Συγκρίνετε
την παρουσίαση στο κείμενο (α) με την κριτική στο κείμενο (β). Ποια στοιχεία
επιλέγονται από την παρουσίαση και πώς διαφέρει η χρήση τους στην κριτική της
ίδιας θεατρικής παράστασης; Ποια στοιχεία παραλείπονται;
α)
Η Ομάδα Χρώμα θα παρουσιάσει
στον χώρο «Προσωρινός» την
παράσταση «Ο ουρανός Κατακόκκινος- Σ'
εσάς που με ακούτε», της Λούλας Αναγνωστάκη
(παράσταση αποτελούμενη από τα δύο έργα της «Ο ουρανός κατακόκκινος» και «Σε σας που με ακούτε») με την Λυδία Κονιόρδου από Κυριακή 22 Απριλίου και κάθε Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη.
«Ακούστε με καλά... Εσείς απ' όλα τα μέρη του κόσμου...
δέκα χρόνια για το τίποτα... εγώ δεν θέλω να είμαι μέσος όρος... τίποτα από ό,
τι έχουν αυτοί δεν με συγκινεί...εγώ... κάνω τη δική μου επανάσταση... η ψαλίδα
ανοίγει... οι φτωχοί θα γίνουν φτωχότεροι... με παράτησαν αβοήθητη...με
ανάγκασαν να διαλέξω ανάμεσα σε δυο παιδιά... Πειράζει που μιλάω για τα
προσωπικά μου;»
Τρεις
γυναίκες. Η Σοφία, η Σοφία Αποστόλου, η Έλσα. Τρεις
προσωπικές ιστορίες. Ζωές στοιβαγμένες μέσα σε διαμερίσματα. Το προσωπικό που
γίνεται καθολικό. Παρέλαση. Υδρορροές. Θόρυβοι. Τρεις γυναίκες που θα συνδέσουν
το παρελθόν με το παρόν και θα προσπαθήσουν να ενταχθούν σ' ένα μέλλον.
Εξόριστες, μετέωρες, σ' ένα πουθενά...
Συγγραφέας:
Λούλα Αναγνωστάκη
Σκηνοθεσία:
Κωνσταντίνος Χατζής
Διαμόρφωση
Σκηνικού Χώρου: Βασίλης Γεροδήμος
Χορογραφία
- Επιμέλεια Κίνησης: Χριστίνα
Βασιλοπούλου
Φωτισμός:
Δημήτρης Οικονόμου
Φωτογραφίες
- Οργάνωση Παραγωγής: Γεωργία Λένη
Κρουστά: Μανούσος Κλαπάκης
Στο ρόλο της Σοφίας, της Σοφία Αποστόλου, της Έλσας η Λυδία
Κονιόρδου Εναλλακτικός Χώρος «Προσωρινός», Δεινοκράτους 103, Κολωνάκι,
πίσω από το Ναυτικό Νοσοκομείο. Στάση Μετρό: Μέγαρο Μουσικής)
Τηλ.: 6932500545 (Απαραίτητη η
τηλεφωνική κράτηση)
Ώρες Κρατήσεων: 10.-2 π.μ. 5.30 - 8.30 μ.μ.
15 ευρώ, 10 ευρώ (Φοιτητικό)
β)
Η παράσταση αρχίζει. Δεκατρείς μαυροφορεμένοι νέοι, σαν Χορός τραγωδίας,
εισέρχονται και μπαίνουν στη σειρά, ψιθυρίζοντας λόγια από τα κείμενα της
Αναγνωστάκη, προτού, ο ένας μετά τον άλλον, βγουν έξω, βροντώντας δυνατά την
πόρτα. Θα μείνουν στο εξωτερικό χώρο μπροστά από την είσοδο, σαν μικρό άγημα
που βηματίζει εν ρυθμώ, οριοθετώντας και
«προστατεύοντας» το θεατρικό γεγονός από απρόσμενους εξωτερικούς παράγοντες. Ο
χώρος δεν είναι θεατρικός, γίνεται θεατρικός επειδή αυτοί οι 13 άνθρωποι τον
αντιμετωπίζουν ως τέτοιο, διαμορφώνοντας τη «σκηνή», στην οποία τρία λεπτά
αργότερα θα λάμψει το δαιμόνιο της Κονιόρδου.
