1. Η σειρά των λέξεων και η σειρά των όρων της πρότασης

                Το παιδί είδε τον ελέφαντα.
                Το παιδί τον ελέφαντα είδε.
                Τον ελέφαντα είδε το παιδί.
                Τον ελέφαντα το παιδί είδε.
                Είδε τον ελέφαντα το παιδί.
                Είδε το παιδί τον ελέφαντα.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις είναι σχηματισμένες σωστά σύμφωνα με τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής και σημαίνουν λίγο πολύ το ίδιο πράγμα. Με βάση αυτές τις έξι προτάσεις μπορούμε να πούμε ότι οι κανόνες που αφορούν τη σειρά των λέξεων μέσα σε μια πρόταση στα ελληνικά δεν είναι πολύ αυστηροί (ενώ π.χ. σε γλώσσες όπως η αγγλική είναι πολύ αυστηρότεροι: η πρόταση The boy saw the elephant σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από την πρόταση The elephant saw the boy – και επιπλέον δεν επιτρέπεται να σχηματιστούν προτάσεις με το ρήμα ως πρώτη λέξη, π.χ. *Saw the boy the elephant).
 

Η σχετική ελευθερία της ελληνικής δεν βρίσκεται στο επίπεδο της λέξης

 : ενώ μπορούμε να έχουμε τις έξι προτάσεις που είδαμε στην αρχή, δεν είναι αλήθεια ότι μπορούμε να έχουμε τις ίδιες λέξεις με οποιαδήποτε σειρά χωρίς κανένα πρόβλημα, π.χ.:
                *Το είδε παιδί τον ελέφαντα.
                *Το παιδί τον είδε ελέφαντα.
                *Τον είδε ελέφαντα το παιδί.
                *Τον ελέφαντα το είδε παιδί.
                *Είδε τον παιδί ελέφαντα το.
                *Είδε το τον ελέφαντα παιδί.
Το πρόβλημα αυτών των «προτάσεων» εντοπίζεται στο ότι διακόπτονται συγκεκριμένοι συνδυασμοί λέξεων.

Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχουν περιοριστικοί κανόνες για την ελευθερία των λέξεων μέσα σε μια πρόταση που αφορούν συγκεκριμένες ομάδες λέξεων, που ονομάζονται συντακτικά σύνολα, ή συντακτικές φράσεις ή φραστικά συστατικά της πρότασης

 . Τα σύνολα αυτά (όπως το παιδί και τον ελέφαντα) έχουν ιδιαίτερη συντακτική υπόσταση, που επιβάλλει, π.χ., ότι δεν μπορεί να διακοπούν ή να αλλάξουν σειρά (π.χ. *παιδί το και *ελέφαντα τον).

Τα σύνολα αυτά λειτουργούν σαν συντακτικές ενότητες και αποτελούν τους όρους της πρότασης.

 Έτσι, π.χ. το υποκείμενο της πρότασής μας ΔΕΝ είναι το ουσιαστικό παιδιά, αλλά ολόκληρη η φράση τα παιδιά. Παρόμοια, το αντικείμενο της πρότασης δεν είναι μόνο το ουσιαστικό ελέφαντα, αλλά όλη η φράση τον ελέφαντα. Και μάλιστα, όπως θα δούμε παρακάτω, οι φράσεις αυτές σχηματίζονται με συγκεκριμένους κανόνες και μπορούν να επεκτείνονται χωρίς να αλλάζει η δομή της πρότασης – π.χ.:
                [Το παιδί] είδε τον ελέφαντα.
                [Το καλό παιδί] είδε τον ελέφαντα.
                [Αυτό το καλό παιδί] είδε το ελέφαντα.
                [Αυτό το καλό παιδί που σου γνώρισα χτες] είδε τον ελέφαντα.
και
                Το παιδί είδε [τον ελέφαντα].
                Το παιδί είδε [τον αφρικανικό ελέφαντα].
                Το παιδί είδε [εκείνον τον αφρικανικό ελέφαντα].
                Το παιδί είδε [εκείνον τον αφρικανικό ελέφαντα που λέγαμε χτες].
 
Στις προτάσεις αυτές το υποκείμενο παραμένει όλη η φράση που περιέχει το παιδί (και ό,τι άλλο το προσδιορίζει) και το αντικείμενο είναι όλη η φράση που περιέχει τον ελέφαντα (και ό,τι άλλο τον προσδιορίζει). Οι φράσεις αυτές ονοματικές επειδή το βασικό συστατικό τους είναι το όνομα (ουσιαστικό), δηλαδή παιδί και ελέφαντα αντίστοιχα. Και μάλιστα

, τα σύνολα αυτά συμπεριφέρονται σαν συντακτικές μονάδες (π.χ. μπορούν να μετακινηθούν ολόκληρα) ανεξάρτητα από τον αριθμό των λέξεων που περιέχουν.