3. Ποια είναι τα γλωσσικά χαρακτηριστικά της συνομιλίας;

Η συνομιλία παρουσιάζει τα κύρια χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου στο διαλογικό πλαίσιο επικοινωνίας

 . Συνήθως οι ομιλητές είναι παρόντες στον ίδιο χώρο και χρόνο και αυτό καθορίζει τις γλωσσικές στρατηγικές που ακολουθούν και τη γλωσσική τους έκφραση. Για παράδειγμα, επειδή οι ομιλητές μοιράζονται το ίδιο περιβάλλον, δεν υπάρχει ανάγκη να είναι αναλυτικοί όσον αφορά τα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται, αλλά μπορούν να χρησιμοποιήσουν αντωνυμίες για να αναφερθούν σε αυτά ή να παραλείψουν πολλές πληροφορίες που εύκολα ανακαλούνται από το κοινό περιβάλλον της επικοινωνίας.
Καθώς η συνομιλία διεξάγεται σε πραγματικό χρόνο, οι ομιλητές δεν έχουν την ευχέρεια που θα τους επέτρεπε ένα προσχεδιασμένο κείμενο και έτσι παρατηρούνται στον λόγο τους παύσεις, διακοπές, δισταγμοί, επαναλήψεις, επανεκκινήσεις (προσπάθειες για επαναδιατύπωση), αυτοδιορθώσεις ή ετεροδιορθώσεις (ο ομιλητής διορθώνει μια προηγούμενη έκφρασή του ή τον διορθώνει ο συνομιλητής του) κ.λπ. Περιορίζονται επίσης σημαντικά οι πολύπλοκες δομές που απαντούν συνήθως στον γραπτό λόγο, ενώ προτιμώνται δομές που γίνονται ευκολότερα κατανοητές στους συνομιλητές.
 
Λόγω του κοινού πλαισίου επικοινωνίας, αποφεύγονται συνήθως οι εξειδικευμένες ή πολύπλοκες πληροφορίες και χρησιμοποιείται ασάφεια, μετριασμός και σταδιακή παροχή των πληροφοριών σε μικρές «δόσεις» αντί της χρήσης συμπυκνωμένων ονοματικών ή άλλων φράσεων. Για τον λόγο αυτό οι ομιλητές προσφεύγουν συχνά στην επανάληψη και σε στερεοτυπικές φράσεις που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες (π.χ. ρε παιδί μου, να σου πω, ξέρω ‘γώ, να πούμε, άκου να δεις). Συχνές είναι επίσης οι καθημερινές και λιγότερο εξεζητημένες εκφράσεις.
Ειδικότερα για τα διαμεσολαβημένα κειμενικά είδη συνομιλίας, όσα δηλαδή χρησιμοποιούν ένα μέσο όπως το τηλέφωνο, το διαδίκτυο κλπ. για την αλληλεπίδραση των συμμετεχόντων, οι ιδιαίτερες συνθήκες επικοινωνίας καθορίζουν τη γλωσσική τους μορφή. Έτσι λ.χ. σε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη είναι απαραίτητο να προηγηθεί μια στιχομυθία μέσω της οποίας οι ομιλητές δηλώνουν την ταυτότητά τους και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, αλληλοχαιρετιούνται και ανταλλάσσουν κοινωνικού τύπου ερωτήσεις (π.χ. — Τι κάνεις; — Καλά). Στη συγχρονική ή ασύγχρονη ηλεκτρονική συνομιλία (π.χ. e-chat, μηνύματα σε αυτόματο τηλεφωνητή) υπάρχουν καθιερωμένες συμβάσεις για τις λειτουργίες αυτές.
 

4. Πώς οργανώνεται μια συνομιλία;
Όπως τονίστηκε πιο πάνω, κάθε είδους συνομιλία είναι οργανωμένη: οι ομιλητές δεν ανταλλάσσουν γλωσσικές εκφράσεις στην τύχη, ούτε ασύνδετα και χωρίς σειρά.

