Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ελληνόγλωσσο έργο του |
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον
Ποίημα Λυρικό1.
Λευθεριά, για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί· τώρα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον το κορμί· 2.
5 και κατόπι ας ακλουθούνε όσοι επράξανε λαμπρά· αποπάνου του ας χτυπούνε μόνον στήθια ηρωικά. 3.
Πρώτοι ας έλθουνε οι Σουλιώτες, 10 και απ’ το Λείψανον αυτό ας μακραίνουν οι προδότες, και απ’ τα λόγια οπού θα πω· 4.
φλάμπουρα, όπλα τιμημένα, ας γειρθούν κατά τη γη, 15 καθώς ήτανε γειρμένα εις του Μάρκου τη θανή, 5.
που βαστούσε το μαχαίρι όταν του ’λειψε η ζωή μες στο ανδρόφονο το χέρι 20 και δεν τ’ άφηνε να βγει. * 6.
Αναθράφηκε ο γενναίος στων αρμάτων την κλαγγή· τούτον έμπνευσε, όντας νέος, μία θεά μελωδική. 7.
25 Με τες θείες της αδελφάδες εστεκότουν σιωπηλή, ενώ αυξαίνανε οι λαμπράδες στου Θεού την κεφαλή, 8.
που εμελέτουνε τη Χτίση· 30 και ότι εβγήκε η προσταγή, οπού εστένεψε τη Φύση αιφνιδίως να φωτιστεί, 9.
με τα μάτια ακολουθώντας το νεογέννητο το φως, 35 και σε δαύτο αναφτερώντας, της εξέβγαινε ο ψαλμός 10.
απ’ τ’ αθάνατο το στόμα, και απομάκραινε η βροντή, που το Χάος έκανε ακόμα 40 στην ογλήγορη φυγή, 11.
έως που ολόκληρον εχάθη στου Έρεβου τη φυλακή, όπου απλώθηκε και εστάθη σα στην πρώτη του πηγή. 12.
45 —Ψάλλε, Μπάιρον, του λαλούσε, όσες βλέπεις ομορφιές· και κειος, που εκρυφαγρικούσε ανταπόκριση μ’ αυτές, 13.
βάνεται, τες τραγουδάει 50 μ’ ένα χείλο αρμονικό, και τα πάθη έτσι σου γγιάει, που τραγούδι πλέον ψηλό 14.
δεν ακούστηκεν, απ’ ότα * έψαλ’ ο Άγγλος ο τυφλός 55 τ’ αγκαλιάσματα τα πρώτα που έδωσ’ άντρας γυναικός. 15.
Συχνά εβράχνιασε η μιλιά του τραγουδώντας λυπηρά, πως στον ήλιον αποκάτου 60 είναι λίγη ελευθεριά. 16.
«Κάθε γη», παραπονιέται, * «εσκλαβώθηκε — είναι μια, όπου ο άνθρωπος τιμιέται, αποδώθενε μακριά, 17.
65 »την οποία χτυπάει το νάμα σύνορα τ’ Ατλαντικό· μετανώνει εν τω άμα όποιος πάει με στοχασμό 18.
»τη γλυκιάν Ελευθερία 70 να της βλάψει από κοντά· το δοκίμασεν η Αγγλία! Κανείς πλέον ας μην κοτά». 19.
Και ότι βούλεται να φύγει * εκεί πέρα ο Ποιητής, 75 ανεπόλπιστα ξανοίγει εσέ εδώ να πεταχτείς. 20.
Επετάχτηκες! Μονάχη· χωρίς άλλος να σου πει: η,80 ί. 21.
Να σ’ το πει, και να σε ρίξει στων Τουρκών τες τουφεκιές ασυντρόφιαστη, αν ξανοίξει τες περίστασες δεινές, 22.
85 κι αν τες εύρει ευτυχισμένες, νά ’λθει αντίς για τον εχθρό, μ’ άλλες άλυσες φτιασμένες αποκάτου απ’ το Σταυρό, 23.
