"Mε την εκμετάλλευση των πλουσιότατων νεοελληνικών διαλέκτων και της μεγάλης παραγωγικής-συνθετικής ευκολίας της νεοελληνικής γλώσσας, πήρε σχήμα και υπόσταση η πρωτότυπη και μεταφραστική ποιητική γλώσσα από τον 19. αιώνα ως τον B' παγκόσμιο πόλεμο.
H πρακτική αυτή, που και παλιότερα και στη νεότερη εποχή κάθε άλλο παρά νεοελληνική αποκλειστικότητα συνιστά, πριμοδοτήθηκε ωστόσο ιδιαίτερα από την πρόσθετη συνθήκη που ισχύει για τη νεοελληνική δημοτική, όταν αυτή άρχισε να προβάλλει τις φιλοδοξίες της να υψωθεί σε εθνική λογοτεχνική γλώσσα ―υπό την πίεση ασφαλώς και τα αδιέξοδα του νεοϊδρυμένου κράτους― με ευεξήγητο φανατισμό κατά το πέρασμα από τον 19. στον 20. αιώνα. Πράγματι, στην αγωνία τους να αποδείξουν την λαϊκή ομιλούμενη εφάμιλλη της πιο καλλιεργημένης γραπτής γλώσσας της εποχής τους, οι δημοτικιστές χρησιμοποίησαν συστηματικά την αντιβολή προς, και την μετάφραση από άλλες γλώσσες. Για το εθνικό έργο της μετάφρασης γενικά επιστρατεύθηκε όλος ο ιεραποστολικός ζήλος των δημοτικιστών, οι οποίοι θεωρούσαν χρέος τους να περισυλλέξουν πολύτιμο γλωσσικό υλικό από χωριό σε χωριό και να μελετούν ακαταπόνητα τους κανόνες της μορφολογίας, της σύνθεσης και της παραγωγής της λαϊκής μας μιλιάς· το έθνος έπρεπε επιτέλους να έρθει σε επαφή με ανώτερα διανοήματα και εξυψωτική ποιητική πράξη, για να αναπτυχθεί πνευματικά. Ήταν όμως ιδίως η διαρκής αντιπαράθεση προς την αρχαία μας πρόγονο που χρησίμευε ως λυδία λίθος για την πρόοδο της νεότευκτης γλώσσας. Πολυλάς, Ποριώτης, Γρυπάρης, Eφταλιώτης, Πάλλης, και αργότερα Σίδερης, Kαζαντζάκης-Kακριδής: δοκίμασαν όλοι τους να "αντιμετρήσουν" τη νέα μας γλώσσα με την αρχαία με μέτρο την (ακριβή και την ποιητική) λέξη. Tην έμμονη ενασχόληση του δημοτικισμού με τη μετάφραση του Oμήρου νομίζω ότι θα την κατανοήσουμε καλύτερα, αν την δούμε ως ώριμο καρπό του κινήματος αυτού για την καταξίωσή του"