Βασική μονάδα οργάνωσης της συνομιλίας είναι τα διαλογικά

γειτνιαστικά) ζεύγη, που αποτελούνται από δύο μέλη
 : το πρώτο μέλος του ζεύγους μπορεί να είναι μια ερώτηση, μια πρόσκληση ή προσφορά, ένα παράπονο, μια φιλοφρόνηση κλπ., τα οποία συνοδεύονται συνήθως από το αντίστοιχο δεύτερο μέλος του ζεύγους, δηλαδή μια απάντηση, μια αποδοχή ή απόρριψη, μια άρνηση, μια απόκριση κλπ. αντίστοιχα. Κάθε μέλος του διαλογικού ζεύγους προσφέρεται από έναν διαφορετικό ομιλητή και με αυτό τον τρόπο μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια της συζήτησης: λ.χ. αν ένας ομιλητής προσφέρει σε κάποιον κάτι, αναμένουμε ότι ο συνομιλητής του θα απαντήσει, είτε με το να το αποδεχθεί και να ευχαριστήσει, είτε με το να το αρνηθεί και να δικαιολογήσει την άρνησή του π.χ.:
            Α: Πάμε το βράδυ σινεμά;
            Β: Δεν μπορώ, έχω διάβασμα.
Μερικές φορές και κυρίως σε μη συμμετρικές συνομιλίες μπορεί να υπάρξει και ένα τρίτο μέλος του ζεύγους, που δηλώνει την αξιολόγηση του δεύτερου μέλους π.χ.
            Α: Ποια είναι η πρωτεύουσα της Φιλανδίας;
            Β: το Ελσίνκι
            Γ: Σωστό, μπράβο.
Η οργάνωση της συνομιλίας είναι φανερή και στο σύστημα εναλλαγής της σειράς των ομιλητών: στη συνομιλία οι ρόλοι του ομιλητή και ακροατή εναλλάσσονται συνεχώς και αυτό συμβαίνει με ομαλό τρόπο, δηλαδή συνήθως με λίγες διακοπές, χάσματα ή επικαλύψεις (ταυτόχρονη ομιλία). Ο εκάστοτε ομιλητής μπορεί να διαλέξει τον επόμενο, με το να του απευθυνθεί με το όνομά του ή χρησιμοποιώντας ένα διαλογικό ζεύγος:
Α: Εσύ δεν θα κάνεις καμιά βόλτα το καλοκαίρι;
Β: Δεν ξέρω ακόμα.
Οι εκάστοτε ομιλητές συνήθως χρησιμοποιούν μια σειρά από ενδείξεις για να επισημάνουν στους συνομιλητές τους ότι ολοκληρώνουν τον λόγο τους και επομένως αφήνουν τη σειρά σε κάποιον άλλο. Οι ενδείξεις αυτές περιλαμβάνουν τη μελωδία της φωνής και τις παύσεις, παραγλωσσικά στοιχεία όπως χειρονομίες, κίνηση του σώματος, βλέμμα κ.ά., στερεότυπες εκφράσεις (π.χ. αυτά::, τίποτ’ άλλο), ολοκλήρωση μιας γραμματικής φράσης κλπ. Οι ακροατές είναι ευαίσθητοι σε αυτές τις ενδείξεις και αυτό φαίνεται στο ότι μπορούν εύκολα να προβλέψουν την ολοκλήρωση της συνεισφοράς, σπεύδοντας να συμπληρώσουν τον λόγο του ομιλητή:
            Α: Στο χωριό αυτοί έχουνε να πατήσουνε::
            Β: [χρόνια
            Γ: [καιρό.
(Σημειώνεται με :: το σημείο στο οποίο η ομιλήτρια Α τραβά τη φωνή της και με [ το σημείο στο οποίο οι ομιλητές Β και Γ μιλούν ταυτόχρονα).
 
Πολλές φορές η οργάνωση της σειράς των ομιλητών αλλά και γενικότερα της συνομιλίας στηρίζεται στους λεγόμενους δείκτες λόγου, δηλαδή μικρές λέξεις ή φράσεις, όπως λοιπόν, τελοσπάντων, να πω κάτι, μια στιγμή, που δηλώνουν με συμπυκνωμένο τρόπο ότι ο ομιλητής συνεχίζει, επιστρέφει σε προηγούμενο θέμα, θέλει να παρέμβει στη συζήτηση κλπ. Τέτοια στοιχεία χρησιμοποιούνται επίσης για να δείξουν ότι ο ακροατής παρακολουθεί τον ομιλητή (π.χ. μ::, ναι, αχά) ή ότι ο ομιλητής ελέγχει αν τον παρακολουθεί ή συμφωνεί ο ακροατής (π.χ. έτσι δεν είναι;, ε;). Επιπλέον, σημαντικές είναι στη συνομιλία στερεότυπες εκφράσεις ή ρουτίνες (π.χ. καλημέρα, παρακαλώ, καλοφάγωτο, μια χαρά, μη μου λες!), που δείχνουν τα συναισθήματα και τη στάση των ομιλητών ή εκφράζουν ευγένεια.