Η ηθοποιός, φορώντας κοντή καμπαρντίνα και μποτάκια,
νέα απροσδιορίστου ηλικίας κι αυτή, ανοίγει την τζαμένια πόρτα, νευρική και
αγχωμένη, και μπαίνει μέσα. Είναι η Σοφία από το Σ’ εσάς που με ακούτε, μια νεαρή γυναίκα που βρέθηκε στη Γερμανία
σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από ένα γεγονός που άφησε ανάπηρο τον αδελφό της,
κατέστρεψε την οικογένειά της και υποθήκευσε διά παντός τη δυνατότητά της να
ζήσει καλά, δημιουργικά, με όση ευτυχία αναλογεί σ’ έναν άνθρωπο. Η ηθοποιός θα
ερμηνεύσει τον μικρό μονόλογό της μπροστά στην τζαμένια πόρτα, φωτισμένη μόνο
από τα φώτα της Δεινοκράτους κι από ένα φορητό προβολάκι
που κρατά ο νεαρός άνδρας απέξω, κατευθύνοντας το φως πάνω της.
Οι ήχοι από τα τύμπανα το μοναχικού τυμπανιστή (Μανούσος Κλαπάκης) στο κέντρο της
αίθουσας χωρίζουν τα τρία μέρη της ωριαίας παράστασης. Ή δηλώνουν τις μικρές
διακοπές ή τις στροφές στη ροή του λόγου της Σοφίας Αποστόλου από το Ο ουρανός κατακόκκινος, το
βασικό/κεντρικό μέρος της σκηνικής πράξης. Τώρα η δράση μεταφέρεται στο χώρο
του φωταγωγού – δύο μεγάλα παράθυρα, αντί τοίχων, επιτρέπουν στο κοινό να παρακολουθεί
την εξομολόγηση της αλκοολικής ηρωίδας. Λευκό φως από νέον, η Λυδία Κονιόρδου
με γυαλιά-πεταλούδα, ένα ριχτό λουλουδάτο ρούχο και ελαφρό τρέμουλο στη φωνή
αποκαλύπτουν πώς η κατάρρευση του ατόμου μπορεί να σημαίνει την κατάρρευση ενός
ολόκληρου κόσμου, της κοινωνίας, των ιδεών και των αγώνων που καθόρισαν τη ζωή
των ανθρώπων όλο τον προηγούμενο αιώνα.
Τα εύσημα, βέβαια, ανήκουν πρώτα στη μεγάλη Λούλα Αναγνωστάκη, που έγραψε αυτό το βαθύ, οξύ κείμενο για
τον ηρωισμό που απαιτεί η καθημερινότητα, για τη ροπή μας στο Κακό (χωρίς να
υπάρχει απαραιτήτως κάποιος ψυχολογικός ή άλλος σοβαρός λόγος που να
δικαιολογεί την επιλογή μας), για την αληθινή ελευθερία που είναι πρωτίστως
προσωπικό, «εσωτερικό» επίτευγμα. Αλλά επειδή οι λέξεις μόνες τους είναι πάντα
λίγες, δεν μπορώ να μη θαυμάσω αυτή την ερμηνευτική ευλυγισία (χαμηλόφωνη και
εσωτερική, στον αντίποδα του μεγέθους των ερμηνειών της στην τραγωδία), αυτό
τον πλούτο των παραμικρών αισθηματικών αποχρώσεων, αυτήν τη φωτιά που καίει την
Κονιόρδου –και μένα– όταν λέει τις καταληκτικές προτάσεις του έργου Ο ουρανός κατακόκκινος: «… Εγώ δεν
βολεύομαι. Δεν είμαι ο μέσος όρος. Δεν είμαι απ’ αυτούς που ρίχνουν νερό στον
μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε! Δεν έχω καν
αλυσίδες για να τις χάσω. Ποτέ δεν είχα αλυσίδες εγώ! Εγώ. Κάνω τη δική μου
επανάσταση!».
