1. Τι είναι η επικοινωνιακή ικανότητα;

Ως φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γνωρίζουμε ότι οι (1-2) είναι καλοσχηματισμένες προτάσεις, ενώ οι (3-4) όχι (και το δηλώνουμε με έναν αστερίσκο):
(1) Η φίλη μου είναι δασκάλα.
(2) Οι φίλες μου είναι δασκάλες.
(3) *Η φίλη μου είναι δασκάλες.
(4) *Οι φίλες μου είναι δασκάλα.
Ήδη από αυτό συμπεραίνουμε ότι η γλωσσική επικοινωνία απαιτεί συγκεκριμένες ικανότητες (δηλαδή, δεξιότητες, γνώσεις κλπ.). Η πιο προφανής από αυτές είναι η γνώση του ίδιου του γλωσσικού κώδικα, του γραμματικού συστήματος της γλώσσας που χρησιμοποιούμε, όπως φαίνεται στα παραδείγματα. Σε αυτό περιλαμβάνονται οι ήχοι ή αλλιώς φθόγγοι, το λεξιλόγιο, αλλά και οι μορφολογικοί, συντακτικοί και σημασιολογικοί κανόνες της γλώσσας. Αυτή η γνώση μάς επιτρέπει να παράγουμε καλοσχηματισμένες φράσεις και προτάσεις, όπως οι (1-2) αλλά και να μπορούμε να τις διακρίνουμε από κακοσχηματισμένες (ή αλλιώς: μη γραμματικές) προτάσεις, όπως οι (3-4). Κατά τον Chomsky,

αυτή είναι η γλωσσική μας ικανότητα, δηλαδή η γνώση που έχουμε για τη γλώσσα μας. Στον βαθμό που πρόκειται για τη μητρική μας γλώσσα, αυτή η γνώση κατακτάται χωρίς διδασκαλία.

 
Μπορούμε επίσης να πούμε ότι οι (1-2) είναι αποδεκτές και οι (3-4) μη αποδεκτές προτάσεις στην καθημερινή επικοινωνία. Όμως, εάν αυτή ήταν η μόνη ικανότητα που προϋποθέτει η γλωσσική επικοινωνία, τότε θα κρίναμε (λανθασμένα) ότι το (5) είναι κακοσχηματισμένο, όπως το (6), εφόσον και τα δύο καταπατούν τον ίδιο γραμματικό κανόνα: δεν συμφωνεί το ρήμα με το κατηγορούμενο ως προς τον αριθμό:
(5) Είστε πολύ ευγενικός.
(6) *Είσαι πολύ ευγενικοί.
(7) Είσαι πολύ ευγενικός.
 
Όμως το (5) είναι αποδεκτό στην ελληνική και εμφανίζεται συχνότατα όταν χρησιμοποιούμε το λεγόμενο πληθυντικό ευγενείας (βλ. και ευγένεια). Συνεπώς,

η γλωσσική επικοινωνία προϋποθέτει και μία άλλη ικανότητα, η οποία υπερβαίνει και συμπληρώνει τη γλωσσική ικανότητα και ονομάζεται επικοινωνιακή ικανότητα

 . Η κατάλληλη χρήση του (5) ή του (7) είναι μέρος της

επικοινωνιακής μας ικανότητας, η οποία αφορά τη χρήση της γλώσσας με κατάλληλο, αποτελεσματικό και επαρκή τρόπο σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας.

 Η επικοινωνιακή ικανότητα αντανακλά την κοινωνική μας γνώση ως μελών μιας κοινότητας και τους (γενικά άγραφους) κανόνες γλωσσικής συμπεριφοράς που μοιραζόμαστε με τους συνομιλητές μας. Ως φυσικοί ομιλητές της ελληνικής, γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούμε το (5) ή το (7) ανάλογα με τη σχέση που έχουμε με τον/την συνομιλητή/τριά μας.
 
Επίσης, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικοί χαιρετισμοί που χρησιμοποιούνται ανάλογα με την ώρα της ημέρας (καλημέρα (σας), καλησπέρα (σας), καληνύχτα (σας) κλπ.) αλλά και πότε ακριβώς περνάμε από τον έναν στο άλλον, πράγμα που διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία (ή ακόμη και από κοινότητα σε κοινότητα). Ένας έλληνας ομιλητής, π.χ., γνωρίζει ότι το Καλησπέρα δεν χρησιμοποιείται αυστηρά μετά τις 12:00 το μεσημέρι αλλά πολύ αργότερα (σε αντίθεση με άλλες γλώσσες). Άρα,

η χρήση του κάθε χαιρετισμού δεν είναι μόνο ζήτημα γνώσης του λεξιλογίου, αλλά και γνώσης των σχετικών κοινωνικών/πολιτισμικών κανόνων

 .
 
Συνολικά,

η γνώση μας για τη μητρική μας γλώσσα δεν περιορίζεται στους κανόνες της γραμματικής

 . Μαζί με αυτούς, γνωρίζουμε επίσης πότε πρέπει να μιλήσουμε και πότε να σιωπήσουμε, πώς να αποκαλέσουμε τους άλλους (κυρία, κύριε, γιατρέ, φίλε, κολλητέ, μάγκα μου), πότε να αστειευτούμε, τι ύφος να χρησιμοποιήσουμε σε κάθε περίσταση ανάλογα με τον χώρο που βρισκόμαστε και το ακροατήριό μας, ακόμη και πότε να αυξήσουμε και να μειώσουμε την ένταση της φωνής μας. Δεδομένου δε ότι όλοι μας επιτελούμε μια ποικιλία κοινωνικών ρόλων, ποικίλλει και η γλωσσική μας παραγωγή (έχουμε ένα γλωσσικό ρεπερτόριο). Π.χ., αν παρατηρήσουμε συνειδητά τη γλωσσική συμπεριφορά μας, θα διαπιστώσουμε ότι γενικά μιλάμε διαφορετικά στη σχολική τάξη, στο διάλειμμα, σε μια εκδρομή ή το οικογενειακό τραπέζι, πράγμα που αποτελεί τη σαφέστερη ένδειξη της επικοινωνιακής μας ικανότητας. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ακριβώς επειδή προσαρμόζουμε τη γλωσσική μας συμπεριφορά ανάλογα με την περίσταση, η γλωσσική μας παραγωγή λειτουργεί ως παράγοντας που δημιουργεί την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση. Για παράδειγμα, ο τρόπος που επικοινωνούν γλωσσικά οι διδάσκοντες/ουσες και οι διδασκόμενοι/ες χαρακτηρίζει ένα επικοινωνιακό γεγονός ως μάθημα. Το περιεχόμενο, ο τόνος, η ταχύτητα και η επαναληπτικότητα του λόγου των διδασκόντων/διδασκουσών είναι χαρακτηριστικοί του πλαισίου του μαθήματος (και γενικά διαφέρει από τον λόγο που παράγουν σε άλλες περιστάσεις). Ο τρόπος που ως μαθητές/μαθήτριες ζητάμε και παίρνουμε τον λόγο και κάνουμε ερωτήσεις και παρατηρήσεις είναι επίσης χαρακτηριστικός αυτής της περίστασης, όπως είναι και οι προσφωνήσεις μας προς τη δασκάλα ή τον δάσκαλο.