3. Γραμματική και Πραγματολογία

 
Η πραγματολογία είναι κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τις πραγματικές συνθήκες της χρήσης της γλώσσας – σχετίζεται δηλαδή περισσότερο με την επιτέλεση παρά με τη γλωσσική ικανότητα.
            Αντίστοιχα με τη γλωσσική ικανότητα είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι

ο ικανός χρήστης μιας γλώσσας διαθέτει πραγματολογικήεπικοινωνιακή) ικανότητα. Η ικανότητα αυτή του επιτρέπει να αναγνωρίζει την καταλληλότητα μιας πρότασης σε συγκεκριμένες συνθήκες.

  Έτσι, λ.χ., θα αποφασίσει να επιλέξει μεταξύ των παρακάτω προτάσεων ανάλογα με τα δεδομένα της επικοινωνιακής περίστασης:
            Τι κάνει η μητέρα σου;
            Τι κάνει η μανούλα σου, βρε;
Και οι δύο εκδοχές είναι καλά σχηματισμένες ερωτηματικές προτάσεις – δηλαδή δεν παραβιάζουν κανένα κανόνα της γραμματικής. Οι συνθήκες της χρήσης είναι αυτές που θα υπαγορεύσουν στον ομιλητή να χρησιμοποιήσει τη μία ή την άλλη εκδοχή. Αντίστοιχες είναι και οι αποφάσεις που αφορούν τη χρήση των τύπων της ευγένειας:
            Είστε πολύ καλή δασκάλα.
            Είσαι πολύ καλή δασκάλα.
Η δεύτερη πρόταση είναι περισσότερο σύμφωνη με τους κανόνες της γραμματικής: το κατηγορούμενο συμφωνεί με το υποκείμενο κατά αριθμό και πτώση. Όμως η πρώτη πρόταση θα προτιμηθεί για λόγους ευγένειας, δηλαδή για λόγους περισσότερο κοινωνικούς και όχι γλωσσικούς: δεν αρκεί να λειτουργούν οι συντακτικές σχέσεις μεταξύ των λέξεων.

Αυτό που έχει τον τελευταίο λόγο για να εκφωνηθεί η μία ή η άλλη πρόταση είναι τα πραγματικά δεδομένα της περίστασης – ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνεται – και οι κάθε είδους κοινωνικές συμβάσεις.

 
            Τα δεδομένα της περίστασης συχνά κατευθύνουν την ερμηνεία μιας πρότασης με τρόπο διαφορετικό, ανάλογα με τους συμμετέχοντες και τα χαρακτηριστικά τους. Έτσι, η ερώτηση Μπορείς να ανοίξεις την πόρτα; ερμηνεύεται ως πραγματική ερώτηση για την ικανότητα του συνομιλητή μόνο αν υπάρχει κάποια πραγματική αμφιβολία ως προς την ικανότητα αυτή (αν π.χ. είναι πολύ μικρό παιδί, αν η κλειδαριά είναι πολύ ψηλά ή λειτουργεί ιδιότυπα, αν χρειάζεται κάτι ιδιαίτερο για να ανοίξει η πόρτα). Σε ομαλές συνθήκες όμως, αν δηλαδή πρόκειται για μια συνηθισμένη πόρτα στο σπίτι ή στο σχολείο, η ίδια αυτή ερώτηση («Μπορείς να ανοίξεις την πόρτα;») λειτουργεί ως παράκληση ή προτροπή (= «Άνοιξε την πόρτα σε παρακαλώ!») και όχι ως πραγματική ερώτηση. Σε κάθε περίπτωση,

τα γραμματικά χαρακτηριστικά της πρότασης μπορεί να είναι σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής – αλλά η καταλληλότητά της θα συναρτάται πάντα με τα πραγματικά δεδομένα της περίστασης στην οποία χρησιμοποιείται

 .