2. Το εκφώνημα στη γλωσσολογία
γλωσσολογία το εκφώνημα θεωρείται μονάδα ανάλυσης της γλωσσικής σημασίας στο πλαίσιο της πραγματολογίας, δηλαδή της μελέτης των γλωσσικών εκφράσεων στα συμφραζόμενα της χρήσης τους (σε αντίθεση με την αφηρημένη γενική σημασία που έχουν οι λέξεις, όπως καταγράφονται σε ένα λεξικό). Στο παράδειγμα (6), η έκφραση τώωωρα δεν σημαίνει ‘αυτή τη στιγμή (που μιλάμε)’, όπως ορίζουν τα περισσότερα λεξικά, αλλά μάλλον δηλώνει ότι κάτι έχει συμβεί εδώ και πολύ καιρό: (6) Α: Τι έγινε, έδωσες για δίπλωμα οδήγησης;
Β: Τώωωρα…
Σε αυτή τη λογική, έχει προταθεί ένας φαινομενικά χρήσιμος ορισμός:
Εκφώνημα είναι ο συνδυασμός μιας πρότασης με ένα συμφραζόμενο (= μια περίσταση χρήσης, ένα επικοινωνιακό γεγονός).
Όμως, όπως είδαμε, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: από τα παραπάνω παραδείγματα, μόνο το (4) αντιστοιχεί σε πρόταση. Η σχέση πρότασης και εκφωνήματος είναι περίπλοκη και η αντιστοιχία μεταξύ τους δεν είναι ένα-προς-ένα. Οι άνθρωποι επικοινωνούν γλωσσικά χρησιμοποιώντας εκφωνήματα και όχι προτάσεις. Συνεπώς, μπορούμε να αναδιατυπώσουμε τον ορισμό ως εξής: Εκφώνημα είναι ο συνδυασμός μιας γλωσσικής έκφρασης και μιας περίστασης επικοινωνίας.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι εκφωνήματα αφορούν κυρίως τη γλωσσική μας παραγωγή, τη γλωσσική χρήση όπως λέγεται. Όμως, ο αυστηρά προσωπικός αλλά και εφήμερος χαρακτήρας των εκφωνημάτων ήταν ο λόγος που στο παρελθόν οι γλωσσολόγοι παραμέλησαν τη μελέτη τους. Η πραγματολογία έδωσε μεγάλη σημασία στο εκφώνημα, το οποίο δεν δίνει αποκλειστικά γλωσσικές πληροφορίες αλλά και εξωγλωσσικές (π.χ. στοιχεία της ταυτότητας των συνομιλητών, της μεταξύ τους σχέσης και της περίστασης). Η εξέταση των εκφωνημάτων άνοιξε τον δρόμο για μια συνολικότερη μελέτη της λειτουργίας της γλώσσας, διότι τα εκφωνήματα συνδέονται στενά με όλα αυτά που κάνουμε με τη γλώσσα, δηλαδή τις γλωσσικές πράξεις [γλωσσική πράξη]. Έτσι, με το (1) εκφράζουμε αμφιβολία, με το (2) χαιρετάμε, με το (3) κάνουμε μια δήλωση και με το (4) συστηνόμαστε στους άλλους.