που ’χε λάβει στες αγκάλες 90 από μας, κι είχε θεούς αστραπές, ανεμοζάλες, και βροντές και ποταμούς. 24.
Μόνον τ’ αδικοσφαμένα τα παιδιά σου, στριμωχτά, 95 με τα χέρια τσακισμένα σε εσπρώξανε ομπροστά, 25.
και Συ εχύθηκες, πετώντας μία ματιά στον Ουρανό, που τα δίκια σου θωρώντας 100 απεκρίθηκε: ω. 26.
Και χτυπώντας ξεθυμαίνει εις το πέλαγο, εις τη γη, η ρομφαία σου πυρωμένη οχ την Άπλαστη Φωνή, 27.
105 και θαυμάσια τόσα πράχτει, οπού οι Τύραννοι της γης σ’ εσέ κίνησαν με άχτι, όμως έστρεψαν ευθύς. 28.
Χαίρε! Κι όποιος σε μισάει 110 και πικρά σε λοιδορεί ευτυχιά να πιθυμάει και ποτέ να μην την δει· 29.
και να κλαίει πως ήλθε η ώρα η πατρίς του να δεθεί 115 με τα σίδερα που τώρα πας συντρίβοντας Εσύ. 30.
Χαίρου ωστόσο όλους τους τόπους που εξανάλαβαν γοργά πάλι ελεύθερους ανθρώπους· 120 και του Μπάιρον τη χαρά 31.
χαίρου, ανάμεσα στα άλλα πράγματα που σε τιμούν· οι Μεγάλοι τα μεγάλα που τους μοιάζουνε αγαπούν. 32.
125 Βλέποντάς σε αναγαλλιάζει η θλιμμένη του ψυχή, και του λέγει: ί. 33.
Και κινάει να σ’ απαντήσει· 130 και η Φήμη του Ποιητού, που τον κόσμο είχε γυρίσει και τη δέχτηκαν παντού, 34.
μπροστοπάταε, να σε κράξει με όνομα τόσο γλυκύ, 135 που όποιο μάτι σε κοιτάξει σε ξανοίγει πλέον σεμνή. 35.
Τον ακλούθησεν ο πλούτος, θείος στα χέρια του καλού, και κακόπραχτος, αν ούτως 140 και είν’ στα χέρια του κακού. 36.
Μ’ ένα βλέμμα οπού φονεύει τα φρονήματα τα αισχρά, τρομερή τον συντροφεύει, στέκοντάς του εις τη δεξιά, 37.
145 και όντας άφαντη στους άλλους, του Αλκαίου η σκιά, και τους ώμους τους μεγάλους λίγο γέρνοντας, κρυφά 38.
λόγια αθάνατα του λέει, 150 με τα οποία στα σωθικά το θυμό τού ξανακαίει εναντίον στην αδικιά· 39.
θυμόν, τρόμο όλον γεμάτον, που νικάει την ταραχή 155 των βροντόκραυγων αρμάτων, και πετιέται ολού με ορμή, 40.
και του τύραννου χτυπάει τη βουλή, και την ξυπνά, στη στιγμή που μελετάει 160 των λαών τη συμφορά. 41.
Μόνον άκουε του Κοράκου * της Αυστρίας το κραυγητό, που δεν έκρωξε του κάκου, και επεθύμαε το κακό. 42.
165 Ομοίως έστρεφεν η Μοίρα, * που είχε πάντοτε σταθεί μες στης Κόλασης τη θύρα με το Κρίμα ανταμωτή, 43.
έστρεφε κατά τη Χτίση, 170 γιατί εμύριζε νεκρή μυρωδία που ’χε σκορπίσει η πικρή μεταβολή· 44.
και από τ’ άπειρο διάστημα αντισήκωνε ψηλά 175 το μιαρό της το ανάστημα να χαρεί τη μυρωδιά. 45.
— Στην Ελλάδα χαροκόπι· γιατί Εκείνον που ζητεί βλέπει να ’ρχεται, και οι τόποι 180 που η σκλαβιά καταπατεί, 46.
