Ευαγγελικά (επιμέλεια: Ν. Βαρμάζης - Τ. Γιάννου)
«Από την ώρα που η ανησυχία του ελληνισμού απέναντι στη σλαβική εθνική ομάδα είχε αποβεί ένα από τα κύρια συστατικά της ελληνικής ψυχολογίας, η βασίλισσα Όλγα επόμενο ήταν να γίνει ένα πρόβλημα, ένα αντικείμενο ανησυχίας, υποψίας. Έτσι, όταν εκείνη, στη διάρκεια του πολέμου, παίρνει αφορμή να σχεδιάσει μια έκδοση των Ευαγγελίων, που θα ήταν αντιληπτή σε ανεπαρκώς καλλιεργημένους αναγνώστες, και πραγματοποιεί το 1898 το σχέδιό της, η μετάφραση, καμωμένη υπό τους όρους αυτούς, γινόταν διαβλητή. Ωστόσο, για να εκφραστεί η ανησυχία, η δυσφορία, χρειάστηκε ένα διάστημα χρόνου, μια διετία: τον Σεπτέμβριο του 1901 η Ακρόπολις αρχίζει να δημοσιεύει μια άλλη μετάφραση των Ευαγγελίων, έργο του Α. Πάλλη· η αφορμή ήταν δοσμένη: ο Τύπος ανακατεύεται, προβάλλοντας τον πανσλαβισμό, ρίχνεται το σύνθημα "κάτω τα ρούβλια". Είναι φανερό ότι αυτά αποβλέπουν στη βασιλική μέριμνα, στην πρώτη μετάφραση και όχι στη μετάφραση του Πάλλη, ούτε σε μια άλλη που είχε εμφανιστεί ενδιάμεσα, καμωμένη με πρωτοβουλία του θρησκευτικού συλλόγου "Ανάπλασις". Ύστερα έχουμε, αλυσιδωτά, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, φοιτητικές επιθέσεις εναντίον εφημερίδων, πορεία προς το παλάτι, επιθέσεις στρατού εναντίον διαδηλωτών, θανατηφόρες συγκρούσεις, παραίτηση του μητροπολίτη, παραίτηση του πρωθυπουργού. Συνεπώς, ο φοιτητικός κόσμος που ξεσηκώνεται έχει βέβαια στόχο τη μετάφραση, αλλά πέρα από αυτή, σε μια συνδρομή αιτίων, βλέπει τον σλαβικό κίνδυνο: η γλωσσική άποψη τροφοδοτείται από την εθνική έξαρση. Ας σημειωθεί ότι εκείνο τον ίδιο χρόνο, 1901, τόσο ο Ψυχάρης όσο και ο Αργύρης Εφταλιώτης, με δικά τους κείμενα, απονέμουν φόρο τιμής στο Βυζάντιο, δηλαδή στη χριστιανική αυτοκρατορία. Αν δεν είχε υπάρξει ο χειρισμός του Μιστριώτη, το διμέτωπο κτύπημα του σλαβισμού και του δημοτικισμού, η συσχέτιση δεν ήταν αναγκαστική· ανάλογα μπορούν να λεχθούν και για τα λεγόμενα Ορεστιακά (1903): γνωστή είναι η επίμονη μέριμνα του βίαιου ακαδημαϊκού δασκάλου για το ανέβασμα του αρχαίου θεάτρου στη νέα ελληνική σκηνή. Αυτά όλα, μαζί με κάποιες άλλες λεπτομέρειες και μάλιστα την πανεπιστημιακή ιδιότητα του Μιστριώτη, εξηγούν σε αξιόλογο βαθμό τη στάση των φοιτητών».
[Κωνσταντίνος Δημαράς, «Η διακόσμηση της ελληνικής ιδεολογίας», στον τόμο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών: Αθήνα 1977, τ.ΙΔ΄, σ.408]
«Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης ("Ευαγγελικά", 1901) και λίγο αργότερα της Ορέστειας ("Ορεστειακά", 1903) ήταν η απαρχή μιας μακράς πορείας τέτοιων φαινομένων. Όπως είναι γνωστό, η έκδοση της μεταφρασμένης Καινής Διαθήκης από τη βασίλισσα Όλγα (1898), καθώς και η μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη στην εφημερίδα Ακρόπολις (1901) ξεσήκωσε όχι μόνο την Εκκλησία αλλά και το λαϊκό αίσθημα. Από τη μεγάλη περιπλοκότητα των "Ευαγγελικών" ας συγκρατήσουμε ότι το διακύβευμα δεν ήταν η δημοτική, αλλά η μετάφραση των Ευαγγελίων, άρα η ίδια η ελληνική γλώσσα ως αυταξία.
