1. Εισαγωγή – Ορισμός

Μία από τις πρώτες εμπειρίες που έχουμε όλοι μας από την πραγματικότητα είναι ότι τα έμβια όντα χωρίζονται σε αρσενικό και θηλυκό φύλο. Ήδη η πρώτη επαφή με τους γονείς μας είναι επαφή με μητέρα και πατέρα, ενώ ο καθένας και η καθεμιά από εμάς συνειδητοποιεί γρήγορα ότι ανήκει στο αρσενικό ή στο θηλυκό φύλο.
Η διαδικασία της κατάκτησης της μητρικής μας γλώσσας΄ περιέχει, επίσης, ως ένα απολύτως απαραίτητο στοιχείο τη γνώση ότι οι λέξεις (τα ουσιαστικά, τα επίθετα, οι μετοχές, οι αντωνυμίες και τα άρθρα) διαθέτουν γένος: αρσενικό ή θηλυκό ή ουδέτερο.
Τί είναι όμως το γένος στις γλώσσες;
Ας σκεφτούμε τα δεδομένα της ελληνικής γλώσσας: Στην ελληνική, τα ουσιαστικά που δηλώνουν αρσενικό ή θηλυκό φυσικό γένος (δηλαδή φύλο) είναι αντίστοιχα αρσενικά ή θηλυκά. Π.χ. η λέξη μητέρα είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους που δηλώνει πρόσωπο θηλυκού φύλου, ενώ η λέξη πατέρας είναι ένα ουσιαστικό αρσενικού γένους που δηλώνει πρόσωπο αρσενικού φύλου.
Παρατηρούμε, όμως, ότι

υπάρχουν λέξεις που δηλώνουν άτομα θηλυκού φύλου, αλλά δεν είναι θηλυκά ως προς το γραμματικό τους γένος

 : π.χ. η λέξη κορίτσι είναι λέξη ουδέτερου γένους, αλλά δηλώνει άτομο θηλυκού φύλου.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι

υπάρχουν λέξεις που είναι αρσενικά, θηλυκά ή ουδέτερα στο γραμματικό γένος, χωρίς να δηλώνουν κάποια οντότητα με φύλο

 : π.χ. η λέξη καρέκλα είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους αλλά δηλώνει αντικείμενο, ο χριστιανισμός είναι μια λέξη αρσενικού γένους αλλά δηλώνει μια θρησκεία.
Ας σκεφτούμε, επιπλέον, δεδομένα από τα αγγλικά. Εκεί δεν διακρίνεται ούτε από τις καταλήξεις, ούτε από το άρθρο το γένος μιας λέξης· π.χ. οι παρακάτω λέξεις, αν και είναι διαφορετικού γένους, όλες εμφανίζουν το ίδιο άρθρο: the boy ‘το αγόρι’, the girl ‘το κορίτσι’, the man ‘ο άνδρας’, the woman ‘η γυναίκα’.
 
Τί καταλαβαίνουμε από όλα αυτά;
α) Το πρώτο μας συμπέρασμα είναι ότι

η σχέση ανάμεσα στο φυσικό γένος (δηλαδή το φύλο) που διαθέτουν τα έμβια όντα και στο γραμματικό γένος που εκδηλώνεται στις γλώσσες δεν είναι υποχρεωτική, ούτε και αυτόματη. Επίσης, δεν δηλώνουν όλες οι γλώσσες το γραμματικό γένος με ξεχωριστές καταλήξεις.

 
 Εάν επιστρέψουμε στα δεδομένα της ελληνικής, θα δούμε ότι οι λέξεις πρέπει να συμφωνούν μεταξύ τους ως προς το γένος για να έχουμε συντακτικά ορθές φράσεις. Π.χ. στη φράση ο κόκκινος βράχος, το ουσιαστικό βράχος υποχρεωτικά συμφωνεί με το άρθρο ο και το επίθετο κόκκινος ως προς το γένος (είναι όλα αρσενικά).
β) Το δεύτερο συμπέρασμά μας είναι ότι

το γένος είναι ένα χαρακτηριστικό που συμμετέχει στη συμφωνία μεταξύ των όρων της φράσης

 .
 
Στην ελληνική, επίσης, οι λέξεις χωρίζονται σε κατηγορίες (τάξεις) ανάλογα με τον τρόπο που κλίνονται. Ένα από τα χαρακτηριστικά με τα οποία οι λέξεις χωρίζονται σε κλιτικές τάξεις είναι εκείνο του γένους. Π.χ. η τάξη των αρσενικών που εμφανίζει στην ονομαστική του ενικού την κατάληξη -ας, στη γενική εμφανίζει την κατάληξη -α (ο ταμί-ας / του ταμ-ία), ενώ η τάξη των θηλυκών που εμφανίζει στην ονομαστική του ενικού την κατάληξη -α, στη γενική εμφανίζει την κατάληξη -ας (η γυναίκ-α / της γυναίκ-ας). Αυτή είναι μια ισχυρή διάκριση μεταξύ αρσενικών και θηλυκών, αλλά και μεταξύ ονομαστικής και γενικής.
γ) Το τρίτο συμπέρασμά μας είναι ότι

το γένος είναι ένα χαρακτηριστικό που συμμετέχει και στην κλίση των ονομάτων

 .
 
Με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα, επομένως, καταλήγουμε στον ορισμό:

Το γένος στη γλώσσα, αυτό που ονομάζουμε γραμματικό γένος, είναι μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό των λέξεων που συμμετέχει στην κλίση των λέξεων για τη συντακτική συμφωνία άρθρων, επιθέτων και ουσιαστικών. Δεν δηλώνουν όλες οι γλώσσες το γένος στη γραμματική τους, ενώ όσες γλώσσες το δηλώνουν (όπως η ελληνική) δεν ταυτίζουν πάντα το φυσικό γένος με το γραμματικό.