χαμηλή την κεφαλή τους, αγρικώντας τη βουή, εδακρύζαν, και οι δεσμοί τους τους εφάνηκαν διπλοί. 47.
185 Αλλά αμέσως όλοι οι άλλοι που είχαν ελευθερωθεί και έχουν δάφνη στο κεφάλι που δε θέλει μαραθεί, 48.
τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν 190 και τες δάφνες που φορούν χαιρετώντας τον σηκώνουν και μ’ αυτές τον προσκαλούν. 49.
ι; Βουνά και λόγγοικαι λαγκάδια αϊλογούν. 195 Πού θα πάει; — Στο Μεσολόγγι, και άλλοι ας μη ζηλοφθονούν. 50.
Τέτοιο χώμα, απ’ την ημέρα * τη μεγάλη του Χριστού, που είχε φέρει απ’ τον αιθέρα 200 τιμή εμάς και δόξα Αυτού, 51.
είν’ ιερό προσκυνητάρι, και δε θέλει πατηθεί από βάρβαρο ποδάρι, πάρεξ όταν χαλαστεί. 52.
205 Δέν ηταν τη μέρα τούτη μοσχολίβανα, ψαλμοί· νά, μολύβια, νά μπαρούτι, νά, σπαθιών λαμποκοπή. 53.
Στον αέρα ανακατώνονται 210 οι σπιθόβολοι καπνοί, και αποπάνου φανερώνονται ίσκιοι θείοι πολεμικοί· 54.
και είναι αυτοί που πολεμώντας εσκεπάσανε τη γη 215 πάνου εις τ’ άρματα βροντώντας με το ελεύθερο κορμί· 55.
και αγκαλιάσματα εκεί πλήθια, δάφνες έλαβαν, φιλιά, όσα ελάβανε εις τα στήθια 220 βόλια τούρκικα, σπαθιά. 56.
Όλοι εκείνοι οι πολεμάρχοι περιζώνουνε πυκνοί την ψυχή του Πατριάρχη που τον πόλεμο ευλογεί· 57.
225 και αναδεύονται, και γέρνουν, και εις το πρόσωπο ιλαροί, χεραπλώνουνε και παίρνουν από τη σπιθοβολή. 58.
Εδώ βλέπει αντρειωμένα 230 να φρονούν παρά ποτέ· και όλος έρωτα για σένα προσηλώνεται σ’ εσέ. 59.
Το πουλί που βασιλεύει πάνου εις τ’ άλλα τα πουλιά 235 γληγορότατα αναδεύει τα αιθερόλαμνα φτερά, 60.
τρέχει, χάνεται και πίνει τόλμην πίνει ο οφθαλμός από τ’ άστρον οπού χύνει 240 κύματα άφθαρτα φωτός. 61.
Πλανημένη η φαντασιά του μες στο μέλλον το αργό, που προσμένει τ’ όνομά του να το κάμει πλέον λαμπρό, 62.
245 ολοφλόγιστη πηδάει εισέ μία ματιού ροπή· στρέφει απέκει και κοιτάει·— ανεκδιήγητη αντηχεί 63.
απ’ του κόσμου όλου τα πέρατα 250 του Καιρού η χλαλοή, και διηγώντας του τα τέρατα του χτυπάει την ακοή· 64.
έθνη που άλλα φοβερίζουν, φωνές, θρόνοι δυνατοί· 255 άλλοι πέφτουνε, άλλοι τρίζουν, και άλλοι ατάραχτοι και ορθοί· 65.
από φόβο και από τρόμο, από βάρβαρους δεσμούς, που ’ναι σκόρπιοι εις κάθε δρόμο, 260 και από μύριους υβρισμούς, 66.
βγαίνει, ανάμεσα στους κρότους των γενναίων που την παινούν, και κοιτούνται ανάμεσό τους για το θαύμα που θωρούν, 67.
