Το λεξιλόγιο μιας γλώσσας περιέχει κατά κύριο λόγο λέξεις που η γλώσσα έχει κληρονομήσει από παλιότερες μορφές της (σε προηγούμενες περιόδους της ιστορίας της). Για παράδειγμα οι λέξεις έγερση και δίνω προέρχονται αντίστοιχα από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ἔγερσις(< ἐγείρω) και δίδωμικαι έχουν απλά ενταχθεί στον τρόπο κλίσης των θηλυκών ουσιαστικών και των ρημάτων της α’ συζυγίας της νεοελληνικής έχοντας παράλληλα υποστεί τις αλλαγές στην προφορά που χαρακτηρίζουν το πέρασμα από την αρχαία στη νέα γλώσσα.
Τέτοιες λέξεις τις ονομάζουμε κληρονομημένες, αφού η νέα ελληνική τις κληρονόμησε από την αρχαία
. Με άλλα λόγια, η παρουσία τους στη γλώσσα μας ήταν συνεχής αφού έφτασαν στη νέα ελληνική περνώντας από τη μια στην άλλη γενιά
Από την άλλη πλευρά, οι δάνειες λέξεις έρχονται σε μια γλώσσα από μια άλλη γλώσσα (ή διάλεκτο) μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή
. Δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη στιγμή αυτή, ιδιαίτερα για τις παλιότερες περιόδους της γλώσσας. Ακόμα κι όταν αναγνωρίζουμε μια λέξη ως δάνεια μέσα σε ένα παλιότερο γραπτό κείμενο (π.χ. η λέξη βηρύλλιον ‘πολύτιμος λίθος’ είναι πιθανά ινδικής προέλευσης), οι ασαφείς μαρτυρίες δεν επιτρέπουν πάντα να ξέρουμε πότε ακριβώς πέρασε στο λεξιλόγιο της γλώσσας υποδοχής. Όταν βέβαια πρόκειται για πρόσφατα δάνεια μεταξύ κοινά ομιλούμενων γλωσσών (όπως οι ευρωπαϊκές) είναι πολύ ευκολότερο να ξέρουμε το χρονικό πλαίσιο.
Τα πιο συχνά λεξιλογικά δάνεια ανήκουν καταρχάς στην κατηγορία των ονομάτων (ουσιαστικά και επίθετα), μετά στα ρήματα και τελευταία και (πολύ σπάνια) στις λεγόμενες γραμματικές λέξεις (σύνδεσμοι, προθέσεις, αντωνυμίες, άρθρα). Η δυσκολία δανεισμού λέξεων στην τελευταία κατηγορία συνδέεται με τη γενική δυσκολία που εμφανίζει η κατηγορία αυτή στο να δέχεται νέα μέλη.