(α) Περί Ποιητικής, 1457b 2-4
«Ἅπαν δὲ ὄνομα ἐστιν ἤ κύριον ἤ γλῶττα ἤ μεταφορὰ ἤ κόσμος ἤ πεποιημένον ἤ ἐπεκτεταμένον ἤ ὑφηρῃρημένον ἤ ἐξηλλαγμένον.
Λέγω δὲ κύριον μὲν ᾧ χρῶνται ἕκαστοι, γλῶτταν δὲ ᾧ ἕτεροι· ὥστε φανερὸν ὅτι καὶ γλῶτταν καὶ κύριον εἶναι δυνατὸν τὸ αὐτό, μὴ τοῖς αὐτοῖς δέ· τὸ γὰρ σίγυνον Κυπρίοις μὲν κύριον, ἡμῖν δὲ γλῶττα.»
[Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, κείμ.-ερμ. Ι. Συκουτρή, εκδ. Ακαδημία Αθηνών: Αθήνα (ανατ. 1997)]
Μετάφραση:
«Κάθε όνομα είναι ή κοινόχρηστο ή ιδιωματισμός ή μεταφορά ή κοσμητικό ή πλασμένο ή εκτεταμένο ή συγκεκομμένο ή παραλλαγμένο.
Κοινόχρηστο εννοώ εκείνο που μεταχειρίζονται όλοι. Ιδιωματισμό εκείνο που χρησιμοποιούν μερικοί. Είναι φανερό πως ένα όνομα μπορεί να είναι και ιδιωματισμός και κοινόχρηστο, όχι βέβαια για τους ίδιους ανθρώπους. Το σίγυνον (δόρυ) είναι κοινόχρηστο για τους Κυπρίους, για μας όμως είναι ιδιωματισμός.»
[Αριστοτέλους Ποιητική, εισ.-μτφρ.-σχόλ. Στ.Ι. Δρομάζος, Αθήνα 1982, σ.307]
Σχόλιο:
- κύριον: (κατά λέξιν: το ισχύον, το εν χρήσει. Χρησιμοποιείται εν αντιθέσει προς την γλῶσσαν και τα άλλα ξενικά· το συνηθισμένον, το κοινόν και πανελλήνιον από απόψεως τοπικής, το σύγχρονον από απόψεως χρονικής· εν αντιθέσει προς την μεταφοράν, είναι η κυριολεκτική χρήσις, το οἰκεῖον. Η πρώτη αντίθεσις αναφέρεται εις την εξωτερικήν μορφήν της λέξεως, η δευτέρα εις την σημασίαν της.
- γλῶττα: λέξις η μη κοινώς εν χρήσει, είτε διότι είναι ιδιωματική είτε διότι είναι απηρχαιωμένη, και γλωσσάριον είναι το ερμηνεύον τοιαύτας λέξεις βιβλίον.
- μεταφορά: Στηρίζεται εις την δυνατότηταν του το ὁμοῖον θεωρεῖν, του να ανακαλύπτεις δηλαδή ομοιότητας μεταξύ των πραγμάτων, τουτέστιν είτε σχέσεις επαλληλίας και υπαλληλίας (γένος είδος) ή παραλληλίας (είδος είδος), είτε σταθεράς αναλογίας. Ο όρος μεταφορά χρησιμοποιείται προς δήλωσιν και της πράξεως του μεταφέρειν εις ένα πράγμα ονομασίαν ξένην και της συγκεκριμένης μεταφορικής σημασίας.
- πεποιημένον: πεποιημένα δεν είναι όσα κατόπιν ωνόμαζαν ούτω, τα πλασθέντα δηλαδή δια ονοματοποίας ονόματα. Εδώ η λέξις αναφέρεται εις τους νεολογισμούς.
- ἐπεκταταμένον (ή το αντίθετον συγκεκομμένον): το πρώτον, όταν έχη φωνήεν μακρόν αντί του συνήθους (βραχέος) ή συλλαβήν παρεμβεβλημένην, το δεύτερον δε αν έχη αφαιρεθή εξ αυτού κάτι.
- ἐξηλλαγμένον: Όταν ο ποιητής μέρος του ονομαζομένου αφήνη (όπως είναι), μέρος δέ πλάττη (λ.χ. δεξιτερὸν κατὰ μαζόν αντί του δεξιόν).
- σίγυνοι: τὰ ξυστὰ δόρατα ή τοὺς ὁλοσιδήρους ἄκοντας (Ησύχιος). Κατά τον Ηρόδοτον (5, 9) σιγύννας ωνόμαζον οι μεν Λίγυες του εσωτερικού της Μασσαλίας τους καπήλους, Κύπριοι δε τα δόρατα. Η λέξις ήτο και των Μακεδόνων.
[Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, ειδ.-κείμ.-ερμ. Ι. Συκουτρής, εκδ. Ακαδημία Αθηνών: Αθήνα ανατ. 1997, σ. 182190].
(β) Κεφ. 22, 1458α 12
«Ξενικὸν δὲ λέγω γλῶτταν καὶ μεταφορὰν καὶ ἐπέκτασιν καὶ πᾶν τὸ παρὰ τὸ κύριον. ἀλλὰ ἄν τις ἅπαντα τοιαῦτα ποιήσῃ, ἤ αἴνιγμα ἔσται ἤ βαρβαρισμός.»
Μετάφραση:
«Ασυνήθιστες εννοώ τις ιδιωματικές, τη μεταφορά, τις επεκταταμένες λέξεις και γενικά καθετί που είναι έξω από το κοινόχρηστο.
Αλλά αν κανείς συνθέτει το λόγο του όλο με αυτού του είδους τις λέξεις, τότε θα βγει ή αίνιγμα ή βαρβαρισμός.»
[Αριστοτέλους Ποιητική, εισ.-μτφρ.-σχόλ. Στ.Ι. Δρομάζος, Αθήνα 1982, σ. 313]