265 μία Γυναίκα, που ’χε βάλει μες στα βάσανα ο καιρός, ξαναδείχνοντας τα κάλλη που της έσβησε ο ζυγός, 68.
μόνο έχοντας για σκέπη 270 τα τουφέκια τα εθνικά, και το χαίρεται να βλέπει πως και Αυτός την ακλουθά. 69.
Αχ! συνέρχεται…ξανοίγει Ερινύαν φαρμακερή, 275 όπου αγιάτρευτην ανοίγει της Ελλάδας μίαν πληγή· 70.
Ερινύαν από τα χθόνια που η Ελπίδα απαρατά· η θεομίσητη Διχόνοια 280 που τον άνθρωπο χαλνά. 71.
Αφού εδιώχτηκε από τ’ άστρα όπου ετόλμησε να πα, πάει στους κάμπους, πάει στα κάστρα, χωρίς νά βρει δυσκολιά· 72.
285 και κρατώντας κάτι φίδια που είχε βγάλει απ’ την καρδιά, και, χτυπώντας τα πιτήδεια εις τους Έλληνας, περνά· 73.
και όχι πλέον τραγούδια νίκης 290 ωσάν πρώτα, ενώ τυφλά, με το τρέξιμο της φρίκης, τούρκικα άλογα πολλά 74.
ετσακίζανε τα χνάρια στην απέλπιστη φυγή 295 και εγκρεμίζαν παλικάρια του γκρεμνού από την κορφή· 75.
όχι πλέον, όχι τα δυνα- τά στοιχεία να μας θωρούν, και να οργίζονται και εκείνα 300 και για μας να πολεμούν· * 76.
αλλά πάει στους νόας μία θέρμη που είναι αλλιώτικη απ’ αυτή οπού εσκόρπισε στην έρμη Χιο του Τούρκου η πιβουλή, * 77.
305 όταν τόσοι επέφταν χάμου και με λόγια απελπισιάς, ε, έλεγαν, υ,και τους έκοβεν ο Αγάς. 78.
Όμως θέρμη· ποίος υβρίζει 310 τον καλύτερο, και ποιος λόγια ανόητα ψιθυρίζει· άλλος στέκεται οκνηρός· 79.
άλλος παίρνει το ποτήρι αποκάτου απ’ την ελιά, 315 ωσάν να ’τουν πανηγύρι, με τα πόδια διπλωτά. 80.
Και άλλοι, αλίτηροι! χτυπώντας πέφτουνε στον αδελφό, και παινεύονται, θαρρώντας 320 πως εχτύπησαν εχθρό. 81.
Και τους φώναξε: «Φευγάτε τσ’ Ερινύας την τρικυμιά· ω! τί κάνετε; Πού πάτε; Γιά φερθείτε ειρηνικά· 82.
325 »γιατί αλλιώς θε να βρεθείτε ή με ξένο βασιλιά, ή θα καταφανισθείτε από χέρια αγαρηνά». * 83.
Αφού εδώ στην παλαιά σου 330 κατοικία και άλλη φορά με διχόνοιες τα παιδιά σου σου ετοιμάσανε εξοριά, 84.
από τότες οπού εσώθη στην Ελλάδα ο Στρατηγός, 335 οπού ο Έλληνας ειπώθη (και τώρα όχι) ο στερινός, 85.
έως που ο κόσμος εβαστούσε τον απάνθρωπον Αλή, που όσον αίμα και αν ρουφούσε 340 τόσο εγύρευε να πιει, 86.
επερνούσαν οι αιώνες ή σε ξένη υποταγή, ή με ψεύτικες κορόνες, ή με σίδερα και οργή· 87.
345 και ήλθε τότες και επερπάτει * όπου επάταγες Εσύ, και του δάκρυζε το μάτι και επιθύμαε να Σε ιδεί, 88.
Κι έλεε: ι!350 Και δεν είναι αληθινό πως μας είχε αδικοβάλει με βρισιές και με θυμό. * 89.
