5. Χρονική δείξη
Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με τη
δείξη είναι ο χρόνος. Στα ελληνικά έχουμε μια ποικιλία χρονικών δεικτικών εκφράσεων όπως τώρα, τότε, χθες, (αντι)προχθές, σήμερα, αύριο, (αντι)μεθαύριο, περασμένος-η-ο, ερχόμενος-η-ο, καθώς και την κατηγορία του γραμματικού χρόνου (πρβ. παρόν, παρελθόν, μέλλον). Γενικά, ένας τύπος εγγύτητας όπως το τώρα αναφέρεται στον χρόνο που συμπίπτει με το εκφώνημα του/της ομιλητή/τριας. Όμως, μπορεί να αναφέρεται και στον χρόνο κατά τον οποίο ακούει κανείς τη φωνή του/της ομιλητή/τριας: Δεν είμαι εδώ αυτή τη στιγμή/τώρα, αφήστε το μήνυμά σας και θα επικοινωνήσω μαζί σας το συντομότερο.
Αντίθετα, ο τύπος απόστασης τότε μπορεί να αναφέρεται τόσο στο παρελθόν
Τον Σεπτέμβρη του 1990 είπες; Ήμουν στην Αμερική τότε
όσο και στο μέλλον
Λοιπόν, σπίτι μου για φαγητό την Κυριακή το βράδυ στις 9:00; Εντάξει θα τα πούμε τότε.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αναφέρεται σε έναν χρόνο (λιγότερο ή περισσότερο) μακρινό από τον χρόνο του εκφωνήματος.
Προσέξτε ότι υπάρχουν επίσης συστήματα χρονικής αναφοράς που δεν είναι δεικτικά, όπως ο ημερολογιακός χρόνος (δηλ. οι ημερομηνίες σύμφωνα με το ημερολόγιο (π.χ. 30 Μαρτίου 2012) και ο ωρολογιακός χρόνος (π.χ. 5:35 μμ), που είναι απόλυτα και η ερμηνεία τους δεν εξαρτάται από το χρόνο του εκφωνήματος). Όμως, αυτές οι μορφές χρονικής αναφοράς μαθαίνονται από το παιδί πολύ αργότερα σε σχέση με τις δεικτικές χρονικές εκφράσεις όπως χτες, σήμερα, αύριο, απόψε, την ερχόμενη βδομάδα, την περασμένη βδομάδα, αυτή τη βδομάδα κλπ. Αν δεν γνωρίζουμε τον χρόνο παραγωγής του εκφωνήματος, τότε δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις χρονικές δεικτικές εκφράσεις. Συνεπώς, αν δεν γνωρίζουμε πότε γράφτηκε το σημείωμα
Επιστρέφω σε μισή ώρα
δεν γνωρίζουμε πόσο θα χρειαστεί να περιμένουμε.
Μπορούμε να αντιμετωπίζουμε χρονικά γεγονότα σαν αντικείμενα που κινούνται προς εμάς (εντός του οπτικού μας πεδίου) ή μακριά από μας (εκτός του οπτικού μας πεδίου). Μια μεταφορά που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά αφορά μελλοντικά γεγονότα που κινούνται προς τον ομιλητή (π.χ. την ερχόμενη εβδομάδα, τη χρονιά που έρχεται) και γεγονότα του παρελθόντος που απομακρύνονται από τον ομιλητή (π.χ., το περασμένο σαββατοκύριακο, την περασμένη βδομάδα). Το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε την έκφραση εγγύτητας αυτός-ή-ό (π.χ. αυτό το σαββατοκύριακο, αυτό το μήνα) όταν αναφερόμαστε στο κοντινό ή το άμεσο μέλλον δείχνει πως το αντιμετωπίζουμε το σαν να είναι κοντά στον χρόνο παραγωγής του εκφωνήματος.
ΓΡΑΦΙΣΤΑΣΈνας άλλος πολύ βασικός τύπος
δείξης στα ελληνικά είναι και ο χρόνος του ρήματος. Μπορούμε για παράδειγμα να θεωρήσουμε τους τύπους ενεστώτα και αορίστου (ή παρατατικού) στα ελληνικά ως παραδείγματα της βασικής διάκρισης εγγύτητας-απόστασης· π.χ. Μένω εδώ τώρα.
Έμενα/έμεινα εκεί τότε.
Ο ενεστώτας είναι ο τύπος εγγύτητας και ο αόριστος/παρατατικός ο τύπος απόστασης. Κάτι που συνέβη στο παρελθόν όπως π.χ. στο
Έκανα τον γύρο της Πελοποννήσου με ποδήλατο (όταν ήμουν πολύ νέα)
αντιμετωπίζεται συνήθως σαν κάτι μακρινό από την παρούσα κατάσταση του/της ομιλητή/τριας.
Προσέξτε, επίσης, ότι κάτι που θεωρείται εντελώς απίθανο, από την πλευρά της τωρινής κατάστασης του/της ομιλητή/τριας, εκφράζεται επίσης με τύπο απόστασης (τον αόριστο ή άλλο παρελθοντικό χρόνο), όπως στο
Θα μου άρεσε να οδηγούσα Porsche (αν ήμουν πολύ πλούσιος)
το οποίο παρουσιάζεται ως δεικτικά μακρινό από την παρούσα κατάσταση του ομιλητή. Μάλιστα, τόσο μακρινή ώστε συμπεραίνουμε ότι ο ομιλητής δεν είναι πολύ πλούσιος – κάτι που γίνεται πιο σαφές στο
Αν ήμουν πολύ πλούσιος, θα οδηγούσα Porsche.