2. Παραδείγματα

Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής ποικιλίας είναι η λεγόμενη

γλώσσα των νέων. Ο όρος, σύμφωνα με τους μελετητές, δηλώνει το σύνολο των φαινομένων που χαρακτηρίζουν τη γλωσσική επικοινωνία των νέων στο πλαίσιο της «παρέας», το δίκτυο συνομηλίκων ατόμων που αποτελεί την κοινωνική της βάση . Όπως και σε άλλες κοινωνιολέκτους, η πιο έντονη διαφοροποίηση παρατηρείται στο χώρο του λεξιλογίου, χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτό. Μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα εξής:
1.      το λεξιλόγιο περιλαμβάνει εκφράσεις που δεν έχουν αντίστοιχο στην κοινή γλώσσα και αντανακλούν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των νέων αλλά και μεγάλη ποικιλία εκφράσεων που δηλώνουν τη στάση προς κάτι/κάποιον – συχνά εκφραστικές ή συγκινησιακές/βιωματικές πληροφορίες π.χ., αξιολογήσεις, έκφραση ενθουσιασμού, απογοήτευσης ή θυμού, ειρωνεία, κλπ. π.χ. ξεσαλώνω, τζάμι, σπάζομαι, φλώρος, τα πήρα στην κράνα κλπ.
2.      στερεότυπες εκφράσεις κυρίως για χαιρετισμούς και προσφωνήσεις (π.χ. μεγάλε, δικέ μου, τσα γεια) αλλά και άλλες πλευρές της οργάνωσης του λόγου, όπως η έκφραση συμφωνίας (μέσα είσαι!) και διαφωνίας (ούτε με σφαίρες!). 3.      παραγωγικά συντακτικά σχήματα, π.χ. και γαμώ + ονοματική φράση = ‘πολύ καλό’, π.χ. και γαμώ τα παιδιά, και γαμώ τις φάσεις, κλπ. 4.      μια συνολικότερη τάση για τη χρήση μη πρότυπων τύπων ή και στιγματισμένων τύπων που έχει ερμηνευτεί ως μορφή αντίστασης στις αξίες του σχολείου (βλ. και νόρμα) αλλά και των ενηλίκων/μεγαλυτέρων.
 
Ιδιαίτερα για τα ελληνικά, γίνεται συχνά αναφορά στα καλιαρντά (η εμφάνιση των οποίων τοποθετείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα), την κοινωνιόλεκτο των ομοφυλοφίλων της «πιάτσας» που επιτελούσε κατεξοχήν κρυπτική, συνθηματική λειτουργία και λειτουργούσε ως αντιγλώσσα. Και σε αυτή την περίπτωση, το λεξιλόγιο αποτελεί βασικό στοιχείο διαφοροποίησης, π.χ. αβέλω ‘θέλω’, τζάζω ‘διώχνω’, μούτζα ‘γυναίκα’, λατσός ‘ωραίος’, μπερντές ‘χρήματα’, γαργαρότεκνο ‘ναύτης’, κλπ. Παρατηρήστε ότι με τον καιρό κάποιες από αυτές τις εκφράσεις πέρασαν σε ευρύτερη κυκλοφορία, όπως συμβαίνει συχνά με τις συνθηματικές γλώσσες όταν παύουν να επιτελούν κυρίως κρυπτική λειτουργία. Ανάλογα, εκφράσεις της γλώσσας των νέων μπορούν να περάσουν σταδιακά στην κοινή καθομιλούμενη γλώσσα (π.χ. και γαμώ, τα παίρνω στο κρανίο).
 
Ωστόσο, το λεξιλόγιο δεν είναι το μόνο επίπεδο στο οποίο διαφοροποιούνται οι κοινωνιόλεκτοι. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η έρευνα του Labov για τα αγγλικά των Αφροαμερικανών στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ο Labov παρατηρεί ότι σε αυτήν την ποικιλία, εκτός του λεξιλογίου, είναι έντονη η διαφοροποίηση από την κοινή αμερικανική αγγλική και στο επίπεδο των φθόγγων (δηλ. της φωνητικής και της φωνολογίας), των καταλήξεων (δηλ. της μορφολογίας), αλλά και της σύνταξης. Για παράδειγμα, ως προς τους φθόγγους υπάρχει γενικά αντικατάσταση του /δ/ σε /d/ στην αρχή των λέξεων (π.χ. στη λέξη the) και απλοποίηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων (π.χ. /s/ αντί για /st/ στη λέξη last). Ως προς τη μορφολογία, συχνά ο ενεστώτας και ο αόριστος των ομαλών ρημάτων δεν διακρίνεται (δηλ. ο αόριστος δεν παίρνει την κατάληξη -ed σε ρήματα όπως walk/walked). Ως προς τη σύνταξη, παρατηρείται το φαινόμενο της διπλής ή πολλαπλής άρνησης (π.χ. I aint got nothing no more αντί για το πρότυπο I havent got anything anymore ‘δεν έχω τίποτε πλέον’), ενώ ο τύπος be χρησιμοποιείται για να δηλώσει διάρκεια ή συνήθεια (π.χ. food be good at that place ‘το φαγητό είναι πάντα καλό εκεί’). Επιπλέον υπάρχουν τρόποι έκφρασης, αφήγησης και οργάνωσης του λόγου που είναι χαρακτηριστικοί αυτής της κοινωνιολέκτου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εκτεταμένες αυτές διαφορές από την κοινή αμερικανική αγγλική προκάλεσαν έντονη συζήτηση για το στάτους αυτής της ποικιλίας (αλλά και την εκπαίδευση των μαθητών που την μιλούν ως πρώτη γλώσσα), γεγονός που είχε ως συνέπεια να της δοθεί το όνομα ebonics (πρβ. ebony ‘έβενος’ [=πολύτιμο μαύρο ξύλο] και phonics ‘φωνή, φωνητικοί φθόγγοι’ [=κατ’ επέκταση γλώσσα]) που τη διαφοροποιεί ακόμη και ονομαστικά από την αγγλική.