1. Εισαγωγή - Ορισμός
Ας παρατηρήσουμε τα παρακάτω ζευγάρια λέξεων: μητέρα / μητέρες
βουνό / βουνά
τραγούδησα / τραγουδήσαμε
περπατώ / περπατάμε.
Στο πρώτο ζευγάρι θα δούμε ότι έχουμε δύο λέξεις θηλυκού γένους, που θα μπορούσαν να είναι ονομαστικής ή αιτιατικής πτώσης και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των οντοτήτων που δηλώνουν. Δηλαδή, η πρώτη δηλώνει μία οντότητα, ενώ η δεύτερη δηλώνει περισσότερες από μία οντότητες. Αυτή η διαφορά στη δήλωση του αριθμού δηλώνεται με τη χρήση διαφορετικών κλιτικών επιθημάτων, δηλαδή διαφορετικών καταλήξεων.
Η μία οντότητα, δηλαδή ο ενικός αριθμός, δηλώνεται με το κλιτικό επίθημα -α, ενώ οι περισσότερες από μία οντότητες, δηλαδή ο πληθυντικός αριθμός, δηλώνεται με το κλιτικό επίθημα -ες. Το ίδιο παρατηρούμε και στο δεύτερο ζευγάρι λέξεων: βουνό / βουνά. Οι λέξεις ανήκουν στο ουδέτερο γένος και θα μπορούσαν να είναι σε ονομαστική ή αιτιατική πτώση, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των οντοτήτων που δηλώνουν. Η δήλωση του ενικού αριθμού γίνεται με το κλιτικό επίθημα -ο, ενώ η δήλωση του πληθυντικού αριθμού γίνεται με το κλιτικό επίθημα -α.
Στο τρίτο ζευγάρι λέξεων, τραγούδησα / τραγουδήσαμε, έχουμε δύο ρηματικούς τύπους της β’ συζυγίας, στην ενεργητική φωνή, στην οριστική έγκλιση και σε χρόνο αόριστο. Οι δύο τύποι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των προσώπων που δηλώνουν ότι κάνουν την ενέργεια του ρήματος. Επομένως, οι δύο ρηματικοί τύποι, εάν βρίσκονταν μέσα σε πρόταση, θα έπαιρναν διαφορετικό υποκείμενο. Δηλαδή, στον τύπο τραγούδησα το υποκείμενο θα ήταν μία οντότητα (π.χ. εγώ τραγούδησα), ενώ στον τύπο τραγουδήσαμε το υποκείμενο θα ήταν περισσότερες από μία οντότητες (π.χ. εμείς τραγουδήσαμε). Επομένως, οι δύο ρηματικοί τύποι διαφέρουν ως προς τον αριθμό και αυτό δηλώνεται με διαφορετικά κλιτικά επιθήματα. Ο ενικός αριθμός δηλώνεται με το επίθημα -α, ενώ ο πληθυντικός δηλώνεται με το επίθημα -αμε. Το ίδιο συμβαίνει και στο τέταρτο ζευγάρι λέξεων: περπατώ / περπατάμε. Οι δύο ρηματικοί τύποι ανήκουν στη β’ συζυγία, στην ενεργητική φωνή, στην οριστική έγκλιση και στον ενεστώτα χρόνο. Διαφέρουν, ωστόσο, ως προς τον αριθμό των προσώπων που δηλώνουν ότι κάνουν την ενέργεια του ρήματος. Επομένως, στον τύπο περπατώ το υποκείμενο θα ήταν μία οντότητα (π.χ. εγώ περπατώ), ενώ στον τύπο περπατάμε το υποκείμενο θα ήταν περισσότερες από μία οντότητες (π.χ. εμείς περπατάμε). Επομένως, οι δύο ρηματικοί τύποι διαφέρουν ως προς τον αριθμό και αυτό δηλώνεται με διαφορετικά κλιτικά επιθήματα. Ο ενικός αριθμός δηλώνεται με το επίθημα -ώ, ενώ ο πληθυντικός δηλώνεται με το επίθημα -άμε.
Αν σκεφτούμε με ποιον άλλο τρόπο δηλώνεται η ποσότητα των οντοτήτων, θα βρούμε ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε σχετικές λέξεις, π.χ. δύο φίλοι τραγουδάμε, εγώ μόνος μου περπατώ κ.λπ. Ωστόσο, όπως παρατηρούμε στα παραπάνω δεδομένα, στη νέα ελληνική η δήλωση του αριθμού είναι αναγκαίο να συμπεριλαμβάνεται στη μορφή και τη σημασία της λέξης. Είναι αναγκαίο να εκφράζεται ο αριθμός των οντοτήτων που δηλώνονται ότι υπάρχουν (π.χ. στα ονόματα) ή των οντοτήτων που ενεργούν (π.χ. στα ρήματα) και αυτή η δήλωση πραγματοποιείται μέσω των επιθημάτων της κλίσης. Με άλλα λόγια, η δήλωση του αριθμού είναι μέρος της γραμματικής της γλώσσας. Επομένως, για τη νέα ελληνική, Ορισμόςο αριθμός είναι ένα χαρακτηριστικό που αφορά τη μορφολογία των λέξεων και εκφράζεται στην κλίση, αλλά δίνει πληροφορίες και για τη σύνταξη των λέξεων. Ο αριθμός, δηλαδή, είναι ένα μορφοσυντακτικό [μορφολογία και σύνταξη] χαρακτηριστικό των λέξεων.