Στη μεταφορά χρησιμοποιούμε μια έννοια προκειμένου να αναφερθούμε σε μια άλλη έννοια που ανήκει σε διαφορετικό σημασιολογικό πεδίο. Με άλλα λόγια, αντιλαμβανόμαστε ένα πεδίο και μιλάμε γι’ αυτό με τους όρους ενός άλλου πεδίου, έτσι ώστε μια λέξη (με μια αρχική σημασία) να καταλήγει να έχει δύο διαφορετικές σημασίες που συνδέονται με κάποια μεταφορική αντιστοιχία. Οι δύο σημασίες του καταπίνω ή του καταβροχθίζω που αναφέραμε πριν είναι κλασικά παραδείγματα μεταφορικής επέκτασης και μάλιστα της ίδιας μεταφορικής αντιστοιχίας: η έννοια της κατανάλωσης φαγητού με τις διαφορετικές της λεξικές εκφάνσεις (καταπίνω, καταβροχθίζω, μασάω, τρέφομαι κλπ.) «μεταφέρεται» σε πιο αφηρημένα σημασιολογικά πεδία όπως της εισροής, αποδοχής, αφομοίωσης ιδεών ή γνώσης, με αποτέλεσμα οι σχετικές λέξεις να χρησιμοποιούνται πλέον και με αυτές τις πιο αφηρημένες σημασίες.
Στη μετωνυμία πάλι χρησιμοποιούμε μια έννοια προκειμένου να αναφερθούμε σε μια άλλη, οι δύο έννοιες όμως ανήκουν στο ίδιο σημασιολογικό πεδίο