Σύμφωνα με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών της ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ προβλέπεται η διδασκαλία της ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ δύο (2) ώρες ανά εβδομάδα καθ' όλο το σχολικό έτος και στις τρεις τάξεις. Ειδικότερα αναφέρονται:
Με τη συστηματική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας επιδιώκεται:
Για τη συστηματική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με προοπτική μια συνολική μύηση των μαθητών στον αρχαίο λόγο, το γλωσσικό υλικό οργανώνεται σε διδακτικές ενότητες που περιλαμβάνουν:
Τα αυτοτελή αποσπάσματα των κειμένων είναι κατά βάση της αττικής διαλέκτου, κλασικά ή μεταγενέστερα, μπορεί να διαρθρώνονται κατά θεματικές ενότητες, ώστε να παραπέμπουν έτσι σε πραγματικές καταστάσεις του αρχαίου βίου και πολιτισμού, και μπορεί να προέρχονται από μεγάλη ποικιλία συγγραφέων, π.χ. από τους μύθους του Αισώπου, τα έργα του Λουκιανού, του Πλουτάρχου, του Ξενοφώντα, των αττικών ρητόρων (Λυκούργου, Λυσία, Ισοκράτη), από την Καινή Διαθήκη, τις Ελληνιστικές παπυρικές επιστολές, τη Βιβλιοθήκη του Απολλοδώρου, την Ποικίλη Ιστορία Αιλιανού, το έργο του Παυσανία, του Στράβωνα και άλλα παρόμοια.
Ειδικότερα, κατά το τελευταίο τρίμηνο της Γ΄ τάξης, η άσκηση των μαθητών στη γλωσσική κατανόηση κειμένου μπορεί να γίνει συστηματικότερα με εκτενέστερες ενότητες συνεχούς κειμένου από την Αλεξάνδρου Ανάβαση του Αρριανού ή τον Ευαγόρα του Ισοκράτη ή ορισμένα έργα του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα σχετικά με την προσωπικότητα του Σωκράτη.
Τα επιλεγόμενα αποσπάσματα πρέπει να είναι ελκυστικά και ενδιαφέροντα, απολύτως εύληπτα στην αρχή και με κλιμακούμενη δυσκολία στη συνέχεια, ανάλογα με την ηλικία και τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Μπορεί να είναι αυθεντικά, ελαφρώς διασκευασμένα ή κατασκευασμένα στα πρώτα βήματα της διδασκαλίας, κατά κανόνα όμως πρέπει να είναι αυθεντικά, ώστε να συμβάλουν στο να εξοικειωθούν οι μαθητές από την αρχή με τη δομή και τις εκφραστικές ιδιαιτερότητες του αρχαίου λόγου.
Τα απαραίτητα λεξιλογικά στοιχεία επιλέγονται με κριτήριο τη συχνότητα εμφάνισής τους στο λόγο και τη δυνατότητα τους να παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά σημαινόμενα του αρχαιοελληνικού βίου και πολιτισμού. Απλοί κανόνες παραγωγής και σύνθεσης κρίνονται πολύ βοηθητικοί για τη σύνδεση αρχαίας και νέας ελληνικής.
Τα βασικά στοιχεία γραμματικής και συντακτικού, που δεν είναι απλώς τα στοιχειώδη, αλλά και δεν επεκτείνονται σε λεπτομέρειες, επιλέγονται με κριτήριο τη συχνότητα εμφάνισής τους στο λόγο και την ανάγκη για άμεση εξοικείωση των μαθητών με βασικές ιδιοτυπίες της αρχαίας ελληνικής (δοτική πτώση, τρίτη κλίση ονομάτων, απαρέμφατο, μετοχή, συζυγία των εις -μι ρημάτων, ποικιλία υποτεταγμένου λόγου), ώστε να καταστούν ικανοί σε σύντομο χρονικό διάστημα να κατανοούν γενικά ένα απλό αρχαιοελληνικό κείμενο.
