Η μεταρρύθμιση του 1976/77 (επιμέλεια Ν. Βαρμάζης - Τ. Γιάννου)
«Το 1976, η πρώτη μεταδικτατορική εκπαιδευτική νομοθεσία είχε ξαναδώσει στο σύστημα τα χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης του 1964, σχεδόν στο σύνολό τους: ενννεάχρονη υποχρεωτική φοίτηση (εξαετές Δημοτικό και αυτόνομο τριετές Γυμνάσιο), τριετές Λύκειο, ανάπτυξη του τεχνικο-επαγγελματικού κλάδου, καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες, διδασκαλία των αρχαίων κειμένων από μετάφραση στο Γυμνάσιο, εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια στα πρότυπα του "Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου".
Αλλά αυτή η αναβίωση, καθώς προήλθε από την παράταξη που είχε με βιαιότητα αντιταχθεί στην αρχική θεσμοθέτηση, προκαλεί το ερώτημα πώς όσα ήταν απολύτως απορριπτέα το 1964 έγιναν, δέκα χρόνια αργότερα, επιδιωκτέα. Η εξήγηση φαίνεται ότι είναι κυρίως πολιτική και συνδέεται με την ανάγκη της συντηρητικής παράταξης να αποσυνδεθεί όσο το δυνατόν σαφέστερα από το δικτατορικό καθεστώς και να εκμεταλλευθεί το "προοδευτικό" ρεύμα της εποχής. Η υιοθέτηση των ρυθμίσεων της Ένωσης Κέντρου του 1964, υπηρετούσε πολλαπλώς αυτούς τους στόχους. Άλλωστε οι καίριες εξελίξεις στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας που μεσολάβησαν, είχαν αφαιρέσει, το 1976, τον "επαναστατικό" χαρακτήρα από τα μέτρα που νομοθετήθηκαν το 1964.»
[Αλέξης Δημαράς, «Ζητήματα Παιδείας», εφ. Η Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 5-12-99, σ.24.]
«Στα νεότερα προγράμματα επίσης διατυπώνεται αναλυτικότερα η αξία της εξοικείωσης των μαθητών με την αρχαία γλώσσα και προβάλλονται τρεις διαστάσεις της σημασίας που έχει η εκμάθησή της. (α) Η αρχαία γλώσσα αποτελεί αξία καθ' εαυτήν, διότι η γνώση της πειθαρχεί το πνεύμα και ασκεί γενικότερη παιδευτική επίδραση· (β) η αρχαία γλώσσα είναι φορέας αξιών, διότι σε αυτήν έχουν γραφεί πολύ αξιόλογα έργα· και (γ) η εξοικείωση των μαθητών με τον αρχαίο λόγο τους καθιστά ικανούς στη βαθύτερη κατανόηση του νέου ελληνικού λόγου. Την τελευταία αυτή άποψη υποστήριξε στα μέσα του 19ου αιώνα επίσημα ο υπουργός Χ. Χριστόπουλος και επανέλαβε στα 1913 ο Ν. Εξαρχόπουλος ως επιχείρημα εναντίον της εισαγωγής της μετάφρασης στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, την οποία πρότειναν τότε τα νομοσχέδια Τσιριμώκου. Μπήκε για πρώτη φορά ως σκοπός στο πρόγραμμα του 1935 και έκτοτε μεταφέρθηκε στα μεταγενέστερα προγράμματα: "Δια της γλωσσικής ταύτης καταρτίσεως των μαθητών καθίσταται αρτιωτέρα η γλωσσική ικανότης αυτών εις την ορθήν χρήσιν της νεοελληνικής γλώσσης", υποστηρίζει το πρόγραμμα του 1969 [ΦΕΚ 225, τεύχος Α΄/10-11-1969]. Νεοελληνική γλώσσα βέβαια εννοείται στο παράθεμα η καθαρεύουσα.
