1. Τι είναι η δείξη;

Αν διαβάσετε κάπου το εκφώνημα
Αυτά θα τα βάλω εδώ μέσα,
είναι μάλλον απίθανο να καταλάβετε ότι η Μαρία λέει στο Γιάννη πως σκοπεύει να βάλει τα δεύτερα κλειδιά του αυτοκινήτου της στο πρώτο συρτάρι του γραφείου, γιατί δεν παραβρίσκεστε στη σκηνή –σε αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή.
Στην προφορική επικοινωνία εκφωνήματα όπως το παραπάνω είναι πολύ συνηθισμένα και γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους παρευρισκόμενους, ενώ κάποιος που δεν είναι παρών χρειάζεται επεξηγήσεις – όπως, π.χ., ποιος είναι ο ομιλητής στον οποίο αναφέρεται το α΄ ενικό πρόσωπο θα βάλω, σε ποιο αντικείμενο αναφέρεται το το και πού ακριβώς είναι το εδώ μέσα. Δηλαδή,

αυτές (και πολλές άλλες) εκφράσεις αποκτούν συγκεκριμένη σημασία μόνο μέσα στα συμφραζόμενα

 .
 

Ο όρος

δείξη αναφέρεται σε ένα από τα βασικότερα πράγματα που κάνουμε με τα εκφωνήματα. Σημαίνει ‘δείχνω μέσω της γλώσσας’. Κάθε γλωσσική έκφραση που χρησιμοποιείται για να «δείξει» ονομάζεται δεικτική έκφραση ή δεικτικό . Όταν βλέπουμε για πρώτη φορά ένα άγνωστο αντικείμενο και ρωτάμε
Τι είναι αυτό;
χρησιμοποιούμε μια δεικτική έκφραση (αυτό) για να επισημάνουμε κάτι στο άμεσο περιβάλλον.
 

Οι δεικτικές εκφράσεις χρησιμοποιούνται συνήθως για να δηλώσουν πρόσωπα (προσωπική

δείξη), τόπο/χώρο (τοπική δείξη) ή χρόνο (χρονική δείξη). Η ερμηνεία όλων αυτών των εκφράσεων εξαρτάται από τους/τις συνομιλητές/τριες που μοιράζονται το ίδιο (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) περιβάλλον  (πρβ. γλωσσικά αλλά και μη γλωσσικά συμφραζόμενα).
 
 

1.1 Η δείξη και οι διακρίσεις της

Η δείξη είναι ένας τρόπος αναφοράς που συνδέεται στενά με το (γλωσσικό και εξωγλωσσικό) περιβάλλον.

Η πιο βασική διάκριση μεταξύ των δεικτικών εκφράσεων είναι μεταξύ εκείνων που αναφέρονται σε κάτι που είναι «κοντά στον/στην ομιλητή/

τρια» (εγγύτητα) και εκείνων που είναι «μακριά από τον/την ομιλητή/τρια» (απόσταση).
  Στα ελληνικά βασικοί τύποι εγγύτητας είναι τα αυτό, εδώ, τώρα. Οι βασικοί τύποι απόστασης είναι τα εκείνο, εκεί, τότε.
Οι τύποι εγγύτητας συνήθως ερμηνεύονται με σημείο αναφοράς τον τόπο και τον χρόνο όπου βρίσκεται ο/η ομιλητής/τρια, ή αλλιώς το δεικτικό κέντρο – το εγώ, εδώ και τώρα του προσώπου που μιλάει. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε την έκφραση τώρα ως αναφορά σε κάποιο σημείο ή περίοδο χρόνου που έχει στο επίκεντρό της τον χρόνο του εκφωνήματος του ομιλητή.
Οι τύποι απόστασης μπορεί να αναφέρονται σε κάτι που είναι «μακριά από τον/την ομιλητή/τρια», αλλά σε μερικές γλώσσες χρησιμοποιούνται επίσης για να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο «κοντά στον/στην ακροατή/τρια» και «μακριά και από τον/την ομιλητή/τρια και από τον/την ακροατή/τρια». Με άλλα λόγια,

οι γλώσσες του κόσμου κάνουν διαφορετικές διακρίσεις που δεν έχουν πάντα ακριβές αντίστοιχο σε άλλες.