"Aπό την αρχή αποφάσισα να μην μεταφράσω εν συνεχεία την Oδύσσεια και μέσα σ' έναν πυκνό ρυθμό, από φόβο ότι, μ' αυτόν τον τρόπο, θα κατέληγα σ' ένα είδος μεταφραστικής ρουτίνας. Όπου, ό,τι αποκτά κανείς με τη μετάφραση μιας ραψωδίας σε όλα τα επίπεδα (αρχίζοντας από τον εσωτερικό ρυθμό και φτάνοντας έως τις αποδόσεις συγκεκριμένων λογοτύπων―και η Oδύσσεια είναι γεμάτη από τέτοιους λογοτύπους), θα το θεωρούσε πια δεδομένο, κεκτημένο, και θα το μετέφερε αυτούσιο ως μεταφραστικό θησαυρό του στην επόμενη ραψωδία. Δεν ξέρω γιατί αυτό μου δημιουργούσε πραγματικό τρόμο, κι έλεγα ότι, αν είναι να μεταφραστεί η Oδύσσεια από το χέρι μου καλύτερα να μη μεταφραστεί. Ήθελα παντί τρόπω να αποφύγω αυτήν την καθ' οδόν ―θα χρησιμοποιήσω μια χυδαία λέξη― λίγο πολύ ετοιματζίδικη μεταφραστική δουλειά….Όσο και να φαίνεται περίεργο από ραψωδία σε ραψωδία θέλω να ξαναβρίσκομαι κατά κάποιον τρόπο σ' ένα είδος μεταφραστικού κενού, και μόνον όταν αισθάνομαι ότι έχω ξαναγυρίσει στο μεταφραστικό αυτό μηδέν επιχειρώ τη μετάφραση της επόμενης ραψωδίας".