2. Ποια είναι η σχέση της νόρμας με τις άλλες γλωσσικές ποικιλίες;

Η σύγχρονη γλωσσολογία (και κυρίως η κοινωνιογλωσσολογία) αναγνωρίζει ότι οι γλώσσες χαρακτηρίζονται από ποικιλότητα. Έτσι, μιλώντας για την «ελληνική γλώσσα», ουσιαστικά μιλάμε για ένα σύνολο γλωσσικών ποικιλιών (που έχουν πολλές ομοιότητες αλλά και πολλές διαφορές μεταξύ τους).
Όμως, ενώ όταν λέμε μιλάω ελληνικά εννοούμε ότι μιλάμε μία γλωσσική ποικιλία που αναγνωρίζεται ως ελληνική (π.χ. ελληνικά της Θεσσαλονίκης, της Καλαμάτας, της Αθήνας, της Λέσβου κλπ.),

όταν λέμε η ελληνική γλώσσα ή τα ελληνικά συχνά αναφερόμαστε στην πρότυπη ελληνική που είναι επίσημη γλώσσα του κράτους και διδάσκεται στο σχολείο – στη νόρμα

 . Δηλαδή, αναφερόμαστε στην πιο χαρακτηριστική, ενωτική και αντιπροσωπευτική ποικιλία της ελληνικής (όπως φαίνεται και από την ονομασία «κοινή νεοελληνική»). Συνεπώς, μιλώντας για «τα ελληνικά» απλοποιούμε μια κατάσταση που δεν είναι καθόλου απλή και ταυτίζουμε «τα ελληνικά» με τη νόρμα.
Όταν μιλάμε για νόρμα ή/και για πρότυπη γλώσσα, μιλάμε για κανόνες και πρότυπα προς μίμηση. Μόνο που η έννοια του προτύπου υπαινίσσεται ότι υπάρχει «σωστό» και «λάθος», ότι κάτι είναι καλύτερο από κάτι άλλο.

Είναι, άραγε, η γλωσσική ποικιλία που ρυθμίζεται ως νόρμα μια καλύτερη ή σωστότερη γλωσσική ποικιλία; Η απάντηση είναι όχι. Από γλωσσολογική (επιστημονική) σκοπιά, δεν υπάρχουν καλύτερες/σωστότερες γλωσσικές ποικιλίες

 . Από την άλλη όμως, δεν είναι τυχαίο ότι κάποια ποικιλία επιλέγεται ως βάση για την πρότυπη γλώσσα και όχι κάποια άλλη.

Οι λόγοι αυτής της επιλογής δεν είναι γλωσσικοί αλλά ιστορικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί κλπ.

 Συνήθως η νόρμα είναι μια γλωσσική ποικιλία που έχει κύρος ακριβώς επειδή οι φορείς της (ομιλητές/τριές της) έχουν μεγάλη κοινωνική και οικονομική ισχύ. Στην Ελλάδα, η πελοποννησιακή διάλεκτος αποτέλεσε τη βάση της κοινής νεοελληνικής, και η αιτία γι’ αυτό μπορεί να αναζητηθεί στον ρόλο αυτής της περιοχής στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα (όπως η διάλεκτος της Τοσκάνης αποτέλεσε τη νόρμα για τη σύγχρονη κοινή ιταλική). Ασφαλώς, στη συνέχεια, η τυποποίηση μιας γλωσσικής ποικιλίας, η ταύτισή της με τη νόρμα και η χρήση της στην εκπαίδευση και στον δημόσιο λόγο την καθιερώνει και της προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο κύρος.
 
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η σχέση της νόρμας με τις άλλες γλωσσικές ποικιλίες είναι άνιση. Μάλιστα, έχουμε την τάση να χρησιμοποιούμε (λανθασμένα) τη λέξη γλώσσα όταν αναφερόμαστε στη νόρμα και τη λέξη διάλεκτο ή ιδίωμα όταν αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε άλλη γλωσσική ποικιλία. Έχουμε την τάση να ταυτίζουμε (λανθασμένα) τη γλώσσα με τη νόρμα – με τη ρυθμισμένη, πρότυπη μορφή της. Αυτό έχει ως συνέπεια να αναγνωρίζουμε ως «γλώσσα» μόνο μία ποικιλία και να στιγματίζουμε (λιγότερο ή περισσότερο) τις άλλες ως «διαλέκτους». Ωστόσο, όλοι/όλες μας μιλάμε αναγκαστικά μια «διάλεκτο» και μια γλώσσα είναι απλά «μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό», δηλαδή με μεγάλη ισχύ. Είναι διαφορετικό ζήτημα αν αυτή έχει θετική κοινωνική αξιολόγηση (κύρος) ή όχι  (βλ. και γλωσσικές στάσεις). Δηλαδή, για τη γλωσσολογία

και η γλωσσική ποικιλία που ταυτίζεται με τη νόρμα είναι μια διάλεκτος – μια πολύ ισχυρή διάλεκτος βάσει της οποίας αξιολογούνται οι υπόλοιπες.