3. Πώς γίνεται δραματοποίηση;

Όσον αφορά τη μετατροπή ενός κειμένου σε διαλογική αναπαράσταση, είναι σημαντικό να είμαστε εξοικειωμένοι με τον επικοινωνιακό στόχο, τις γλωσσικές στρατηγικές και τα χαρακτηριστικά, καθώς και την κειμενική οργάνωση, του συνομιλιακού είδους που επιδιώκουμε να αναπαραστήσουμε. Έτσι, για παράδειγμα, αν επιδιώκουμε να αναπαραστήσουμε μια αυθόρμητη, καθημερινή συνομιλία, θα πρέπει να δώσουμε έμφαση στις διαπροσωπικές, κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ομιλητών που υποδυόμαστε και να χρησιμοποιούμε γλωσσικές στρατηγικές όπως η έλλειψη, η ασάφεια, ο μετριασμός κλπ., που προσδίδουν φυσικότητα στον διάλογο. Αντίθετα, στην αναπαράσταση μιας συνέντευξης είναι ιδιαίτερα σημαντικά το προκαθορισμένο πλαίσιο και οι ρόλοι, η διαφορά μεταξύ των συμμετεχόντων, η εκμαίευση πληροφοριών κλπ.
 
Σε κάθε περίπτωση

η δραματική αναπαράσταση μιας συνομιλίας προϋποθέτει έναν βαθμό αφαίρεσης

 : δεν αναπαριστώνται, για παράδειγμα, συνήθως οι παύσεις, οι διακοπές, η ταυτόχρονη ομιλία κλπ., που αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του αυθόρμητου προφορικού λόγου. Όταν περνάμε από τον αυθεντικό διάλογο στην αναπαράστασή του, μεταβάλλονται δραστικά τα στοιχεία της αλληλεπίδρασης (συμμετέχοντες, χώρος, χρόνος) και κυρίως ο επικοινωνιακός στόχος. Στη δραματοποίηση μεσολαβεί πάντοτε μια αφηγηματική φωνή και εστίαση: δεν έχουμε να κάνουμε με τις ίδιες τις πράξεις, αλλά με την αναπαράστασή τους σύμφωνα με τους στόχους αυτού που δραματοποιεί το κείμενο.