3. Πότε καταλαβαίνουμε ότι μια γλώσσα κινδυνεύει ή δεν κινδυνεύει να εξαφανιστεί;
Οι κοινωνικές συνθήκες στις οποίες χρησιμοποιείται μια
γλώσσα παίζουν σημαντικό ρόλο για το αν αυτή κάποια στιγμή θα κινδυνεύσει να πεθάνει ή κινδυνεύει ήδη. Συγκεκριμένα: - Αν οι γλώσσες δεν μεταδίδονται από τους γονείς στα παιδιά και δεν εντάσσονται στο σχολικό πρόγραμμα, τότε περιορίζονται πολύ οι περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιούνται και είναι πιθανό να κινδυνεύσουν με εξαφάνιση.
- Αν οι γλώσσες δεν είναι απαραίτητες για την οικονομική επιβίωση και πρόοδο (π.χ. επαγγελματική απασχόληση, καλύτερες απολαβές) ή δεν εξασφαλίζουν την κοινωνική ευημερία (π.χ. ικανοποιητικές συνθήκες ζωής, πρόσβαση σε περίθαλψη) στους/στις ομιλητές/τριές τους, τότε αυτοί/ές δεν έχουν σημαντικό κίνητρο να τις χρησιμοποιήσουν, να τις καλλιεργήσουν και έτσι να τις διατηρήσουν.
- Σε αυτές τις περιπτώσεις, παρατηρείται αρνητική αξιολόγηση των γλωσσών αυτών και υποτιμητικές στάσεις ακόμη και από τους/τις ίδιους/ες τους/τις ομιλητές/τριές τους: μεταξύ άλλων λένε ότι η γλώσσα αυτή είναι «ανεπαρκής», «φτωχή», «κατώτερη», οπότε καταλήγουν να αποφεύγουν να τη χρησιμοποιήσουν.
- Θεωρώντας τη γλώσσα τους «ανεπαρκή», δεν ενδιαφέρονται ούτε να την εμπλουτίσουν ούτε να τη μιλήσουν «σωστά» ούτε να αυξήσουν τα περικείμενα στα οποία τη χρησιμοποιούν.
Αντίθετα, μια γλώσσα κάθε άλλο παρά κινδυνεύει να πεθάνει
- όταν οι ομιλητές/τριές της δείχνουν ενδιαφέρον για τον εμπλουτισμό και τη διάδοσή της, την αξιολογούν θετικά και τη χρησιμοποιούν σε πολλές περιστάσεις, όχι μόνο της ιδιωτικής τους ζωής, αλλά και της δημόσιας (π.χ. εργασία, ΜΜΕ, δημόσιες υπηρεσίες, πολιτικές διαδικασίες).
- όταν η χρήση της εξασφαλίζει στους/στις ομιλητές/τριές της επαγγελματική αποκατάσταση και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
- όταν διδάσκεται στην εκπαίδευση: με αυτόν τον τρόπο η χρήση της ενδυναμώνεται και αποτελεί εφόδιο για την μελλοντική εξέλιξη των μαθητών/τριών.
- όταν τη γλώσσα αυτή επιθυμούν να τη μάθουν ως δεύτερη ή ξένη φυσικοί/ές ομιλητές/τριες άλλων γλωσσών (π.χ. τουρίστες/τριες, μετανάστες/τριες, μέλη μειονοτικών ομάδων, επαγγελματίες από άλλες χώρες), θεωρώντας τη χρήσιμη για την καθημερινότητά τους και την επαγγελματική τους εξέλιξη.