Η Λούλα Αναγνωστάκη απέδωσε
το 2002 με εντυπωσιακή δραματουργική εμβρίθεια και οξυδέρκεια αυτό που θα
ακολουθούσε, αυτό που συμβαίνει σήμερα. Η Λυδία Κονιόρδου, ερμηνεύοντας τον λόγο
της Αναγνωστάκη, προσφέρει την έμπρακτη απόδειξη πολλών εξ όσων έχει γράψει ο master Πίτερ Μπρουκ. Ένα μάθημα υποκριτικής στον άδειο
χώρο.
Στην παρουσίαση στο
κείμενο (α) αναφέρονται αναλυτικά οι συντελεστές της παράστασης, προσφέρεται
μια περίληψη του έργου και δίνονται απαραίτητες πληροφορίες για τους θεατές
όπως π.χ. οι ημέρες των παραστάσεων, το τηλέφωνο του θεάτρου, η τιμή των
εισιτηρίων κ.λπ. Η κριτική στο κείμενο (β) επιλέγει κάποια από αυτά τα στοιχεία
όπως λ.χ. τα ονόματα των συντελεστών για να αξιολογήσει το έργο τους, ενώ
παραλείπει τις πληροφορίες που οι θεατές μπορούν να αναζητήσουν σε άλλες πηγές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο κείμενα επιλέγουν και παραθέτουν
αποσπάσματα από το θεατρικό έργο με διαφορετικό όμως στόχο: την προσέλκυση του
κοινού στην περίπτωση της παρουσίασης και την εμβάθυνση στην αξιολόγηση στην
περίπτωση της κριτικής.
Εντοπίστε
τη δομή της ακόλουθης βιβλιοκριτικής. Προετοιμάζει η συγγραφέας της κριτικής για
τη συνολική θετική αξιολόγηση του βιβλίου;
Η
Μάρω Βαμβουνάκη επιστρέφει κοντά
μας με ένα καινούργιο βιβλίο, το «Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη», και μας ξεναγεί
πάλι στα μονοπάτια της ψυχής με στόχο πάντα να προσεγγίσουμε τον εαυτό μας και να
αναπτύξουμε τη συναισθηματική μας ζωή αποβλέποντας σε μια σωτηρία της ψυχικής μας
υγείας, η οποία το τελευταίο διάστημα απειλείται όσο ποτέ άλλοτε.
Το βιβλίο αποτελείται από δεκατρία κεφάλαια – περιστατικά
ατόμων που γνώρισε η συγγραφέας και τα οποία είναι για την ίδια η αφορμή για τη
διατύπωση κάποιων διαπιστώσεων και θεωριών που προκύπτουν από την πράξη και μπορούν
να φωτίσουν κάποια σκοτεινά σημεία της συμπεριφοράς μας και των προθέσεών μας και
να μας βοηθήσουν να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους.
Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά με έναν Αθηναίο ταξιδιώτη που περιφέρεται μόνος ένα απόγευμα
Κυριακής στη Βιέννη. Παράλληλα με την περιήγησή του στην πόλη αυτή προχωρά και στην
αυτοκριτική του όσο ποτέ άλλοτε πριν. Στα επόμενα κεφάλαια ορμώμενη από διάφορες
προσωπικές ιστορίες και περιστατικά η συγγραφέας αναπτύσσει νέες θεωρίες και καταρρίπτει
κάποιες που έχουν καθιερωθεί σε μας ως αληθείς. Επίσης, κατορθώνει ψάχνοντας βαθιά
στις ψυχές των ατόμων να προσεγγίσει κατά πολύ την ουσία των πραγμάτων και την αλήθεια
που πολλές φορές αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Όπως η ίδια ισχυρίζεται, οι περισσότεροι
είμαστε σε θέση να αναπτυσσόμαστε διανοητικά, όμως το συναίσθημα επιμένει να παραμένει
καθηλωμένο σε παιδικά στάδια, σε εγωκεντρικές ανάγκες και αντιδράσεις παιδαριώδεις.
