3. Πώς μεταβάλλονται οι γλώσσες μέσα στο χρόνο;

 

Οι γλώσσες αλλάζουν σε όλα τα επίπεδα

, δηλαδή το φωνολογικό, το μορφολογικό, το συντακτικό, το σημασιολογικό, με άλλα λόγια, ως προς τους φθόγγους και την προφορά τους, ως προς τη γραμματική και ως προς τη σημασία των λέξεων [λέξη].  Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την ελληνική.
 
§     Φωνολογική αλλαγή
Δραστικές αλλαγές συμβαίνουν στην προφορά της ελληνικής μεταξύ των περιόδων της αρχαίας ελληνικής και της κοινής που επηρεάζουν όλο το σύστημα των φωνηέντων [σύμφωνο-φωνήεν] και των συμφώνων [σύμφωνο-φωνήεν]. Ένα μικρό κομμάτι των αλλαγών αυτών αφορά την αλλαγή των ηχηρών [ηχηρός φθόγγος] κλειστών [κλειστός φθόγγος] συμφώνων της αρχαίας ελληνικής β, δ, γ. Οι αρχαίοι έγραφαν τους φθόγγους αυτούς με τον ίδια γράμματα που έχουμε και σήμερα, αλλά τους πρόφεραν διαφορετικά: το β προφερόταν ως [b], το δ ως [d] και το γ ως [g]. Έτσι η λέξη βέλος, όπως είπαμε και πριν, προφερόταν [‘belos], η λέξη δόλος ως [‘dolos], κοκ. Τα β, δ, γ αρχίζουν να προφέρονται με τη σημερινή τους προφορά κατά την περίοδο της κοινής ή, σε μερικές διαλέκτους [διάλεκτος-ιδίωμα], και νωρίτερα.
 
Σημαντικό ρόλο στη γραμματική αλλαγή παίζει η αναλογία.

Αναλογία είναι ο μηχανισμός που προκαλεί την αλλαγή ή τον μετασχηματισμό ενός γλωσσικού στοιχείου υπό την επίδραση ενός άλλου με το οποίο έχει μια σχέση ομοιότητας ή αντίθεσης, π.χ. λέμε μιλάς αντί (του κληρονομημένου από τα αρχαία) μιλείς κατ’ αναλογία προς τον τύπο αγαπάς.

 Ένα απλό παράδειγμα γραμματικής αλλαγής που οφείλεται στην αναλογία και σε αναλογικούς σχηματισμούς (που χρονολογούνται από την εποχή της κοινής) είναι η απλοποίηση της κλίσης [κλίση] των θηλυκών ονομάτων. Ας παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα αυτή την αλλαγή:
 
Με το πέρασμα του χρόνου, οι λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους. Μπορεί να χάνουν εντελώς την αρχική σημασία, να προσθέτουν άλλες σημασίες στην αρχική ή να χάνουν κάποιες από τις παλιότερες σημασίες τους διατηρώντας άλλες. Το παιδεύω στα νέα ελληνικά σημαίνει, όπως ειπώθηκε παραπάνω, κατά κύριο λόγο ‘βασανίζω, ταλαιπωρώ’, ενώ στα αρχαία σήμαινε ‘εκπαιδεύω, ανατρέφω’ (σημασία που διασώζεται στο ουσιαστικό παίδευση). Το λοιπόν (ως συμπερασματικός σύνδεσμος ή συνδετικό επίρρημα [επιρρηματικά-επιρρήματα]) προέρχεται από το ουδέτερο του επιθέτου [επίθετο] λοιπός (-ή, -όν) = ‘υπόλοιπος’, πιθανότατα μέσα από απρόσωπες χρήσεις όπως Λοιπν ον στι τ προειρημνα συναγαγεν (Ισοκράτης, Φίλιππος 154). Το γράφω από την ομηρική σημασία ‘χαράζω ελαφρά, ξύνω’ εξελίσσεται σταδιακά στις σημερινές του σημασίες. Λίγες είναι οι λέξεις που αντιστέκονται στη σημασιολογική αλλαγή διατηρώντας τις σημασίες τους, όπως π.χ. η λέξη αλκή (άλκιμος κλπ.) που υπάρχει ακόμα με τη σημασία ‘σωματική δύναμη, ρώμη’.
 
Το παραπάνω παράδειγμα με το λοιπόν είναι ένα παράδειγμα που δείχνει ότι

η αλλαγή της σημασίας της λέξης δημιουργήθηκε μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται και από συντακτικές [σύνταξη] συνθήκες,

  συγκεκριμένα την ύπαρξη της απρόσωπης σύνταξης [απρόσωπα ρήματα]. Άλλο παράδειγμα είναι οι επιρρηματικές χρήσεις του (ό)που που δημιουργήθηκαν από τις αναφορικές του λειτουργίες μέσα από δυνάμει αμφίσημα [αμφισημία] παραδείγματα στη μεσαιωνική ελληνική όπως,
Πρώτο τον θεόν ευχαριστώ, δεύτερον εσάς ομοίως, όπου με εβοηθήσατε κ’ 
 ηπήρα το γονικό μου.                                   
Το Χρονικόν του Μορέως 3
 
Και εδώ η σημασία της αιτίας (‘αφού/επειδή’) του (ό)που δημιουργείται σε συγκεκριμένο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μια ειδική χρήση της αναφορικής πρότασης [πρόταση]: η αναφορική εδώ δεν προσδιορίζει ούτε αποσαφηνίζει κάποιον από τους όρους της κύριας πρότασης [κύρια πρόταση] (αφού ξέρουμε ήδη ποιους ευχαριστεί ο ομιλητής) αλλά προσθέτει μια επιπλέον πληροφορία, το ότι τον βοήθησαν (γι’ αυτό και στον προφορικό λόγο [προφορικός και γραπτός λόγος] μια τέτοια πρόταση θα είχε τον χαρακτηριστικό παρενθετικό επιτονισμό [επιτονισμός]). Αυτό ακριβώς το περιβάλλον διευκολύνει την ανάπτυξη της επιρρηματικής σημασίας.