Εζωγράφιζαν οι στίχοι τον γαλάζιον ουρανό, 355 και εκλαιόνταν με την τύχη και με τ’ άστρο το κακό, 90.
εις το οποίον έχει να σκύψει κάθε δύναμη θνητή, και η πατρίδα του να στρίψει 360 παντελώς δεν ημπορεί. 91.
Τώρα αθάμπωτη έχει δόξα, και με φέρσιμο τερπνόν βλέπει αδύνατα τα τόξα των αντίζηλων εθνών· 92.
365 και λαούς αλυσοδένει, και εις τα πόδια τούς πατεί, και το πέλαγο σωπαίνει αν του σύρει μία φωνή· 93.
τέχνες, άρματα, σοφία, 370 τηνε κάνουν δοξαστή, όμως θά βρουνε ευκαιρία να τη φθείρουνε οι καιροί, 94.
και να ιδεί το ριζικό της καθώς είναι η καταχνιά 375 που εις το κλίμα το δικό της κρύβει την αστροφεγγιά. 95.
«Πού είν’» θα λένε σαστισμένοι «το Λεοντάρι το Αγγλικό; Είναι η χήτη του πεσμένη 380 και το μούγκρισμα βουβό». 96.
Αλλ’ η Ελλάς να ξαναζήσει ήταν άξια και να ιδεί ο ερχομός να την τιμήσει του υψηλότατου Ποιητή. 97.
385 Έστεκε στο μισημένο το ζυγό μ’ αραθυμιά· το ποδάρι είχε δεμένο, αλλά ελεύθερη καρδιά. 98.
Εκαθότουνε εις τα όρη 390 ο Σουλιώτης ξακουστός· να τον διώξει δεν ημπόρει πείνα, δίψα και αριθμός. * 99.
Συχνά σπώντας τα θηκάρια με τα χέρια τα λιγνά 395 ορμούν σ’ άπειρα κοντάρια· τες γυναίκες των συχνά 100.
μεγαλόψυχα τραβάει το ίδιον αίσθημα τιμής που κοιτώντας τον Κομβάυ 400 είχε ο ανδρείος Τραγουδιστής. * 101.
Τες εμάζωξε εις το μέρος του Τσαλόγγου το ακρινό της ελευθεριάς ο έρως και τες έμπνευσε χορό· * 102.
405 τέτοιο πήδημα δεν το είδαν ούτε γάμοι, ούτε χαρές, και άλλες μέσα τους επήδαν αθωότερες ζωές. 103.
Τα φορέματα εσφυρίζαν 410 και τα ξέπλεκα μαλλιά, κάθε γύρο που εγυρίζαν αποπάνου έλειπε μια· 104.
χωρίς γόγγυσμα κι αντάρα παρά εκείνη μοναχά 415 οπού εκάναν με την κάρα, με τα στήθια, στα γκρεμά. 105.
Στα ίδια όρη εγεννηθήκαν και τα αδάμαστα παιδιά που την σήμερο εχυθήκαν 420 πάντα οι πρώτοι στη φωτιά. 106.
Γιατί, αλίμονον! γυρίζοντας τσ’ ηύρε ο Μπάιρον σκυθρωπούς; Εγυρεύανε δακρύζοντας τον πλέον ένδοξο απ’ αυτούς. * 107.
425 Όταν στης νυχτός τα βάθη τα πάντα όλα σιωπούν, και εις τον άνθρωπο τα πάθη, που ’ναι ανίκητα, αγρυπνούν, 108.
και γειρμένοι εις το πλευρό τους 430 οι στρατιώτες του Χριστού μύρια βλέπουν στ’ όνειρό τους ξεψυχίσματα του εχθρού· 109.
αυτός άγρυπνος στενάζει, και εις την πλάκα την πικρή 435 που τον Μπότσαρη σκεπάζει για πολλή ώρα αργοπορεί· 110.
έχει πλάγιασμα θανάτου και άλλος άντρας φοβερός * εις τα πόδια του αποκάτου, 440 και είναι αντίκρυ του ο ναός. 111.