Είναι ανάγκη να αρχίσει να ξηλώνει κανείς το ψευδοϋφαντό
που του σκέπασε τον χαρακτήρα, να παραδεχθεί όσα στ’ αλήθεια επιθυμεί, όσα πράγματι
φοβάται. Δεν υπάρχει συνείδηση αλλιώς…
Κάποιοι θεωρούν την ψυχανάλυση και γενικότερα τέτοιου είδους
εκλαϊκευμένα βιβλία ψυχανάλυσης όχι τόσο «σοβαρά» και άξια του δικού τους «υψηλού»
επιπέδου. Για μένα η αξία του βιβλίου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι προκαλεί νέους
προβληματισμούς και δεν αναμασά ίδιες σκέψεις και ιδέες. Επίσης, η συγγραφέας ωθεί
τον αναγνώστη να ανακαλύψει τη δική του αλήθεια και να ακολουθήσει τον δικό του
μοναδικό δρόμο και όχι τη συνηθισμένη πεπατημένη των πολλών. Η Μάρω Βαμβουνάκη προσπαθεί να φωτίσει
τον δρόμο των πολλών και όχι των λίγων και «εκλεκτών». Γι αυτό ακριβώς τα βιβλία
της είναι πολύτιμα.
Η βιβλιοκριτική
αρχίζει με στοιχεία για το βιβλίο (συγγραφέας, τίτλος) και μια γενική κρίση,
προχωρά σε μια παρουσίαση των κεφαλαίων του και ολοκληρώνεται με την κριτική
αξιολόγησή του. Η επιλογή θετικά φορτισμένων λέξεων και εκφράσεων όπως ξεναγεί, σωτηρία, φωτίσουν, βελτιώσουμε, κατορθώνει, ουσία
των πραγμάτων κ.ά. προετοιμάζει ουσιαστικά για την τελική θετική
αξιολόγηση, καθώς δείχνει έμμεσα τη στάση του συντάκτη της βιβλιοκριτικής.
Πώς
πείθει ο συγγραφέας της ακόλουθης κριτικής τους αναγνώστες του να επισκεφθούν
το εστιατόριο που περιγράφεται;
Περνώντας
από την πολυσύχναστη οδό Περικλέους στο κέντρο του Χολαργού, αποκλείεται να μην
προσέξει κανείς τη νέα γαστρονομική πρόταση, που αγγίζει τα όρια της
«υπερπαραγωγής» και ακούει στο όνομα «ΧΧ». Μπαίνοντας κανείς χάνεται στο μεγάλο
χώρο της σάλας που αποτελείται από τον ημιυπαίθριο
και τον εσωτερικό χώρο. Τα χρώματα γήινα και ζεστά, τα υλικά ξύλο, τούβλο και
πάλι ξύλο.
Οι επιλογές στον κατάλογο πολλές. Από τα πρώτα
δοκιμάσαμε κλασικές Κρητικές γεύσεις, όπως το Σφακιανό
σύγλινο με αυγά στραπατσάδα
(€6,90) το οποίο είχε άρωμα μεσημεριού στην πλατεία του χωριού. Οι τηγανιτοί κολοκυθοανθοί (€6,00) είχαν πρωτότυπη γεύση και ήταν σωστά
τηγανισμένοι, άνευ της ενοχλητικής τηγανισμένης λαδίλας. Η κουκουβάγια με ξινομυζήθρα και ντομάτα, ή αλλιώς ντάκος
(€5,50), έχανε σε ένταση και η ντομάτα ήταν αρκετά άνοστη. Την έσωζε ίσως το
καλής ποιότητας τυρί. Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσαν οι πατάτες χωριάτικες στο
τηγάνι με στάκα (€3,40). Πατάτες χοντρά κομμένες, με
τη φλούδα τους, ωραία τηγανισμένες και απογειωμένες από την υπέροχη στάκα που τις συνόδευε. Η απλότητα στο μεγαλείο της!
Τα κυρίως ήταν μια αντάξια συνέχεια των πρώτων πιάτων.