Τέλος, μολονότι είναι σαφής ο σκοπός της γλωσσικής διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής στο Γυμνάσιο, όλα τα παραπάνω στοιχεία του γλωσσικού υλικού πλαισιώνονται με κατάλληλο εικαστικό και πολιτιστικό υλικό (εικόνες, φωτογραφίες, χάρτες, ρητά, γνωμικά, αποφθέγματα κ.ά.), το οποίο παραπέμπει τους μαθητές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και προσελκύει το ενδιαφέρον τους και για τον αρχαιοελληνικό λόγο που είναι φορέας αυτού του πολιτισμού. […]
Η οργάνωση της γλωσσικής διδασκαλίας στηρίζεται σε μια πλατιά αντίληψη για τη γλώσσα, που υπαγορεύει μια συνολική και πολυεπίπεδη προσέγγιση του αρχαιοελληνικού λόγου. Σύμφωνα με αυτή, επιδιώκεται να γνωρίσει ο μαθητής ικανοποιητικά τα βασικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, με παράλληλη εξάσκηση σε τρία επίπεδα:
Αξιοποιώντας αναλογικά την εμπειρία από τη διδασκαλία των ομιλούμενων γλωσσών, δεν διδάσκουμε τα γλωσσικά στοιχεία αυτόνομα και ανεξάρτητα από το γλωσσικό τους περιβάλλον (παρά μόνο προς στιγμήν), αλλά εντανιιένα σε συγκεκριμένη μονάδα του λόγου (πρόταση, παράγραφο, μικροκείμενο).
Η διδασκαλία γραμματικής και συντακτικού προχωρούν παράλληλα και συνδυαστικά, ώστε μαζί με το σχηματισμό ενός γραμματικού τύπου να συνειδητοποιείται και η συντακτική λειτουργία του.
Η διδασκαλία προχωρεί από τα συχνότερα και απλούστερα φαινόμενα προς τα σπανιότερα και δυσκολότερα, κατά σπειροειδή διάταξη της ύλης. Είναι όμως ανάγκη να εξοικειωθούν οι μαθητές από την αργή με ιδιαίτερους σχηματισμούς της αρχαίας ελληνικής (δοτική πτώση, απαρέμφατο, μετοχή, τόνοι, πνεύματα, αύξηση, αναδιπλασιασμός κ.ά.), για να μπορούν να κατανοούν απλά κείμενα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα και συμπληρωματικά προς την κάθετη διάταξη των φαινομένων προβλέπονται και οριζόντιες διασυνδέσεις τους, ώστε να προβάλει εναργέστερα η λειτουργία τους στο λόγο, αλλά και η μεταξύ τους σχέση. Τη λογική κατηγορία της αιτίας π.χ. παρακολουθούμε στην επιρρηματική χρήση απλών πλάγιων πτώσεων, εμπρόθετων προσδιορισμών, αιτιολογικής μετοχής ή αντίστοιχης δευτερεύουσας πρότασης.
Ιδιαίτερα αξιοποιείται η γνώση των βασικών γραμματικών/συντακτικών κατηγοριών της νέας ελληνικής για τη διδασκαλία των αντίστοιχων της αρχαίας. Η πορεία αυτή από τη συγχρονία στη διαχρονία, και όχι αντίστροφα, είναι αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη.
Στο σημασιολογικό επίπεδο επιδιώκεται συστηματικά η ετυμολογική σύνδεση της νέας με την αρχαία ελληνική, καθώς και ο σχηματισμός οικογενειών ετυμολογικά συγγενών λέξεων με προοπτική να συνειδητοποιηθεί η σημασία των λέξεων και να διευρυνθεί ο γλωσσικός κώδικας των μαθητών.