Βεβαίως μέσα στα προγράμματα, ιδίως στα νεότερα, διατυπώνονται αναλυτικότερα και άλλοι σκοποί, όπως είναι η γραμματολογική και λογοτεχνική μόρφωση των μαθητών και η πνευματική και πολιτιστική αγωγή τους. Μεγάλη έμφαση δίνουν τα προγράμματα κυρίως στην ανθρωπιστική αγωγή, η οποία επιτυγχάνεται με τη γνώση και τη βίωση από τους μαθητές του αξιολογικού περιεχομένου των κλασικών συγγραφέων. Ο ανθρωπιστικός σκοπός, που επιδιώκεται μέσω της ερμηνευτικής διαδικασίας των κειμένων, αποβλέπει στην πνευματική και ηθική συγκρότηση των μαθητών. Με την ερμηνεία των κειμένων οι μαθητές εισδύουν στο πνεύμα που κρύβεται κάτω από τα εκφραστικά σύμβολα, κατανοούν τα δημιουργήματα του αρχαίου λόγου και την αξία του αρχαίου κόσμου και αναπαράγουν στην ψυχή τους τα βιώματα των έργων αυτών. Με τη γνώση και βίωση των αξιών του αρχαίου ελληνικού κόσμου και του πολιτισμού του οι μαθητές κατανοούν την προσφορά των Ελλήνων στον παγκόσμιο πολιτισμό και συνειδητοποιούν τις ευθύνες που απορρέουν από την πλούσια εθνική κληρονομιά [βλ. πρόγραμμα του 1969, ό.π., και πρόγραμμα του 1977, ΦΕΚ 270, τεύχος Α΄/20-9-1977. Το πρόγραμμα αυτό ισχύει και σήμερα].
Η γνωριμία τέλος των μαθητών με έργα που αποτελούν υψηλά πρότυπα περιεχομένου, δομής και μορφής σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας καλλιεργεί το γούστο τους και τους κάνει ευαίσθητους δέκτες των εκδηλώσεων του ωραίου, συμβάλλει δηλαδή στη λογοτεχνική αγωγή τους και στην αισθητική καλλιέργειά τους [Πρόγραμμα του 1977, ό.π.].
Οι σκοποί όμως αυτοί έμειναν απλή φραστική διατύπωση, διότι τον περισσότερο χρόνο τον απορροφούσε ο γλωσσικός σκοπός, αφού το βάρος της διδασκαλίας έπεφτε στη γραμματική και το συντακτικό, στη γραμματική και συντακτική ανάλυση των κειμένων. Η εμμονή των προγραμμάτων στο γλωσσικό σκοπό αποκαλύπτει ότι στη σκέψη εκείνων, που είχαν την ευθύνη της εκπαιδευτικής πολιτικής, η σχέση της ελληνικής εκπαίδευσης προς την αρχαιότητα έμεινε σταθερή και αμετακίνητη, ανεξάρτητη δηλαδή από τις ιστορικές και άλλες μεταβολές, οι οποίες πρέπει να ορίζουν κάθε φορά τους σκοπούς του μαθήματος. Η ανιστόρητη αυτή προσπάθεια να υποταγεί η πραγματικότητα στο ανέφικτο όραμα της αναβίωσης της αρχαίας γλώσσας ή, στα μεταγενέστερα χρόνια, στην εκμάθηση της καθαρεύουσας μπορεί να εξηγηθεί μόνο ως ένας ρομαντισμός μετέωρος και απραγματοποίητος, Εφόσον δε συμβαίνει αυτό, οφείλει να σκεφθεί κανείς και την άποψη ότι κάτω από το ρητό γλωσσικό σκοπό, τον ιστορικά αδικαίωτο, υποκρύπτονται άλλου είδους προσδοκίες: η κοινωνικοποίηση των μαθητών σύμφωνα με τα πρότυπα και τις αξίες που πρόσφερε ο αρχαιογνωστικός προσανατολισμός του προγράμματος [Ν. Τερζής, Έκθεση έρευνας (τμήμα σ.16-28) της ομάδας του τομέα Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ. (υπεύθυνος Π.Δ. Ξωχέλης) για την αξιολόγηση της γλωσσικής διδασκαλίας στο Γυμνάσιο, Θεσσαλονίκη 1990].»
[Ν.Δ. Βαρμάζης, Η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία ως πρόβλημα της νεοελληνικής εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 1992, σ.126-128]