«Το 1913 η κυβέρνηση Βενιζέλου υπέβαλε στη Βουλή μια νέα σειρά από νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, στη σύνταξη των οποίων συμμετείχε καθοριστικά ο Γληνός (τότε ακόμη στον κύκλο των "προοδευτικών αστών"). Στο σύνολό τους εκφράζουν μια νέα αντίληψη για τη σχέση κοινωνικών δομών και εκπαιδευτικών διαδικασιών, η οποία φαίνεται καθαρά στην Εισηγητική Έκθεση: "Πρέπει να παράσχωμεν εις εκάστην κοινωνικήν τάξιν όσω το δυνατόν αρτιωτέραν την εις αυτήν αναγκαιούσαν γενικήν μόρφωσιν", με παράλληλη όμως επισήμανση πως αποτελεί "αρπαγήν της πνευματικής τροφής του λαού η καθ' οιονδήποτε τρόπον προσαρμογή του προγράμματος [του Δημοτικού] εις το πρόγραμμα των ανωτέρων σχολείων". Το βήμα ωστόσο δεν έγινε. Τα νομοσχέδια του 1913 δεν ψηφίστηκαν από τη Βουλή. Οι διαδικασίες ανακόπηκαν (παρ' όλο που το γλωσσικό συνειδητά δεν περιλαμβανόταν στην πρόταση) όχι μόνο από την αντίδραση της αντιπολίτευσης και των κοινωνικών ομάδων τις οποίες αυτή εκπροσωπούσε, αλλά και από τις έντονες επιφυλάξεις που εκφράστηκαν στους κύκλους των βενιζελικών. Από τα μεταρρυθμιστικά μέτρα της εποχής απέμειναν μόνο δύο νέα προγράμματα μαθημάτων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, αποκομμένα όμως από το νεωτερικό τους πλαίσιο και, συνεπώς, με αποδυναμωμένη την ανακαινιστική τους δύναμη. Ίσως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο να επέζησαν για πολλές δεκαετίες.
Η τελευταία ανακαινιστική προσπάθεια της δεκαετίας έγινε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες: η επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης (Σεπτ. 1916) νομοθέτησε με εισήγηση του Γληνού, την καθιέρωση της δημοτικής στα βιβλία του Δημοτικού. Το μέτρο επικυρώθηκε ύστερα και στην Αθήνα, αν και ήταν αντίθετο προς την επιταγή του Συντάγματος που ίσχυε πάλι. Καρπός αυτής της νομοθεσίας ήταν (στα τέλη του 1918) μια σειρά από αναγνωστικά γραμμένα στη δημοτική ―ανάμεσά τους τα σημαντικότερα για την ιστορία είναι ένα Αλφαβητάριο (το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο, όπως έμεινε γνωστό) και το αναγνωστικό της Γ΄ τάξης, Τα Ψηλά Βουνά. Όλα στηρίζονται στο παιδαγωγικό και διδακτικό πλαίσιο που έθεσε τότε μια ειδική επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας, στην οποία μετείχαν ο Δελμούζος, ο Τριανταφυλλίδης, ο Παπαντωνίου, ο Τραυλαντώνης κ.ά. Η κύρια νεωτεριστική αξία, ωστόσο, αυτών των βιβλίων δεν βρίσκεται στη γλωσσική μορφή τους. Εκείνο που τα διακρίνει από τα προηγούμενα είναι η παιδαγωγική αντίληψη που θέλει την επικοινωνία με το παιδί άμεση και τον διδακτισμό έμμεσο, την πλοκή ζωηρή και την απεικόνιση των προσώπων και της κοινωνίας πραγματική.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1910, λοιπόν, ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός είχε διατυπώσει καθαρά τις προτάσεις του τόσο σε επίπεδο θεωρίας και στόχων όσο και στην πρακτική εφαρμογή. Η άλλη πλευρά εξέφραζε τις ανησυχίες της κυρίως με εμμονή στα υπάρχοντα και άρνηση κάθε ανάγκης για ριζικές αλλαγές. Αυτή η στάση θα επικρατήσει αμέσως στο ξεκίνημα της επόμενης δεκαετίας και θα τη χαρακτηρίσει σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκειά της».
Απόσπασμα από την Εισηγητική Έκθεση των νομοσχεδίων που υπέβαλε στη Βουλή ο Υπουργός Παιδείας Ι.Δ. Τσιριμώκος, τον Νοέμβριο του 1913:
«[…] Το δε γυμνάσιον, εξαετές ον, θα παρέχη την αναγκαιούσαν γενικήν μόρφωσιν εις τους μέλλοντας ή αμέσως ή μετά συμπλήρωσιν των εαυτών σπουδών εν τω Πανεπιστημίω ή ταις ανωτέραις τεχνικαίς ή άλλαις ειδικαίς σχολαίς να κατέλθωσιν εις τον πρακτικόν βίον ανήκοντες εις την διευθύνουσαν εν τη κοινωνία τάξιν. Τους μαθητάς αυτού θα δέχηται ομοίως από της έκτης τάξεως του δημοτικού σχολείου. Μετά δε το δεύτερον έτος θα ειδικεύηται η εν αυτώ γιγνομένη διδασκαλία, διαιρουμένων των μαθητών εις δύο τμήματα. Και εις μεν το πρώτον τμήμα, φιλολογικόν καλούμενον, θα διδάσκωνται ιδία οι μαθηταί οι μέλλοντες να επιδοθώσιν εις την σπουδήν των ιστορικών επιστημών, εις δε το δεύτερον οι μέλλοντες να σπουδάσωσι μάλιστα φυσικάς θεωρητικάς ή εφηρμοσμένας επιστήμας.
Αμφότερα τα τμήματα, ων η διάρκεια τετραετής, θα λειτουργώσιν υπό την αυτήν διεύθυνσιν πολλά δε των μαθημάτων θα συνδιδάσκωνται. Και εν μεν τω φιλολογικώ τμήματι, μη παραβλεπομένων βεβαίως των του φυσιογνωστικού κύκλου μαθημάτων, θα γίνηται ιδιαιτέρως πλουσία και εντατική σπουδή των αρχαίων γλωσσών ελληνικής και λατινικής και των συναφών μαθημάτων. Ομοίως δε θα διδάσκηται υποχρεωτικώς και μία ξένη νεωτέρα γλώσσα. Εν δε των πραγματικώ τμήματι ελαττουμένης της διδασκαλίας των ελληνικών και εκλειπούσης καθ' ολοκληρίαν της των λατινικών θα γίνηται ιδιαιτέρως πλουσία και εντατική διδασκαλία των μαθηματικών και φυσιογνωστικών μαθημάτων, προστιθεμένης ακόμη υποχρεωτικώς της σπουδής και δευτέρας ξένης γλώσσης. […]»