Σας
δίνεται το παρακάτω λήμμα από λεξικό:
τραγουδιστής ο [traγuδistís]
Ο7 θηλ. τραγουδίστρια [traγuδístria] Ο27 :
1. αυτός που τραγουδάει ωραία και κυρίως ο επαγγελματίας καλλιτέχνης που
ασχολείται με το τραγούδι: ~ / τραγουδίστρια ελαφρών / μοντέρνων τραγουδιών.
~ κλασικού τραγουδιού, αοιδός. 2. αυτός που εξυμνεί με στίχους ή
με τραγούδια κπ. ή κτ.: Ο Παλαμάς, ο ~ της λιμνοθάλασσας.
[μσν. τραγουδιστής < τραγουδ(ώ)
-ιστής· λόγ. τραγουδισ(τής) -τρια]
Σε
τι είδους λεξικό πιστεύετε ότι ανήκει το λήμμα;
Σε μονόγλωσσο λεξικό
της νέας ελληνικής (συγκεκριμένα στο Λεξικό
της Κοινής Νεοελληνικής, του
Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών).
Σας
δίνεται το παρακάτω λήμμα από λεξικό:
αθλητισμός
[aθlitizmós] ο,
athletics, competitive
sports:
o ~ στίβου track
games |
o μορφές ψυχαγωγίας και αθλητισμού |
o
επιδίδεται στον αθλητισμό he occupies himself w.
athletics |
o αποδίδουν στον αθλητισμό διεγερτικήν
επίδραση (Katsigra)
the cause, subject, problem of
athletics:
o συζητούμε για αθλητισμό
[der
of αθλητής]
Σε
τι είδους λεξικό πιστεύετε ότι ανήκει το λήμμα;
Σε δίγλωσσο ελληνο-αγγλικό λεξικό (συγκεκριμένα στο Ελληνο-αγγλικό Λεξικό Γεωργακά).
Σας δίνεται το
παρακάτω λήμμα από λεξικό:
γραμματίζω.
·
Διδάσκω
(κάπ.) γράμματα, μορφώνω:
o Έχεις, ήλιέ μου, παιδίν, αγούριν,
παλληκάριν; Βάλε σχοινίν και πνίξε το και μη το γραμματίσεις (Γλυκά, Στ. 211).
·
Η
μτχ. παρκ. ως επίθ. = που ξέρει γράμματα, μορφωμένος:
o υπάρχουσι καλοί χριστιανοί και
γραμματισμένοι γράμματα ελληνικά (Μηλ.,
Οδοιπ. 635· Χρον.
σουλτ. 14327).
[μτγν. γραμματίζω.
Η λ. και σήμ. ποντ. και κρητ. Η μτχ. παρκ. κοιν.]
Πιστεύετε
ότι το λήμμα ανήκει σε λεξικό: α) της νέας ελληνικής, β) της αρχαίας ελληνικής
ή γ) της μεσαιωνικής ελληνικής;
γ) της μεσαιωνικής
ελληνικής (συγκεκριμένα στην Επιτομή του
Λεξικού Μεσαιωνικής και Δημώδους
Γραμματείας του Κριαρά).
Τι
είδους λεξικά χρησιμοποιείτε συχνά στο σπίτι ή στο σχολείο σας;