Το γεγονός ότι η Καινή Διαθήκη, αλλά και η μετάφραση των Ο΄ της Παλαιάς Διαθήκης εξακολουθούσαν να διαβάζονται στη γλώσσα που γράφτηκαν, δηλαδή στην ελληνική, έδινε στα ελληνικά ιερά κείμενα μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία. Αν άλλαζε η γλώσσα τους, εξισώνονταν με τα κείμενα που ήταν μεταφρασμένα στις λατινικές και σλαβικές γλώσσες.
Δεν είναι τυχαίο πως η πρώτη κοινοβουλευτική παρέμβαση στο γλωσσικό, λίγα χρόνια αργότερα (1907), είχε σχέση με αυτή την πλευρά του ζητήματος. Σε νομοσχέδιο περί διδακτικών βιβλίων που κατατέθηκε στη Βουλή, ζητήθηκε με τροπολογία να προστεθεί παράγραφος η οποία να ορίζει ότι τα διδακτικά βιβλία συντάσσονται υποχρεωτικά "εν γλώσση απλή και καθαρευούση ίνα μη εισβάλη ο χυδαϊσμός εις το Σχολείον". Τα επιχειρήματα ήταν δύο. Το ένα εθνικό: Αυτή η γλώσσα αποτελεί "τον θεμέλιον λίθον της εθνικής ημών ενότητος". Το άλλο θρησκευτικό: "Η γλώσσα η Ελληνική […] είναι η γλώσσα την οποίαν ο Θεός δις εμφαντικώτατα μετεχειρίσθη […]". Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν "κατά τρόπον ακατανόητον, κατά τρόπον αυτόχρημα θεόπνευστον" και "είναι ιστορικώς βεβαιωμένον […] ότι ο Χριστός ωμίλει την Ελληνικήν. […] Ημείς παραινούμεθα να παραιτηθώμεν της γλώσσης, την οποίαν ωμίλησε ο Θεός".
Η τροπολογία δεν ψηφίστηκε τελικά. Η δημοτικιστική απειλή δεν έμοιαζε ακόμη τόσο μεγάλη ώστε η χρησιμοποίηση της καθαρεύουσας στη δημόσια ζωή να χρειάζεται να περιβληθεί την ισχύ νόμου. Δυόμισι περίπου χρόνια αργότερα θα προστατευθεί, όχι πια με νόμο, αλλά από ειδική συνταγματική διάταξη. Στο διάστημα αυτό η κλιμάκωση της καταστολής θα γίνει με διοικητικά μέτρα. Τον Μάιο του 1908 τιμωρήθηκαν από τον υπουργό Παιδείας με την ποινή της επίπληξης ο Κωστής Παλαμάς και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χατζηδάκις για τη δημόσια δημοτικιστική τους τοποθέτηση. Με προσωρινή απόλυση τιμωρήθηκε και ο συγγραφέας Κώστας Παρορίτης, δάσκαλος τότε στην Ύδρα».
[Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, «Το Γλωσσικό ζήτημα», εφ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 17-10-99, σ.20]
«[…] Αναφορικά με την τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματος, ήταν σύμφωνη σ' αυτό και η βασίλισσα Όλγα. Οι συγχρονισμένοι αστοί ήθελαν να ζωντανέψουν το θρησκευτικό συναίσθημα, για να κάμουν τους Έλληνες χωριάτες καλούς χριστιανούς. Η βασίλισσα Όλγα, θρησκόληπτη ώς το κόκαλο, ζητούσε κάτι παραπάνω. Όχι μόνο να περιορίσει την "αδιαφορίαν προς τα θεία", που άρχισε τότες να εκδηλώνεται στην πρωτεύουσα και στις επαρχίες, μα και να τονώσει τη θρησκοληψία. Από τα 1898, ως πρώτο βήμα της τέτοιας της δράσης, σκέφτηκε να μεταφράσει το Ευαγγέλιο. Για το ζήτημα αυτό συνεννοήθηκε με τον καθηγητή Πανταζίδη και με την Ιουλία Σωμάκη, καθώς και με τον μητροπολίτη Προκόπιο. Η Σωμάκη μάλιστα ανάλαβε να κάνει τη μετάφραση, που τελειωτικά τη διόρθωσε ο τότε καθηγητής στη Ριζάρειο Φιλ. Παπαδόπουλος. Η μετάφραση αυτή τυπώθηκε σε 1.000 αντίτυπα και μοιράστηκε στα νοσοκομεία και στα σχολεία. Πιο ύστερα και ο σύλλογος "Ανάπλασις" έβγαλε και τύπωσε άλλη μετάφραση.
