α) για την απελευθέρωση από το γράμμα του ελληνικού πρωτοτύπου (Institutio Oratoria 12.35):
Quod [q.e. gratia sermonis Attici] si negatum est, sentetias aptabimus iis vocibus quas habemus, nec rerum nimiam tenuitatem, ut non dicam pinquioribus, fortioribus certe verbis miscebimus, ne virtus utraque pereat ipsa confusione.
Aπόδοση (I.N. Kαζάζης)
Aν τούτο (δηλ. η χάρη του αττικού λόγου) μας λείπει, χρέος έχουμε να προσαρμόζουμε τις σκέψεις μας ώστε να ταιριάζουν στις λέξεις που διαθέτουμε και, εκεί όπου τα πράγματα είναι εξαιρετικά λεπτά, να αποφεύγουμε να τα διατυπώνουμε με λέξεις ―ας μην πω παχύτερες― οπωσδήποτε πολύ ισχυρές γι΄ αυτά, γιατί υπάρχει ο φόβος ο συνδυασμός τους να καταλήξει στην καταστροφή και της λεπτότητας και της δύναμης.
β) για την παράφραση (Institutio Oratoria 10.5.4):
Neque ego paraphrasin esse interpretationem tantum volo, sed circa eosdem sensus certamen atque aemulationem.
Aπόδοση (I.N. Kαζάζης)
Aλλά δεν θα περιόριζα εγώ την παράφραση σε απλή interpretatio του πρωτοτύπου· χρέος της είναι μάλλον να συναγωνίζεται και να αμιλλάται το πρωτότυπο στην έκφραση των ίδιων νοημάτων.
γ) για την ωφέλεια της μεταφραστικής άσκησης (Institutio Oratoria 10.5.4):
Ipsa denique utilissima est exercitationi difficultas. Quid, quod auctores maximi sic diligentius cognoscuntur? Non enim scripta lectione secura transcurrimus, sed tractatus singula et necessario introspicimus et, quantum virtutis habeant, vel hoc ipso cognoscimus, quod imitari non possumus.
Aπόδοση (I.N. Kαζάζης)
H ίδια η δυσκολία είναι χρησιμότατη για την άσκηση. Γιατί, πώς αλλιώς είναι δυνατόν να γίνουν κατανοητοί οι μεγαλύτεροι συγγραφείς; Eπειδή (μεταφράζοντας ενν.) αντί να διατρέχουμε βιαστικά τα γραφτά τους και με απρόσεχτο βλέμμα, χειριζόμαστε την καθεμιά φράση ξεχωριστά και αναγκαζόμαστε να την εξετάσουμε επιμελώς, για να καταλήξουμε στην αναγνώριση του μεγαλείου τους από τη διαπίστωση και μόνον ότι δεν είμαστε σε θέση να τους μιμηθούμε.