(θ 536-543)
Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
Δημόδοκος δ᾿ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα λίγειαν·
οὐ γάρ πως πάντεσσι χαριζόμενος τάδ᾿ ἀείδει.
ἐξ οὗ δορπέομέν τε καὶ ὤρορε θεῖος ἀοιδός,
ἐκ τοῦ δ᾿ οὔ πω παύσατ᾿ ὀϊζυροῖο γόοιο
ὁ ξεῖνος· μάλα πού μιν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ὁ μὲν σχεθέτω, ἵν᾿ ὁμῶς τερπώμεθα πάντες,
ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως·
Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
ας σταματήσει τη γλυκόφωνη κιθάρα του ο Δημόδοκος,
γιατί θαρρώ δεν προξενεί σ' όλους χαρά με τα τραγούδια του.
Αφότου ο θείος τραγουδιστής σ' αυτό το δείπνο ανασηκώθηκε
να τραγουδήσει, ούτε στιγμή δεν έπαψε τον δύστυχό του θρήνο
ο ξένος· ίσως τον βασανίζει κάποιος κρυφός καημός.
Λέω λοιπόν να σταματήσει, κι εμείς να βρούμε τρόπο
να χαρούμε όλοι μαζί, ο ξένος κι όσοι τον φιλοξενούμε―
αυτό νομίζω είναι το καλύτερο.