Δεν ήταν βέβαια απλή σύμπτωση πως η μετάφραση των Ευαγγελίων από τον Πάλλη άρχισε σχεδόν τον ίδιο καιρό που και η βασίλισσα Όλγα έβαλε να μεταφράσουν τα Ευαγγέλια. Η μετάφραση των Ευαγγελίων παρουσιάζονταν σα μια ανάγκη. Άσχετο τώρα αν από την άρχουσα τάξη οι πιο πολλοί δεν καταλάβαιναν τον σκοπό και τη σημασία της τέτοιας μεταφραστικής εργασίας. Ωστόσο, η γλωσσική αντίδραση δεν άργησε να ξεσπάσει. Η Όλγα είχε πολλούς εχτρούς, δηλαδή το παλάτι στα διπλωματικά και πολιτικά παρασκήνια αντίκριζε τότε από ορισμένους κύκλους συνωμοτικές αντιδυναστικές ενέργειες. Από την άλλη πλευρά οι αντιδραστικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου Μιστριώτης, Βάσης και Σία βρήκαν την ευκαιρία για να χτυπήσουν τον δημοτικισμό. Έτσι δημιουργήθηκαν τα Ευαγγελικά.
Από τις αρχές του Οχτώβρη 1901 οι εφημερίδες Καιροί, Εμπρός, Σκριπ, άρχισαν να συκοφαντούν και να κατηγορούν τους δημοτικιστές ως άθεους και προδότες. Οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής σ' ένα τους υπόμνημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ιερός Σύνδεσμος διαμαρτυρηθήκανε και ζήτησαν να απαγορευτεί η δημοσίεψη της μετάφρασης του Πάλλη.
Την ίδια εποχή (μέσα Οχτώβρη) ήρθε στην Ιερά Σύνοδο ένα μακαρονίστικο έγγραφο από το Πατριαρχείο, που αποδοκίμαζε τη μετάφραση της Γραφής.
Το έγγραφο αυτό έδωσε όπλα στους αντιδραστικούς. Η Ακρόπολη σε άρθρα της (26, 27, 28 του Οχτώβρη) απαντά με το χιούμορ και την εξυπνάδα του Γαβριηλίδη. Σ' ένα της μάλιστα άρθρο (5 Νοέμβρη), ξετινάζει τη Θεολογική Σχολή και με τρόπο χτυπάει και την αντιδραστικότητα των φοιτητών.
Ο λαϊκός αναβρασμός ξέσπασε. Ο μητροπολίτης Προκόπιος δίσταζε στο να πάρει γενναίες αποφάσεις, δηλαδή ν' αφορέσει τον Πάλλη και κάθε μεταφραστή του Ευαγγελίου. Οι σχέσεις του με τη βασίλισσα Όλγα τον είχαν φέρει σε δύσκολη θέση.
Μα η αντίδραση με τα πιο συκοφαντικά επιχειρήματα προσπαθούσε να σπρώξει τον λαό σε κίνημα μεσαιωνικού φανατισμού.
Και τα κατάφερε, φανατίζοντας τους φοιτητές.
