ονομάζουμε μια κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο μιλά δύο ή περισσότερες γλώσσες.Η περίπτωση χρήσης δύο γλωσσών εξετάζεται ξεχωριστά, ονομάζεται διγλωσσία (bililingualism) και έχει απασχολεί πολύ τη γλωσσολογία και την εκπαίδευση. Ωστόσο, πλέον, ακόμη και η διγλωσσία θεωρείται ως μια ιδιαίτερη περίπτωση πολυγλωσσίας. Και οι δύο αντιπαραβάλλονται προς τη μονογλωσσία και εξετάζονται παράλληλα.
Η γλωσσική επαφή, που προϋποθέτει επαφή μεταξύ διαφορετικών ομάδων, βρίσκεται στη βάση της διγλωσσίας και της πολυγλωσσίας.
Η πολυγλωσσία προκύπτει σε περιπτώσεις όπου διαφορετικές ομάδες επιλέγουν (ή αναγκάζονται) να συνυπάρξουν. Μάλιστα, ιστορικά, υπήρξαν διάφορες ισχυρές γλώσσες που λειτούργησαν κατά καιρούς ως γλώσσες εμπορίου ή linguafranca, όπως οι σημερινές διεθνείς γλώσσες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, δημιουργήθηκαν μιγαδικές γλώσσες ή πίτζιν, οι οποίες άρχισαν ως απόπειρες αλληλοκατανόησης μεταξύ ανθρώπων που δεν είχαν καμία κοινή γλώσσα. Το φαινόμενο αυτό άνθισε κυρίως κατά την αποικιοκρατία και οι μιγαδικές γλώσσες προέκυψαν κυρίως από μια ισχυρή ευρωπαϊκή και μια ιθαγενή γλώσσα. Στη συνέχεια, όταν αυτές οι γλώσσες αποκτούν φυσικούς ομιλητές, ονομάζονται κρεολές. Διευρύνονται, αναπτύσσονταςπιο σύνθετη γραμματική και ευρύτερο λεξιλόγιο για την κάλυψη αναγκών που δεν περιορίζονται πλέον μόνο στις συναλλαγές. Η σημερινή κρεολή γλώσσα της Αϊτής, π.χ., είναι μητρική των σύγχρονων Αϊτινών αλλά βασίζεται ιστορικά σε μια μιγαδική γλώσσα (βασισμένη στα γαλλικά και την ντόπια γλώσσα).