«Την οργήν άδε και λέγε, ω θεά μου Καλλιόπη,
του πηλείδου Αχιλλέως, πώς εγίνετ' ολεθρία,
και πολλάς λύπας εποίσε, εις τους Αχαιούς δε πάντας
και πολλάς ψυχάς ανδρείους, πως απέστειλεν εις Άδην
και κυσί και τοις ορνέοις, προς βοράν έδωκε τούτους,
ο γαρ Ζευς ήθελεν ούτως. Αφ' ου γουν φιλονεικούντες
εχωρίσθησαν αλλήλων ο τε βασιλεύς Ατρείδης
και ο Αχιλλεύς ταχύπους, τις εκ των θεών, ω μούσα,
αίτιος υπήρχε τότε, να τους βάλη εις τόσην μάχην
λέγε το του ποιητού σου. Απεκρίθ' η Καλλιόπη
κ είπε προς τον ερωτώντα.»
[Πρώτη έκδοση, Βενετία 1526 (επανέκδοση Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Αθήνα 1979)]