Ακριβό σαν την ελπίδα που έχει πάντοτε ο θνητός, γλυκοφέγγει απ’ τη θυρίδα τσ’ Άγιας Τράπεζας το φως· 112.
445 μέσαθε έπαιρνε ο αέρας με δροσόβολη πνοή το λιβάνι της ημέρας και του το ’φερνε ώς εκεί. 113.
Δεν ακούς γύρου πατήματα· 450 μόν’ τον ίσκιο του θωρείς οπού απλώνεται στα μνήματα έρμος, άσειστος, μακρύς, 114.
καθώς βλέπεις και μαυρίζει ίσκιος νέου κυπαρισσιού, 455 αν την άκρη του δε γγίζει αύρα ζέφυρου λεπτού. 115.
Πες μου, Ανδρείε, τί μελετούνε οι γενναίοι σου στοχασμοί, που πολληώρα αργοπορούνε 460 εις του Μάρκου την ταφή; 116.
Σκιάζεται ίσως μη χουμήσουν ξάφνου οι Τούρκοι το πρωί, * και το στράτευμα νικήσουν που έχει ανίκητην ορμή; 117.
465 Σκιάζεσαι τους Βασιλιάδες που έχουν Ένωσιν Ιερή, μη φερθούνε ωσάν Πασάδες στον Μαχμούτ εμπιστευτοί; 118.
Ή σου λέει στα σπλάχνα η φύσις 470 μ’ ένα κίνημα κρυφό: «Την Ελλάδα θε ν’ αφήσεις για να πας στον Ουρανό»; 119.
Βγαίνει μάγεμα απ’ τη στάχτη των Ηρώων, και τον βαστά, 475 και τη θέληση του αδράχτει· τότε αισθάνεται μεμιά 120.
την αράθυμη ψυχή του, που με φλόγα αναζητεί να του σύρει το κορμί του 480 σε φωτιά πολεμική.— 121.
Του πολέμου ένδοξοι οι κάμποι! Είδ’ η Ελλάδα τολμηρά και το Σοφοκλή να λάμπει μέσα στην αρματωσιά· |
122. |
485 και είδε Αυτόν που παρασταίνει μαζωμένους τους Εφτά στην ασπίδα αιματωμένη, όπου ορκώνονταν φριχτά· 123.
ετραγούδααν προθυμότερα 490 τες ωδές του τα παιδιά, και αισθανόντανε αντρειότερα στην ανήλικη καρδιά· 124.
και τα μάτια τους γελούσαν, μάτια μαύρα ως την ελιά 495 των μερτιών, οπού βαστούσαν τραγουδώντας τες γλυκά. 125.
—Στη φωτιά! και θρέφει ελπίδα να νικήσει, να ημπορεί να επιστρέψει στην Πατρίδα 500 το κοράσιο του να ευρεί· 126.
να του λέγει μ’ ένα δάκρυ: «Χαίρου, τέκνο μου ακριβό, εις του στήθους μου την άκρη ελαβώθηκα και εγώ. 127.
505 »Βάλε, φως μου, την παλάμη εις τα στήθια του πατρός· νά την ζώνη που είχε κάμει κόρη τούρκισσα του αντρός». 128.
Και το πέλαγο αγναντεύει 510 ίσως τώρα η κορασιά, και ξεφάντωση γυρεύει με τραγούδια τρυφερά. 129.
«Τον γονιό μου, Πρόνοια Θεία, κάμε τόνε νικητή, 515 εις τα χώματα, στα οποία η γυναίκα απαρατεί 130.
»τα στολίδια, τον καθρέφτη, και αποκάτου απ’ το βυζί ζώνεται άρματα και πέφτει 520 όπου κίνδυνο θωρεί· 131.
»κάμε Εσύ με την μητέρα τη γλυκιά μου να ενωθεί· * έλα γλήγορα, πατέρα, όλη η Αγγλία σε καρτερεί. 132.