Τα λουκάνικα Ρεθύμνου (€5,50) έδιναν την αίσθηση ότι τρως απάκι
καλής ποιότητας μεταμφιεσμένο σε
λουκάνικο. Όμως το πραγματικό ποίημα ήταν η Ανωγειανή
μακαρονάδα με ζωμό κρέατος και μυζήθρα (€6,50). Ένιωσα πως γύρισα στο χωριό των
παιδικών μου χρόνων, με τη γιαγιά Χριστίνα να ζωντανεύει μέσα από αυτή τη ζεστή
και οικεία γεύση. Την προτείνω ανεπιφύλακτα. Τα παϊδάκια (€10,50 η μερίδα) ήταν
άψογα ψημένα, με καθαρά και ζουμερά κομμάτια κρέατος.
Το σέρβις ήταν γρήγορο και ευγενικό, παρ’ ότι το μαγαζί
ήταν γεμάτο. Η λίστα κρασιού είχε ελλείψεις, ενώ το χύμα κόκκινο κρασί που
δοκιμάσαμε καλό θα ήταν να αντικατασταθεί σύντομα, γιατί χαλάει την πολύ καλή,
κατά τα άλλα εικόνα του μαγαζιού.
Το ΧΧ με τα €20 περίπου το άτομο, χωρίς κρασί, μπορεί
να αποτελέσει μια ποιοτική καθημερινή επιλογή. Η σχέση ποιότητας-τιμής σε αυτό
το εστιατόριο είναι από τις καλύτερες που έχω συναντήσει. Ο Ζωνιανός
μάγειρας και ο Ανωγειανός ιδιοκτήτης έχουν καταφέρει
να φυσήξουν ένα δυνατό άνεμο που κουβάλησε το άρωμα της Κρήτης στο Χολαργό. Αν
θέλετε να το μυρίσετε κι εσείς, δεν έχετε παρά να κάνετε την κράτησή σας και να
ανηφορίσετε στο Χολαργό.
Η περιγραφή του
εστιατορίου συνδυάζει την άμεση και την έμμεση αξιολόγηση. Ο συντάκτης του
κειμένου διατυπώνει ρητές προτάσεις προς τους αναγνώστες (Την προτείνω ανεπιφύλακτα), οι οποίες μπορεί να συνδυάζονται και με
στοιχεία τροπικότητας (Αν θέλετε να το μυρίσετε κι εσείς, δεν έχετε παρά…). Πιο σημαντικά
είναι τα έμμεσα στοιχεία αξιολόγησης, που περιλαμβάνουν θετικά περιγραφικά (γήινα και ζεστά) και ιδίως αξιολογικά επίθετα (κλασικές, πρωτότυπη, ευχάριστη, αντάξια, οικεία), τα οποία είναι
χαρακτηρισμένα ως θετικά, χωρίς να περιγράφουν μια ιδιότητα του αντικειμένου
στο οποίο αναφέρονται, καθώς και τα σχετικά επιρρήματα (άψογα κλπ.). Στα στοιχεία πειθούς πρέπει να αναφερθούν οι τολμηρές
μεταφορές (απογειωμένες, μεταμφιεσμένο,
ποίημα, δυνατό άνεμο, άρωμα της Κρήτης), η προσωπική εμπλοκή του συντάκτη
(π.χ. που έχω συναντήσει) και η
τοποθέτηση της κριτικής μέσα σε μια ιστορία στην αρχή του κειμένου, που
συνδέεται με το τέλος του.
Εντοπίστε
τα στοιχεία αξιολόγησης στις παρακάτω κριτικές. Μπορείτε να τα ταξινομήσετε σε
θετικά, αρνητικά και ουδέτερα; Πώς διαφέρει η κριτική του επαγγελματία κριτικού
στο α από τις υπόλοιπες κριτικές, που προέρχονται από θεατές;
α)
Συνδυάζοντας την ερεβώδη μπαρόκ αισθητική του Καραβάτζιο
με ινδικές επιρροές (το ντύσιμο των ιερειών) και κάποιες αρχαιοελληνικές αναφορές
(η στολή των ελλήνων πολεμιστών), ο Σινγκ δημιουργεί ένα
προσωπικό στιλιστικό σύμπαν, στο οποίο στηρίζει ολόκληρο το κινηματογραφικό του
οικοδόμημα. Ο δημιουργικός του ναρκισσισμός και το ακραίο στιλιζάρισμα, πάντως,
αποδυναμώνουν την εσωτερική συνοχή του φιλμ, με τους "Αθάνατους" να μην
καταφέρνουν να αποκτήσουν ρυθμό και στοιχεία καθαρής περιπέτειας ακόμη και στην
τελική –υπέρ πάντων– μάχη.
