Κ. Ερμονιακός, Μια "πρωτοελληνική" ελεύθερη διασκευή του Ομήρου (επιμέλεια: Λ. Πόλκας)

Τίτλος:

Μετάφρασις ἱστοριας τινὸς ἁρμοδίας πρὸ Ὁμήρου, σὺν αὐτῆς γὰρ ἀκολούθως ἔχων τοὺς πολέμους τῆς Τροίας ἀπαραλλάκτως καθὼς ὁ Ὅμηρος διηγεῖται καὶ ἕτεροι ποιηταὶ τοὺς πολέμους … καὶ τὴν ἀνάλωσιν τῆς πόλεως καί τινα μετὰ τὴν ἀνάλωσιν … τὰ μετ' Ὅμηρον …


«Για το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Ερμονιακού δεν ξέρουμε τίποτε, εκτός από τις λίγες πληροφορίες που μας δίνει ο ίδιος μέσα στο έργο του, ότι δηλαδή ζούσε στην αυλή του δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Δούκα Κομνηνού Αγγέλου (1323-35), που τον εγκωμίαζε, αυτόν και τη γυναίκα του Άννα, και τους στολίζει με όλα τα χαρίσματα του κόσμου:
 
ἐξ ἀξίωσιν δεσπότου
Κομνηνοῦ Ἀγγελοδούκα

ἐπροστάχθην τοῦ πεζεῦσαι
ἐκ τὰς δυσκολούσας λέξεις
τοῦ Ὁμήρου ραψωδίας
εἰς παντοίαν σαφηνείαν
ἐπὶ τὸ σαφὲς ἐπίπαν …
 
Οι στίχοι αυτοί δείχνουν ότι το έργο γράφτηκε κατ' επιταγήν, κι ακόμη μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι έχει μεταφραστικό χαρακτήρα. Διαβάζοντας όμως προσεχτικότερα το περίεργο αυτό στιχούργημα, διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται μόνο για την οργή του Αχιλλέα και τις ολέθριες για τους Έλληνες συνέπειές της, αλλά ότι το κύριο βάρος πέφτει στα προ Ομήρου και στα μεθ' Όμηρον. Ο Ερμονιακός αντλεί από πολλές πηγές, κυρίως όμως από τον Μανασσή, κι έτσι έμμεσα από την ελληνιστική απόκρυφη λογοτεχνία του Δάρητα και του Δίκτυ. Δεν ξέρει όμως από ποίηση. Αραδιάζοντας τους τροχαϊκούς οκτασυλλάβους του τον ένα πίσω από τον άλλον, ξετυλίγοντας μιαν αφήγηση σε ευθεία γραμμή και φορτώνοντάς την με φανταχτερά ψεύτικα κοσμήματα νομίζει πως κινείται στον χώρο της αληθινής ποιητικής δημιουργίας. Όπως όμως παρατηρεί ο πρώτος εκδότης της Ιλιάδας του, τελικά πρόκειται για "θολώτερον ρυάκιον θολεράς πηγής.»

[Κ. Μητσάκης, Ο Όμηρος στη νέα ελληνική λογοτεχνία, εκδ. Ελληνική Παιδεία: Αθήνα 1976, σ. 11-12.]