Τέλος, η συνολική μύηση των μαθητών στον αρχαίο λόγο συνδυάζεται πάντοτε με την άσκηση τους στη γλωσσική κατανόηση απλών κειμένων. Δεδομένου ότι το νόημα δεν βρίσκεται στη μεμονωμένη λέξη ή φράση, στρέφουμε συστηματικά την προσοχή των μαθητών σε οργανωμένο λόγο και τους ασκούμε στη γλωσσική κατανόησή του. Το κείμενο θεωρείται ως οργανικό σύνολο, του οποίου τα μέρη σχετίζονται στενά μεταξύ τους και επομένως φωτίζονται και ερμηνεύονται αμοιβαία. Και ο μαθητής ασκείται να αξιοποιεί τον κατάλληλο γλωσσικό σχολιασμό, να εντοπίζει τα βασικά σημεία της δομής του κειμένου (ποιος ενεργεί και τι κάνει), να εκμεταλλεύεται τα συμφραζόμενα με ενεργητική κινητοποίηση όλων των πνευματικών του δυνάμεων, για να φθάσει στην κατανόηση του περιεχομένου ενός κειμένου.
Η πρωτοβάθμια αυτή κατανόηση συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται με την εξάσκηση των μαθητών στη μετάφραση, η οποία είναι σύνθετη πνευματική και γλωσσική άσκηση και κατά την οποία δεν μεταγλωττίζουν τυπικά το αρχαίο κείμενο αλλά αναζητούν τις νοηματικά ισοδύναμες εκφράσεις της νέας ελληνικής, για να αποδώσουν το νόημα και το χρώμα του αρχαίου λόγου. Και, όπως είναι γνωστό, όσο περισσότερο κατανοούν ένα κείμενο, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουν να το μεταφράσουν σωστά.
Επειδή μια τέτοια σύνθετη γλωσσική άσκηση προϋποθέτει μια προωθημένη γλωσσική κατάρτιση, την οποία δεν έχουν οι αρχάριοι μαθητές, γι' αυτό στην Α΄ τάξη και στην αρχή της Β΄ οι μαθητές περιορίζονται σε απλή μεταφορά στη νέα ελληνική φράσεων και προτάσεων της αρχαίας. Και μόνο από τη μέση περίπου της Β΄ τάξης και εξής ασκούνται συστηματικότερα στη μετάφραση ολόκληρου μικροκειμένου.
Γενικά, ο ευρύτερος σκοπός της γλωσσικής διδασκαλίας επιτυγχάνεται ευκολότερα και αποτελεσματικότερα με την κατάλληλη διδακτική αξιοποίηση του εικαστικού και πολιτιστικού υλικού, που πλαισιώνει το ποικίλο γλωσσικό υλικό των διδακτικών ενοτήτων. Έτσι, πλαισιωμένος με περισσότερα στοιχεία, έρχεται πιο κοντά στους μαθητές ο αρχαιοελληνικός κόσμος, και τότε αισθάνονται την ανάγκη να γνωρίσουν και το λόγο των αρχαίων προγόνων μας, για να μπορούν να κατανοούν τα κείμενα, στα οποία αντικατοπτρίζεται ο πολιτισμός τους.
Για τον έλεγχο της γλωσσικής κατάρτισης των μαθητών του Γυμνασίου, σύμφωνα με τους σκοπούς και τη μέθοδο διδασκαλίας του μαθήματος, οι ερωτήσεις-ασκήσεις αξιολόγησης πρέπει να καλύπτουν όλα τα επίπεδα της γλωσσικής διδασκαλίας, δηλαδή τη γνώση γραμματικής και συντακτικού, την κατάκτηση του λεξιλογίου και την ικανότητα κατανόησης κειμένου. Έτσι, απαιτούνται τρεις κατηγορίες ασκήσεων:
Η βαθμολογική αποτίμηση των απαντήσεων κατά τάξη θα είναι η εξής:
Οι απαντήσεις βαθμολογούνται με 2 μονάδες η καθεμιά (σύνολο 8 μονάδες).