525 »Το καράβι πότε αράχνει εισέ θάλασσα αγγλική; Μου σπαράζουνε τα σπλάχνη οπού μου έκαμες εσύ. 133.
»Πες, πότ’ έρχεσαι;»… Ολοένα 530 είν’ το πλοίο του στα νερά, που φλοισβίζουνε σχισμένα και ποσώς δεν τ’ αγρικά. 134.
Ποίος, αλίμονον! μας δίνει μίαν αρχή παρηγοριάς; 535 Απ’ αυτόν δε θε να μείνει μήτε η στάχτη του με μας· 135.
θα την έχουν άλλοι!… Ω! σύρε, σύρε, Μπάιρον, στο καλό· ύπνος έξαφνα σ’ επήρε 540 που δεν έχει ξυπνημό· 136.
είναι αδιάφορο, δε βλάβει, αν εκεί σιμοτινό πλέξει ή τούρκικο καράβι ή καράβι ελληνικό. 137.
545 Άκου, Μπάιρον, πόσον θρήνον κάνει, ενώ σε χαιρετά, η Πατρίδα των Ελλήνων· κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά. 138.
Γιατί εκείτεταν στην κλίνη, 550 και του εβάραινε πολύ πως για πάντα είχε να μείνει και από Σε να χωριστεί· 139.
αρχινάει του ξεσκεπάζει άλλον κόσμο ο λογισμός, 555 και κάθε άλλο σκοταδιάζει και του κρύβεται απ’ εμπρός. 140.
Αλλά αντίκρυ από τα πλάσματα του νοός τα αληθινά, του προβαίνουν δύο φαντάσματα 560 ολοζώντανα και ορθά· 141.
η ακριβή του θυγατέρα, καθώς έμεινε μικρή, * ενώ η τύχη τον πατέρα εκαλούσε αλλού, και Εσύ. 142.
565 Εσύ, θεία του ανθρώπου εικόνα, με τα φέγγη σου, και αυτή όπου σ’ έφθανε στο γόνα με την ώρια κεφαλή, 143.
για λίγη ώρα τού σηκώνετε 570 του άλλου κόσμου τη θωριά, και σ’ εσάς αντισηκώνεται με την πρόθυμη αγκαλιά. 144.
Έτσι ο Άνθρωπος του Αιώνος, * όταν έπαυε να ζει, 575 καθώς ήθελεν ο φθόνος, σ’ ένα αγνώριστο νησί, 145.
και είχε μάρτυρα εις το βράχο του Θεού τον οφθαλμό, και τριγύρω του μονάχο 580 του πελάου το γογγυτό· 146.
ενώ ανάδινε, η ψυχή του μόνους άφησε να ελθούν η Γαλλία και το παιδί του * προς τα μάτια, πριν σβησθούν· 147.
585 και όχι η μοίρα, οπού σαράντα * νίκες τού άδραξε η σκληρή, και βαρύτερη είναι πάντα σε καρδιά βασιλική· 148.
όχι η δόξα η περασμένη, 590 που με βία πολεμική του έδειχνε την Οικουμένη λέγοντάς του: ί. 149.
Στην ταφή του με την πάχνη χύν’ η βρύση το νερό, 595 που του δρόσισε τα σπλάχνη, εις το ψυχομαχητό. 150.
Τες ημέρες, οπού αν μόνο τ’ όνομά του ήθελε πεις, ολιγόστευαν στο θρόνο 600 την αυθάδεια οι βασιλείς, 151.
κατά μας και Αυτός ακόμη είχε ρίξει μία ματιά· * είναι η δάφνη ωραία στην κόμη, όταν φέρνει ελευθεριά. 152.
605 Ω! να μάθαινε ο Μεγάλος πόσην έδειξε χαρά αγρικώντας ένας Γάλλος: * . 153.
Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σύρνει, 610 σύρνει, και έπειτα σιωπεί· όμως κρότους μες στη Σμύρνη όλη η νύχτα ηχολογεί. 154.