Στις 5 και 6 του Νοέμβρη έγιναν θορυβώδικες φοιτητικές διαδηλώσεις, αποδοκιμαστικές της μετάφρασης του Ευαγγελίου. Ο αναβρασμός ο λαϊκός, εξαιτίας του συνθήματος που έριξε η αντίδραση, πως οι μαλλιαροί είναι "πουλημένα όργανα και γυρεύουν να μας χαλάσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία", γενικεύτηκε. Στις 7 και 8 του ίδιου μήνα οι φοιτητικές διαδηλώσεις πήραν χαραχτήρα οχλοκρατικό και κατέληξαν σε ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με τον στρατό. Οι ταραχές επαναλήφτηκαν στις 12 του Νοέμβρη. Η Αθήνα στο δεκαήμερο αυτό ήταν επαναστατημένη. Η κυβέρνηση Θεοτόκη, παρ' όλο το σθένος της, δεν κρατήθηκε. Τα γεγονότα την κλόνισαν και οι ραδιουργίες της κλίκας του Διαδόχου την ανάγκασαν να παραιτηθεί.
Στο Παλάτι έγιναν ιστορίες. Ο Διάδοχος ήθελε κυβέρνηση Δεληγιάννη. Ο βασιλέας όμως Γεώργιος είχε πεισμώσει και κάλεσε τον Αλ. Ζαΐμη να σχηματίσει υπηρεσιακό υπουργείο.
Αυτό είναι το χρονογραφικό μέρος. Όσο για τα βαθύτερα ελατήρια που προκάλεσαν την αιματοχυσία, νά τί λένε μερικές ανέκδοτες και άγνωστες ιστορικές πληροφορίες: Εν πρώτοις, οι φοιτητές δεν στασίασαν γιατί τάχατες ξεχείλισε "το πατριωτικόν πυρ της καρδίας των", ούτε γιατί είχαν πειστήρια πως πρόκειται για προδοσία του έθνους. Τους έσπρωξε στα οχλοκρατικά κινήματα ο τύπος ο αντιδραστικός από τη μια μεριά, με τα πύρινα και συκοφαντικά του άρθρα, και μερικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου από την άλλη.
Μα πίσω από τους ανίδεους φοιτητές, από τον φοιτητικό όχλο, υπήρχαν μερικοί ξένοι πράχτορες. Στα σωστά λοιπόν "ξένος δάχτυλος"! […].»
[Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, Αθήνα 1973, σ.142-145]
«Η μετάφρασις …. δεν απάδει υπό καθόλου έποψιν εις το πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας … αλλά το ζήτημα είναι φύσεως όλως διαφόρου … Εξ επόψεως πρακτικής οιαδήποτε μετάφρασις … του Ευαγγελίου εις γλώσσαν απλουστέραν, είναι όλως άσκοπος, άμα δε και αδύνατος. Ασκοπος διότι μετάφρασις οιαδήποτε δεν καθιστά το κείμενον εύληπτότερον, είτε εις χυδαίον μετενεχθή ιδίωμα είτε εις το καθαρεύον … Το Ευαγγέλιον δείται ερμηνείας κατ' έννοιαν, ουχί μεταφράσεως κατ' ιδίωμα … Εξ επόψεως ηθικής και θρησκευτικής εξεταζομένου του ζητήματος, αι σήμερον γινόμεναι μεταφράσεις καθιερούσιν ηθικήν και θρησκευτικήν αναρχίαν … Εξ εθνικής επόψεως κρίνων το πράγμα θεωρώ την εις την απλήν δήθεν γλώσσαν μετάφρασιν … ολεθριωτάτην εις τα εθνικά συμφέροντα. Αν ημείς οι Έλληνες κηρύξωμεν εις τον κόσμον, ότι ο λαός της Ελλάδος δεν εννοεί την γλώσσαν του Ευαγγελίου και έχει ανάγκην μεταφράσεως, πώς θα διαμαρτυρηθώμεν κατά της εν βλαχική, βουλγαρική και αλβανική μεταφράσει διαδόσεως του Ευαγγελίου μεταξύ των βλαχοφώνων και βουλγαροφώνων και αλβανοφώνων ορθοδόξων, πώς θα κωλύσωμεν την εκ της γλώσσης ταύτης μετάφρασιν πάντων των εκκλησιαστικών βιβλίων και την εισαγωγήν τοιαύτης γλώσσης εις την Εκκλησίαν αυτών;»
[Γράμμα του καθηγητή Π. Καρολίδη προς την Ακρόπολη (29 Οκτ. 1901), βλ. Μαν. Τριανταφυλλίδη, Άπαντα, τ. 5, σ. 425]