(λ 333-334)
Ὥς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,
κηληθμῷ δ᾿ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
Έπαψε εκείνος να μιλά, κι οι άλλοι όλοι έμειναν βουβοί
κι αμίλητοι, σαν μαγεμένοι κάτω απ'τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
"Ο ποιητής τονίζει δύο φορές (πρβλ. και ν 1-2) ότι ο Οδυσσέας μαγεύει τους ακροατές του με την αφήγησή του. Αυτή η μαγεία γίνεται φανερή από το γεγονός ότι όλοι σιωπούν μετά το τέλος της αφήγησης. Πρόκειται για αντίδραση χαρακτηριστική για οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο. Μπορεί κανείς να πει ότι ο αφηγητής Οδυσσέας πλησιάζει από την πλευρά του ποιητή την εικόνα του αοιδού, και ότι ο επικός αοιδός από την πλευρά του αντιστοιχεί στην ιδέα που σχηματίζει ο ακροατής για τον ποιητή. Και για τη μορφή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή Οδυσσέα προκύπτει έτσι το ίδιο συμπέρασμα που είχε ήδη προκύψει από την επική τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, που συνδέεται με την οπτική γωνία των λοιπών τμημάτων του έπους, τα οποία προσφέρονται σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη αφηγητή: στον ακροατή υποβάλλεται η ταύτιση του αφηγητή Οδυσσέα με τον πραγματικό αφηγητή, τον ίδιον τον ποιητή. Η μορφή του αφηγητή Οδυσσέα είναι μια εικόνα του ίδιου του ποιητή της Οδύσσειας."