις μήνας και πλέον, περιμένων τον καιρόν, κατά τον οποίον οι Αθηναίοι, πιεζόμενοι από την παντελή έλλειψιν τροφίμων, έμελλον να παραδεχθούν οποιονδήποτε όρον ήθελον τους προτείνει. Αφού δε επέστρεψε, κατά τον τέταρτον μήνα, ανέφερεν εις την Συνέλευσιν ότι ο Λύσανδρος έως τότε μεν εκράτησεν αυτόν, κατόπιν δε τον διέταξε να υπάγη εις την Λακεδαίμονα, ειπών ότι δεν ήτο εις την εξουσίαν του ν' απαντήση εις τα ερωτήματα του Θηραμένους, παρά εις την εξουσίαν των εφόρων. Μετά ταύτα εξελέγη, μετά εννέα άλλων, πρεσβευτής εις Λακεδαίμονα με απόλυτον πληρεξουσιότητα. Ο δε Λύσανδρος έστειλεν εις τους εφόρους, μαζί με άλλους Λακεδαιμονίους, τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήτο Αθηναίος εξόριστος, δια ν' αναγγείλη εις αυτούς ότι εις τον Θηραμένη απεκρίθη ότι αυτοί είναι κύριοι ν' αποφασίζουν περί πολέμου και ειρήνης.
Ότε δε έφθασαν εις Σελλασίαν ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις, ερωτηθέντες δια ποίον λόγον είχον έλθει, απήντησαν ότι έφθασαν με απόλυτον πληρεξουσιότητα να διαπραγματευθούν ειρήνην. Τότε οι έφοροι διέταξαν να τους καλέσουν εις Σπάρτην. Αφού δε έφθασαν εκεί, συνεκροτήθη συνέλευσις, εις την οποίαν και άλλοι πολλοί από τους Έλληνας, προ πάντων όμως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι, επρότειναν να μη συνθηκολογήσουν προς τους Αθηναίους, αλλά να τους καταστρέψουν τελείως. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως είπον ότι δεν θα εξανδραποδίσουν πόλιν Ελληνικήν, η οποία προσέφερε μεγίστας ευεργεσίας εις στιγμάς πολύ δυσκόλους δια την Ελλάδα, αλλά θα έκαναν ειρήνην υπό τους όρους να κατεδαφίσουν οι Αθηναίοι τα μακρά τείχη και τα του Πειραιώς, να παραδώσουν τα πλοία των, εκτός από δώδεκα, ν' ανακαλέσουν τους εξορίστους, και, θεωρούντες τους αυτούς εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους, να ακολουθούν αυτούς και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, οπουδήποτε και αν τους ωδήγουν.
Ο Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήσαν μαζί του, επανήλθαν εις τας Αθήνας φέροντες τους όρους τούτους· ενώ δε εισήρχοντο εις την πόλιν, τους περιεκύκλωσε λαός πολύς, φοβούμενος μήπως επέστρεφαν άπρακτοι· διότι η υπόθεσις δεν εσήκωνε πλέον αναβολήν, ένεκα του μεγάλου αριθμού των αποθνησκόντων από την πείναν. Την επομένην ανεκοίνωσαν οι πρέσβεις τους όρους υπό τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι θα έκλειον την ειρήνην. Έλαβε δε τον λόγον εκ μέρους των πρέσβεων ο Θηραμένης και είπεν ότι πρέπει να δεχθούν τους όρους των Λακεδαιμονίων και να κατεδαφίσουν τα τείχη. Και μερικοί μεν ωμίλησαν κατά των προτάσεων του Θηραμένους, οι περισσότεροι όμως επεδοκίμασαν αυτάς και απεφασίσθη να δεχθούν την ειρήνην.
Κατόπιν τούτων ο Λύσανδρος κατέπλευσεν εις τον Πειραιά, οι εξόριστοι επανήλθον από την εξορίαν και ήρχισαν με μεγάλην προθυμίαν και υπό τα άσματα των αυλητρίδων να κατακρημνίζουν τα τείχη, νομίζοντες ότι η ημέρα εκείνη ήτο η αρχή της ελευθερίας δια την Ελλάδα.
(β) Ξενοφών: Ελληνικά, μετ. Ρ. Ρούφος, Ωκεανίδα: Αθήνα 32000 (Γαλαξίας: Αθήνα 11966)
Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στον Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν' ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών - αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για νά 'χουν κάποια εγγύηση. Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στον Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θά 'ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν. Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ώς τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ' άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντάς τους τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους, Λακεδαιμονίους, ότι είπε του Θηραμένη πως αυτοί μονάχα είχαν εξουσία ν' αποφασίζουν για πόλεμο και για ειρήνη.
Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θά 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί.
Μ' αυτό το μήνυμα επέστρεψαν ο Θηραμένης κι οι άλλοι πρέσβεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ' όνομα ολωνών μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια - νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα.