Στην
επιφυλλίδα της Χριστίνας Κουλούρη, Η «γλώσσα» της μόδας να αναγνωρίσετε:
α.
την οργανωτική της δομή και το είδος της επιχειρηματολογίας της
β.
τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ύφους.
Η «γλώσσα» της
μόδας
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ
Η
«ανάγνωση» του ενδύματος γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, γιατί οι μόδες έχουν
ασταθή και αμφίσημα νοήματα
«Τι
είναι η μόδα τελικά;» έγραφε ο Όσκαρ Ουάιλντ. «Συνήθως είναι μια μορφή ασχήμιας τόσο ανυπόφορη
που πρέπει να την αλλάζουμε κάθε έξι μήνες». Πράγματι, η μόδα, ως συστατικό
στοιχείο της νεωτερικότητας, συνδέθηκε με τη συνεχή
καινοτομία, την καταστροφή του παλαιού και τη δημιουργία του καινούργιου.
Βασικό χαρακτηριστικό της μόδας είναι να επιβάλει ως νέο κανόνα ό,τι μέχρι χθες
ήταν η εξαίρεση και να το εγκαταλείπει και πάλι όταν γίνει κοινός τόπος, κτήμα
των πολλών. Συνδέεται συνεπώς με την αλλαγή, το καινούργιο και την
εφευρετικότητα. Εν τούτοις, στην πραγματικότητα η μόδα δεν εισάγει ποτέ κάτι
που είναι ουσιωδώς καινούργιο, γιατί η αληθινή καινοτομία δεν μπορεί να γίνει
αποδεκτή και να απορροφηθεί γρήγορα στην πολιτισμική καθημερινότητα. Συχνές
είναι αντίθετα οι αναφορές στο παρελθόν –σε μόδες που εμφανίζονται ως καινοτόμες–
ή σε μετασχηματισμούς που είναι ήδη ορατοί σε άλλα πεδία.
Ως δυτικό «προϊόν», η μόδα ακολουθεί τις εξελίξεις της
εκβιομηχάνισης και του καταναλωτισμού και μπορεί να θεωρηθεί ως ένα φαινόμενο
με παγκόσμιες διαστάσεις που προωθεί την πολιτισμική ομογενοποίηση. Ταυτόχρονα,
ωστόσο, στο ίδιο πλαίσιο της νεωτερικότητας η μόδα
ταυτίζεται με την προώθηση της ατομικότητας μέσω της διάκρισης. Συνεπώς, με
έναν αντιφατικό τρόπο, η διαφοροποίηση μέσω της μόδας, που στηρίζει την
ανάπτυξη της ατομικότητας, ακολουθείται από τον μιμητισμό προς τον «κανόνα» και
την ομοιομορφία που ορίζει η εκάστοτε μόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα
των τζινς τα οποία συνδυάζουν και τις δύο όψεις – είναι
τόσο ένα «λαϊκό» ένδυμα όσο και ένα «εξαιρετικό». Τα τζινς
επιβεβαιώνουν εξάλλου την πολιτισμική σημασία της μόδας στον σύγχρονο κόσμο
εφόσον –στενά συνδεδεμένα με την αμερικανική πολιτισμική ηγεμονία– έφθασαν να
συμβολίζουν ουσιώδη στοιχεία του δυτικού καπιταλισμού, όπως ο ελεύθερος χρόνος,
η άνεση, η κοινωνικότητα.
Η σύνδεση μόδας και ατομικισμού έχει ως συνέπεια η μόδα
αφενός να θεωρείται ένα μέσο αυτοέκφρασης και
αναπαράστασης του εγώ και αφετέρου να ικανοποιεί ατομικές επιθυμίες με τη μορφή
της δημιουργίας ενός «συμβολικού κεφαλαίου». Η δεύτερη λειτουργία της μόδας
έχει αναλυθεί από τον Πιερ Μπουρντιέ, στη γραμμή
ανάλυσης που είχε προτείνει ο Θ. Βέμπλεν στο γνωστό
βιβλίο του για την «αργόσχολη τάξη» και την «επιδεικτική κατανάλωση». Ο Μπουρντιέ αναλύει τις «στρατηγικές της (κοινωνικής)
διάκρισης» με τη βασική αρχή ότι οικονομική δύναμη σημαίνει πρωτίστως και κατ'
εξοχήν να μπορεί κάποιος να αποστασιοποιηθεί από την οικονομική ανάγκη. Η
προφανής σπατάλη είναι πράγματι ένας τρόπος για να μετατραπεί το οικονομικό
κεφάλαιο σε πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό ή «συμβολικό» κεφάλαιο.
Οπωσδήποτε, θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι οι «στρατηγικές της διάκρισης»
συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την επιδεικτική κατανάλωση και την άσκοπη σπατάλη
αλλά και την επιδεικτική αποχή από την κατανάλωση.
Ως προς την πρώτη λειτουργία της μόδας, δηλαδή τη μόδα
ως «καθρέφτη του εαυτού», πολλοί αναλυτές, με πρώτο τον Ρ. Μπαρτ,
έχουν εισηγηθεί μια δομιστική σημειολογική ανάλυση του ενδύματος ή της «γλώσσας
των ρούχων» (σύμφωνα με τον όρο που πρότεινε η Α. Λιούρι).
Η δομιστική προσέγγιση θεωρεί ότι σταθερές σημασίες μπορούν να αποκαλυφθούν σ'
αυτή την «οπτική γλώσσα». Στοιχεία όπως το χρώμα, το ύφασμα, η γραμμή κ.ο.κ. του ενδύματος ενσωματώνουν στο ένδυμα τις βασικές
πολιτισμικές διακρίσεις του κοινωνικού φύλου, της ηλικίας, της κοινωνικής
θέσης, της εθνικότητας. Και πριν εξάλλου από τη δομιστική προσέγγιση του
ενδύματος, η τεχνική της ανάγνωσης της πολιτικής θέσης ή της ηθικής ενός ατόμου
βάσει του τρόπου που ντύνεται ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην ιστορία του
γυναικείου κινήματος.
Εν τούτοις, παρ' όλο που το ένδυμα μπορεί να προσφέρει
πληροφορίες για τη συμπεριφορά, παρ' όλο που γίνεται επίσης ένα είδος
πολιτισμικής έκφρασης εξωτερικεύοντας τον εσωτερικό κόσμο, και παρά την
αναντίρρητη σύνδεση μόδας και κοινωνικής τάξης, η «ανάγνωσή» του γίνεται
εξαιρετικά δύσκολη, γιατί οι μόδες έχουν ασταθή και αμφίσημα νοήματα, όπου η
επιθυμία, η ευχαρίστηση και η φαντασία μπορούν να παίζουν έναν εξίσου σημαντικό
ρόλο. Συχνά, εξάλλου, το ένδυμα χρησιμοποιείται όχι για να προβάλει αλλά για να
συσκοτίσει την κοινωνική θέση ενός ατόμου ή, επίσης, για να εκφράσει επιθυμίες
και προσδοκίες χωρίς να εξασφαλίζει την ικανοποίησή τους. Τέλος, σύμφωνα με την
ανάλυση του Μ. Φουκό, χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία
«πειθάρχησης» και «χειραγώγησης» του σώματος, κυρίως μέσω της στολής (στρατιωτικής
και επαγγελματικής) και της γενικής «κανονικοποίησης»
της ενδυμασίας για ειδικές περιπτώσεις, όπως γάμοι, κηδείες και άλλες τελετές.
Η σύνδεση της μόδας βεβαίως με την καταναλωτική
κοινωνία, την «εξωτερικότητα» και την «υλικότητα», τα
πρότυπα κάλλους, το σώμα, τη γυναικεία ταυτότητα, την άφησε στο περιθώριο της
επιστημονικής ενασχόλησης. Η πρόσφατη είσοδός της όμως στον «ναό» του
πνεύματος, το μουσείο, θέτει γενικότερα ερωτήματα σχετικά με την «Τέχνη» και το
πολιτισμικά σημαντικό, στα οποία θα επανέλθουμε σε επόμενη επιφυλλίδα.
ΤΟ ΒΗΜΑ 10-02-2002
α.
Η οργανωτική δομή
της επιφυλλίδας είναι αντιλογική. Η θέση την οποία
επιχειρεί να ανασκευάσει η συγγραφέας βρίσκεται στην πρώτη παράγραφο και
υποστηρίζει ότι η μόδα στην εποχή μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
καινοτομία και την επινοητικότητα. Ακολουθεί, στο τέλος της ίδιας παραγράφου, η
αντίθεση της συγγραφέως, ότι δηλαδή η μόδα ουσιαστικά ανακυκλώνει και
μετασχηματίζει στοιχεία του παρελθόντος ή δανείζεται στοιχεία από άλλους
τομείς. Η ανασκευή της επίμαχης θέσης καταλαμβάνει τις επόμενες δύο
παραγράφους, όπου εξηγούνται οι δύο βασικές λειτουργίες της μόδας, που κατά τη
συγγραφέα, δείχνουν ότι φαινομενικά μόνο ο ρόλος της μόδας είναι ο νεοτερισμός.
Η πρώτη λειτουργία, λοιπόν, είναι η έκφραση και η προβολή της ατομικότητας σε
ένα περιβάλλον μαζικής κατανάλωσης και μίμησης παγκοσμιοποιημένων
προτύπων, ενώ η δεύτερη ένας τρόπος «επιδεικτικής κατανάλωσης» ή, αλλιώς,
κοινωνικής διάκρισης. Στη συνέχεια, και ενώ η συγγραφέας υιοθετεί χωρίς
επιφυλάξεις τη δεύτερη λειτουργία, αναπτύσσει τον προβληματισμό της για την
πρώτη λειτουργία. Εξετάζοντας τις απόψεις τού Ρολάν Μπαρτ
για την ένδυση ως πολύμορφη γλώσσα ατομικής έκφρασης και αντιπαραθέτοντας σε
αυτές τις αντιρρήσεις του Μισέλ Φουκώ, που μας θυμίζει τον ρυθμιστικό ρόλο της
στολής (στα σχολεία, στις φυλακές, στο στρατό, στην εκκλησία, στις τελετές
κ.λπ.), η συγγραφέας εκδηλώνει τον σκεπτικισμό της όχι τόσο για την ίδια τη
λειτουργία όσο για το περιεχόμενό της, δηλαδή ποιες πλευρές του εγώ δείχνει η
μόδα. (Βλ. σχετικά και τον υπότιτλο της επιφυλλίδας)
β.
Χαρακτηριστικά του ύφους
— η εκτεταμένη
διακειμενικότητα: αναφορές στον Όσκαρ Ουάιλντ, τον Πιέρ Μπουρντιέ, τον
Ρολάν Μπαρτ, τον Μισέλ Φουκό
και άλλους
— η ευρεία χρήση
ορολογίας και τεχνικού λεξιλογίου: νεωτερικότητα, πολιτισμική
καθημερινότητα / ομογενοποίηση / ηγεμονία, ατομικισμός, επιδεικτική
κατανάλωση κ.λπ.
— η κατάχρηση
εισαγωγικών που υπογραμμίζουν τον εγκυκλοπαιδισμό της επιφυλλιδογράφου και
ταυτόχρονα δηλώνουν την απόσταση που παίρνει από τους όρους που περικλείει με
αυτά («κανόνας», «συμβολικό κεφάλαιο», «στρατηγικές κοινωνικής διάκρισης», «γλώσσα
των ρούχων», «πειθάρχηση» κ.ά.)
— το μεγάλο μήκος και
η συνθετότητα των προτάσεων (πολλές δευτερεύουσες και
αρκετές παρενθετικές)
— η συχνή χρήση της
παθητικής σύνταξης και η προτίμηση σε υποκείμενα-αφηρημένες έννοιες παρά σε έμψυχα,
που είναι γνωρίσματα, και τα δύο, του επιστημονικού λόγου
— το πυκνό δίκτυο
συνδετικών λέξεων σε όλες τις παραγράφους. Για παράδειγμα, στην πρώτη παράγραφο:
πράγματι, συνεπώς, εν τούτοις, στην πραγματικότητα, αντίθετα.
Να
μελετήσετε την οπτική γωνία, την οργανωτική δομή και το ύφος επιφυλλίδων του Μ.
Πλωρίτη (ή άλλων επιφυλλιδογράφων)
Να
παρακολουθήσετε την πρόσληψη των επιφυλλίδων ενός συγγραφέα μέσα από τα «ανεβάσματα»
των αναγνωστών του και να προσπαθήσετε να συναγάγετε την κοινωνική και
ιδεολογική τους ταυτότητα.