Τέτοιου είδους αξιολογήσεις συνοδεύουν όλους τους τύπους μιας γλώσσας και συνδέονται άμεσα με τα χαρακτηριστικά των ομιλητών/τριών που (νομίζουμε ότι) τους χρησιμοποιούν περισσότερο. Δηλαδή
· η φράση ξέρω πώς να κάνω κάτι αξιολογείται ως πιο «ουδέτερη» όχι επειδή περιέχει λέξεις που η μορφή ή οι σημασίες τους δεν είναι φορτισμένες θετικά ή αρνητικά, αλλά επειδή χρησιμοποιείται από μια αρκετά ευρεία ομάδα ομιλητών/τριών,
· το το ’χω (προς το παρόν τουλάχιστον) συνδέεται κατεξοχήν με τους/τις νέους/ες και με ανεπίσημες περιστάσεις. Ούτε αυτό περιέχει θετικά ή αρνητικά φορτισμένο λεξιλόγιο, αλλά θεωρείται πιο ανεπίσημο και θα αξιολογούνταν μάλλον αρνητικά (π.χ. ως «ακατάλληλο», «αγενές», «απρεπές») αν εμφανιζόταν σε επίσημα κείμενα (π.χ. σε μια επίσημη επιστολή, σε διάλογο των νέων με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και ανώτερους στην ιεραρχία).
Η διαφορετική αξιολόγηση των τύπων αυτών δεν οφείλεται στα ίδια τα γλωσσικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται κάθε φορά
Άρα:
· Η γλωσσική ανισότητα δεν προκύπτει από τα ίδια τα γλωσσικά στοιχεία