Η θέση του τόνου μέσα στη λέξη καθορίζεται από διαφορετικούς κανόνες για κάθε γλώσσα.
Υπάρχουν γλώσσες που ο τόνος μπαίνει σε συγκεκριμένη συλλαβή των λέξεων, όπως τα ουγγρικά, τα τσέχικα και τα φινλανδικά, όπου οι λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, ή τα πολωνέζικα, τα οποία τονίζονται στην παραλήγουσα. Υπάρχουν και γλώσσες, όπως τα ελληνικά, που οι παράμετροι που καθορίζουν τη θέση του τόνου είναι πολλοί, και η μεταξύ τους σχέση είναι πολύπλοκη. Για παράδειγμα, στα ελληνικά τόσο τα θέματα όσο και οι καταλήξεις μπορεί να έχουν πληροφορία για την ύπαρξη τόνου από το λεξικό, αλλά το ποιος τόνος θα επικρατήσει να είναι αποτέλεσμα συνδυασμού κανόνων από τη μορφολογία, τη φωνολογία και τη φωνητική.
Ο πιο γνωστός κανόνας τονισμού της κοινής νέας ελληνικής, λέει ότι
ο τόνος της λέξης μπορεί να εμφανιστεί σε μία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές της λέξης, δηλ. είτε στη λήγουσα, είτε στην παραλήγουσα είτε στην προπαραλήγουσα. Αυτός ο κανόνας λέγεται και κανόνας της
τρισυλλαβίας.
Μοναδική εξαίρεση σε αυτόν το κανόνα είναι η εμφάνιση ενός δεύτερου τόνου, στις περιπτώσεις που μετά από ένα ουσιαστικό, το οποίο τονίζεται στην προπαραλήγουσα, εμφανίζεται κτητική αντωνυμία. Σε αυτές τις περιπτώσεις εμφανίζεται κι ένας δεύτερος τόνος, τον οποίο ονομάζουμε κλητικό. Για παράδειγμα, αν εμφανιστεί κτητική αντωνυμία δίπλα στο ουσιαστικό ξάδελφος, όλο μαζί θα προφερθεί ως [oˌksaðelˈfozmu]. Μάλιστα, στην κοινή νέα ελληνική ο πιο ισχυρός τόνος (ή αλλιώς ο πρωτεύων) είναι αυτός που εμφανίζεται πριν από την κτητική αντωνυμία, ενώ ο τόνος της λέξης ξάδερφος προφέρεται με λιγότερη έμφαση (δηλ. γίνεται ο δευτερεύων τόνος). Το ίδιο φαινόμενο εμφανίζεται και όταν έχουμε ρήμα και ακολουθεί σύστοιχο αντικείμενο, και ο τόνος του ρήματος απέχει τέσσερεις συλλαβές από το τέλος του σύστοιχου αντικείμενου (π.χ. διάβασέτο ή δώσε τό μου). Σε αυτή την περίπτωση, ο πρωτεύων τόνος είναι ο λεξικός τόνος του ρήματος, και ο δευτερεύων τόνος είναι αυτός που εμφανίζεται πριν από το σύστοιχο αντικείμενο.