β)
Κακή επιλογή ηθοποιών, κακή φαντασία, καλά εφέ. Οι θεοί του Ολύμπου έχουν τουλάχιστον
τρίχες και οι Τιτάνες δεν είναι σαν Goblins!
γ)
Τα gigabyte μου πίσω! Όχι απλά δεν αξίζει να πληρώσεις
στον κινηματογράφο, ούτε να το νοικιάσεις, αλλά ούτε να το κατεβάσεις. Λιθοβολισμό
στους «Έλληνες» σεναριογράφους!
δ)
Απίστευτη ταινία. Τρομερά καλοφτιαγμένη και απλά εντυπωσιακή. Δεν με ενδιαφέρει
που δεν ταιριάζει με τη μυθολογία μας. Άλλωστε και τα δυο μυθολογία είναι. Όσο για
το πολύ αίμα χρειαζόταν για να είναι εντυπωσιακή. Και ο «Μονομάχος», αν θυμάστε,
που είχε σαρώσει τα βραβεία, είχε πολύ αίμα.
ε)
Απλώς ΧΑΛΙΑ. Δεν αξίζει καθόλου να τη δείτε. Ακόμα και χωρίς την απίστευτη βία και
τους χάλια ηθοποιούς, αυτό το έκτρωμα που τολμούν να αποκαλούν ελληνική μυθολογία
είναι απολύτως φρικτό!!!
ΜΙΑ
ΒΛΑΚΕΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ
στ)
Μέτρια. Βλέπεται ευχάριστα.
ζ)
Δεν μετάνιωσα που την είδα στο σινεμά, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας. Τη βρήκα απλά
ΟΚ. Δεν συγκρίνεται με τους 300! Έτσι κι αλλιώς μόνο οι παραγωγοί είναι το κοινό
τους στοιχείο, όχι κάτι άλλο. Αν σου αρέσουν αυτού του είδους οι ταινίες, δες το,
αλλά μην έχεις και πολύ μεγάλες προσδοκίες.
Ορισμένα βασικά στοιχεία
αξιολόγησης που μπορούν να εντοπιστούν στις κριτικές είναι τα ακόλουθα:
|
Θετικά |
Αρνητικά |
Ουδέτερα |
α |
δημιουργεί
σύμπαν |
ναρκισσισμός,
ακραίο στιλιζάρισμα, αποδυναμώνουν, να μην καταφέρνουν, ακόμη και |
ερεβώδη,
αναφορές |
β |
καλά,
τουλάχιστον, δεν είναι σαν |
κακή |
|
γ |
|
όχι
απλά δεν…ούτε να, λιθοβολισμό, |
|
δ |
καλοφτιαγμένη,
εντυπωσιακή |
πολύ
αίμα |
απίστευτη
τρομερά |
ε |
|
χάλια,
δεν αξίζει καθόλου, ακόμα και, έκτρωμα, φρικτό |
απίστευτη
απολύτως |
στ |
ευχάριστα |
|
μέτρια |
ζ |
|
δεν…δεν,
όχι κάτι άλλο, μην έχεις |
ΟΚ |
Επιπλέον, στοιχεία
όπως η στίξη επιτείνουν την αρνητική ή θετική τοποθέτηση των συντακτών της
κριτικής. Η κριτική του επαγγελματία κριτικού διαφέρει από τις κριτικές των
θεατών καθώς επιχειρεί να δώσει μια πιο ισορροπημένη αποτίμηση της ταινίας και
αποφεύγει τις ακραίες εκφράσεις, αλλά και τη στίξη, επιλέγοντας πιο
αμφιλεγόμενα γλωσσικά στοιχεία.