2. Είναι όλοι οι φθόγγοι φωνήματα;

Αυτή τη λειτουργία, να δημιουργούν διαφορετικές λέξεις, να αλλάζουν σημασίες, δεν την έχουν όλοι οι φθόγγοι μιας γλώσσας.

Υπάρχουν κάποιοι φθόγγοι οι οποίοι μπορούν να βρεθούν στο ίδιο ηχητικό περιβάλλον και να μην δημιουργήσουν διαφορετικές λέξεις

 . Για παράδειγμα, ο ρινικός φατνιακός φθόγγος [n] και ο ρινικός ουρανικός φθόγγος [ɲ] με τους οποίους αρχίζουν οι λέξεις νερό και νιότη αντίστοιχα, αν βρεθούν στο ηχητικό περιβάλλον -ικι [-ici], το αποτέλεσμα (δηλ. [ˈnici] και [ˈɲici] νίκη) είναι δύο εκδοχές της ίδιας λέξης, δύο διαφορετικές προφορές της ίδιας λέξης: η πρώτη όπως θα περιμέναμε να την ακούσουμε από έναν ομιλητή της κοινής νέας ελληνικής, και η δεύτερη όπως θα την έλεγε ένας ομιλητής της πατρινής διαλέκτου.

Όταν δύο διαφορετικοί φθόγγοι βρεθούν στο ίδιο ηχητικό περιβάλλον και δεν δημιουργούν διαφορετικές λέξεις, τότε αυτοί οι δύο φθόγγοι λέμε ότι είναι δύο ποικιλίες, δύο πραγματώσεις του ίδιου φωνήματος.

 
 
Υπάρχει και μία τρίτη περίπτωση. Υπάρχουν κάποιοι φθόγγοι, όπως ο υπερωικός φθόγγος [k] της κοινής νέας ελληνικής, που ενώ εμφανίζεται πριν από πολλούς άλλους φθόγγους, όπως πριν από όλα τα σύμφωνα, καθώς και πριν από τα [a], [o] και [u] (π.χ. καλός, κούκος, κτήμα), δεν εμφανίζονται πριν από τα φωνήεντα [i] και [e]. Σε αυτό το συγκεκριμένο περιβάλλον, αντί για τον υπερωικό φθόγγο [k], εμφανίζεται ο ουρανικός φθόγγος [c] (π.χ. κερί, κήπος). Από όσα είπαμε παραπάνω, καταλαβαίνουμε ότι οι φθόγγοι [k] και [c], δεν μπορούν να εμφανιστούν στο ίδιο περιβάλλον. Ίσα-ίσα, στο περιβάλλον που δεν μπορεί να εμφανιστεί ο ένας, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο [k], εμφανίζεται ο άλλος, δηλ. ο [c].  Όταν δύο φθόγγοι έχουν τέτοια σχέση μεταξύ τους, λέμε ότι βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή

. Φθόγγοι που βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή, είναι και αυτοί διαφορετικές εκδοχές, ή πραγματώσεις του ίδιου φωνήματος, και ονομάζονται αλλόφωνα του φωνήματος.

 
 

Οι φθόγγοι όμως που βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή είναι διαφορετικοί από τους προηγούμενους φθόγγους [

n] και [ɲ]. Η διαφορά τους είναι ότι για τα αλλόφωνα, το φωνητικό περιβάλλον είναι αυτό που καθορίζει ποιος ήχος θα εμφανιστεί.  Η αιτία δηλαδή που είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση της μίας ή της άλλης πραγμάτωσης του φωνήματος είναι το φωνητικό περιβάλλον του φωνήματος.

Στην περίπτωση όμως των [

n] και [ɲ], το φωνητικό περιβάλλον δεν παίζει κανένα ρόλο για το αν θα εμφανιστεί η μία ή η άλλη μορφή του φωνήματος, και γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται ελεύθερες ποικιλίες του φωνήματος.  Έρευνες έδειξαν ότι οι ελεύθερες ποικιλίες ενός φωνήματος δεν εμφανίζονται στην τύχη, αλλά ότι χρησιμοποιούνται για να εκφράσει ο ομιλητής διάφορες κοινωνικές ταυτότητες που είναι σημαντικές γι’ αυτόν και την κοινότητά του, όπως για παράδειγμα ο τόπος καταγωγής του (όπως συμβαίνει με την περίπτωση των [n] και [ɲ]).