1. Εισαγωγή
Πέμπτη βράδυ, 2 Ιουλίου [1942]
23.15
Την ώρα που έκλεινα τα παντζούρια στο δωμάτιό μου, μια αστραπή έσκισε τον ουρανό. Ο ουρανός είναι απειλητικός κι απόψε. Ύστερα από μια ολόκληρη μέρα καταιγίδας, βροχής, μακρινών μπουμπουνητών και νευρικής έντασης. Μια μέρα που υπήρξε αποκλειστικά για την αποψινή έκβαση. Θέλω να γράψω αυτές τις γραμμές πριν αποκοιμηθώ. Γιατί ξέρω πως παρ’ όλα αυτά, θα αποκοιμηθώ· πως το σώμα μου θα νικήσει το πνεύμα μου, όπως πάντα.
Τι συμβαίνει; Πρώτα, ακριβώς τη στιγμή που καθόμασταν για να φάμε, το τηλεφώνημα του κ. Ντυσεμέν. Το σήκωσα εγώ και έδωσα το ακουστικό στη Μαμά. Μιλούσε με τόση ακρίβεια και ηρεμία που έμεινα εμβρόντητη όταν μετά μας είπε: «Θα απελευθερώσουν τον Μπαμπά με τον όρο πως θα φύγει». Δεν είχα ακόμα αποδεχτεί την ιδέα·ξαφνιάστηκα όταν είδα πως η Μαμά την είχε αποδεχτεί, καθώς μας ρώτησε τι θα κάναμε στη θέση του.
Να φύγουμε. Από εκείνη την εβδομάδα, είχα αυτό το αόριστο προαίσθημα. Η απάντηση σε τούτη την ιδέα ήταν μια ξαφνική αίσθηση εκμηδένισης. Και εξέγερσης. Απόψε, μετά από λίγη σκέψη, πιστεύω πως έχω εγωισμό μέσα μου, πως δεν θέλω να θυσιάσω την ευτυχία μου, επειδή ό,τι ευτυχισμένο έχω βιώσει βρίσκεται συγκεντρωμένο στη ζωή εδώ. Όμως μπορώ να πείσω τον εαυτό μου· μπορώ να πιέσω τον εαυτό μου να κάνει αυτή τη θυσία. Μένει κάτι άλλο.
Μένει να θυσιάσω το αίσθημα αξιοπρέπειας, να δεχτώ να πάω να βρω εκείνους που έχουν φύγει.
Μένει να θυσιάσω το αίσθημα του ηρωισμού, της πάλης, που βιώνουμε εδώ.
Μένει να θυσιάσω το αίσθημα της ισότητας μέσα στην αντίσταση, να δεχτώ να αποκοπώ από τους Γάλλους που μάχονται.
Στην άλλη όχθη όμως, είναι ο Μπαμπάς. Και δεν επιτρέπεται κανένας δισταγμός. Άκουσα πως στις αρχές της εβδομάδας υπήρξε μεγάλος φόβος μήπως φύγει για πιο μακριά. Δεν επιτρέπεται κανένας δισταγμός, ούτε συζήτηση. Είναι ένας απαίσιος εκβιασμός […].
Berr 2009, 94-95
Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το δημοσιευμένο ημερολόγιο της Hélène Berr, μιας γαλλοεβραίας νέας γυναίκας, η οποία ζούσε με την οικογένειά της στο Παρίσι, όταν αυτό καταλήφθηκε από τους Ναζί. Πολλά μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων του Παρισιού έχουν εγκαταλείψει την πόλη ή τη Γαλλία γενικότερα, ενώ άλλα παραμένουν στο Παρίσι είτε επειδή δεν μπορούν να το εγκαταλείψουν είτε επειδή ελπίζουν ότι δεν θα χρειαστεί τελικά. Ωστόσο, πολλοί/ές εβραίοι/ες που μένουν στο Παρίσι συλλαμβάνονται και οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, προκειμένου στη συνέχεια να εκτοπιστούν ακόμη πιο μακριά, όπως συνέβη με τον πατέρα της συγγραφέως. Εδώ η νέα γυναίκα χρησιμοποιεί αφενός την περιγραφή (για τον ουρανό, τα ανάμεικτα συναισθήματα και τις σκέψεις της) και αφετέρου την αφήγηση (του γεγονότος που στρέφεται γύρω από το τηλεφώνημα που δέχθηκε η οικογένειά της και τις αντιδράσεις τους σε αυτό), προκειμένου να αναπαραστήσει τα γεγονότα της ημέρας και τις εντυπώσεις που της δημιούργησαν.