2. Πού οφείλεται η γλωσσική ανισότητα;

Τέτοιου είδους αξιολογήσεις συνοδεύουν όλους τους τύπους μιας γλώσσας και συνδέονται άμεσα με τα χαρακτηριστικά των ομιλητών/τριών που (νομίζουμε ότι) τους χρησιμοποιούν περισσότερο. Δηλαδή

·         η φράση ξέρω πώς να κάνω κάτι αξιολογείται ως πιο «ουδέτερη» όχι επειδή περιέχει λέξεις που η μορφή ή οι σημασίες τους δεν είναι φορτισμένες θετικά ή αρνητικά, αλλά επειδή χρησιμοποιείται από μια αρκετά ευρεία ομάδα ομιλητών/τριών,

·         το το ’χω (προς το παρόν τουλάχιστον) συνδέεται κατεξοχήν με τους/τις νέους/ες και με ανεπίσημες περιστάσεις. Ούτε αυτό περιέχει θετικά ή αρνητικά φορτισμένο λεξιλόγιο, αλλά θεωρείται πιο ανεπίσημο και θα αξιολογούνταν μάλλον αρνητικά (π.χ. ως «ακατάλληλο», «αγενές», «απρεπές») αν εμφανιζόταν σε επίσημα κείμενα (π.χ. σε μια επίσημη επιστολή, σε διάλογο των νέων με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και ανώτερους στην ιεραρχία).

 

Η διαφορετική αξιολόγηση των τύπων αυτών δεν οφείλεται στα ίδια τα γλωσσικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται κάθε φορά

, αλλά στις κοινωνικές ομάδες που τα χρησιμοποιούν συνήθως . Σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, οι νέοι/ες δεν τοποθετούνται ψηλά στην ιεραρχική κλίμακα, άρα και οι γλωσσικές τους χρήσεις και προτιμήσεις, όπως είναι και η γλώσσα των νέων, αντιμετωπίζονται συχνά ως «κατώτερες» και «όχι κανονικές».

Άρα:

·         Η γλωσσική ανισότητα δεν προκύπτει από τα ίδια τα γλωσσικά στοιχεία

, τη μορφή και τη σημασία τους, αλλά από αυτούς/ές που θεωρούνται βασικοί/ές χρήστες/τριές τους.  Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις γλωσσικές στάσεις που αποτελούν και αυτές έναν τρόπο έκφρασης της γλωσσική ανισότητας.