· Παράλληλα, η συγκεκριμένη πράξη που επιτελεί με τα λόγια του το πρόσωπο που μιλά αποτελεί την προσλεκτική πράξη. Όταν κάποιος λέει Θα σου πάρω παγωτό
αυτό «μετράει» ως υπόσχεση. Το πώς μετράει (δηλ. σε τι αντιστοιχεί) ένα
εκφώνημα ονομάζεται προσλεκτική ισχύς ή προσλεκτική δύναμη και είναι το κυριότερο στοιχείο των γλωσσικών πράξεων. · Τέλος, η απολεκτική πράξη αφορά το αποτέλεσμα ή τις συνέπειες που μπορεί να έχουν τα λεγόμενα του/της ομιλητή/ομιλήτριας στον/στην συνομιλητή/τριά του.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι, ενώ προσλεκτική πράξη συνδέονται άμεσα με τις προθέσεις, τους στόχους και τις επιδιώξεις των ομιλούντων ατόμων, η απολεκτική πράξη δεν είναι στον έλεγχό τους: το ακροατήριό τους μπορεί, π.χ., να εννοήσει την προσλεκτική ισχύ των εκφωνημάτων τους διαφορετικά από ότι είχαν πρόθεση οι ίδιοι/ες (παρότι υπάρχουν συμβατικοί τρόποι σύνδεσης προσλεκτικής και απολεκτικής πράξης). Ας πάρουμε για παράδειγμα το εκφώνημα
Πέρασε από το σπίτι να πιούμε κάτι.
Η λεκτική πράξη εδώ αφορά την εκφώνηση συγκεκριμένων γλωσσικών εκφράσεων. Η προσλεκτική πράξη, η καλύτερα ή προσλεκτική ισχύς του μετρά ως πρόσκληση. Η απολεκτική πράξη μπορεί να είναι ότι ο/η συνομιλητής/τρια αποδέχεται την πρόταση ή την απορρίπτει. Επίσης, ενδέχεται να μην κατανοήσει ότι πρόκειται για πρόσκληση. Σε μια (ακραία ομολογουμένως) περίπτωση θα μπορούσε να το εκλάβει ως διαταγή (λόγω της προστακτικής πέρασε). Σε κάθε περίπτωση, ο/η ομιλητής/τρια δεν έχει έλεγχο στο πώς θα ερμηνευθεί η γλωσσική του πράξη.
Ωστόσο, η προσλεκτική ισχύς μιας γλωσσικής πράξης είναι το αποτέλεσμα στο οποίο στοχεύουμε όταν επιτελούμε μια γλωσσική πράξη (άσχετα με το αν θα το επιτύχουμε).