Νά, ανθοστόλιστο τραπέζι· δεν είν’ γέννημα Τουρκών, 615 οπού τρώοντας περιπαίζει την αντρεία των Ψαριανών· 155.
μύρια λόγια, γέλια μύρια, και χτυπούν τα φωτερά στα ολογέμιστα ποτήρια 620 και στα γέλια τα τρελά· 156.
με αρμονίες τούς κράζει η λύρα, και επετάχτηκαν ομού, λυσσιασμένοι από την πύρα της χαράς και του κρασιού· 157.
625 και χορεύουνε τριγύρου… Γεια σας, Γάλλοι ευγενικοί! * Είν’ τα χώματα του Ομήρου που το πόδι σας πατεί! 158.
Γιατί μες στ’ αχρεία τους σπλάχνη 630 το φαγί και το πιοτό σε φαρμάκι δεν αλλάχνει να τους φάει το σωθικό; 159.
Και απ’ τη μάνητα ν’ ανάψει αρμοδιότερος χορός, 635 τον οποίον μόνος να πάψει σκληρός θάνατος και αργός, 160.
για ν’ αρχίσουν τη χαρά τους, όντας φάσματα ελαφρά, εμπροστά στο βασιλιά τους 640 και στον Μπάιρον εμπροστά, 161.
οπού φθάνοντας κει κάτου ίσως του ’μεινε ώς εκεί η αέρινη αγκαλιά του σαν πρωτύτερα ανοιχτή! 162.
645 Τονε βλέπω! Του προβαίνουν άλλα φάσματα γοργά, που ακατάπαυστα πληθαίνουν σφόδρα, και είναι Ελληνικά. 163.
Για την ποθητήν Ελλάδα 650 τόσο πρόθυμα ρωτούν, σαν να εζήτααν τη γλυκάδα του φωτός να ξαναϊδούν. 164.
Κλάψες άμετρα χυμένες, χέρια απλότρεμα, κραυγές, 655 που απ’ τσ’ αντίλαλους ’πωμένες είναι πλέον τρομαχτικές. 165.
Κειος σεβάσμια προχωρώντας, και με ανήσυχες ματιές, τα προσώπατα κοιτώντας, 660 και κοιτώντας τες πληγές: 166.
«Η Διχόνοια κατατρέχει την Ελλάδα· αν νικηθεί, Ι,τ’ όνομά σας ξαναζεί.» |
___ |
στροφή 3 |
στ. 10 |
Κι αποκεί κι απ’ ό,τι πω |
στροφή 6 |
Εις άλλο αρχαιότερο χειρόγραφο ευρίσκονται οι εξής δύο στροφές, η πρώτη μόνον σχεδιασμένη: *
Φανερώνονται εις την φύση κάποια υψηλά πνεύματα, τα οποία ο Άπλαστος ηθέλησε να εντύσει με θαυμάσιο φως, |
Και τόσο ένδοξα κινούνε
εις τα χτίσματα της γης, που το θαύμα μαρτυρούνε της αγνώριστης Αρχής. |
Μετά τη στροφή 6 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος ακολουθούν οι δύο επόμενες στροφές:* |
Τέτοιο το ’χε ο Μπάιρον, και όντας
νέος, τον κόσμον βιαστικά επερπάτειε μελετώντας, και δεν έβρισκε ησυχιά, μόν’ της πλάσεως εθεωρούσε γύρω του τες ευμορφιές, και εκειός που εκρυφαγρικούσε ανταπόκριση με αυτές. |
στροφή 20 |
Ασηκώθηκες μονάχη
χωρίς άλλος να σου πει χτύπα κι έρχομαι στη μάχη E laciarti poi sola. |
στροφή 22 |
Και αν σε μπλάξει ευτυχισμένη
ογλήγορα νά ’λθει μ’ άλυσο φτιασμένη |
* |
με την άλυσο φτιασμένη |
στροφή 23 |
Που είν’ σημείο της κεφαλής του,
σημείον Έλεου, Σωτηριάς, που δεν το ’χανε οι γονείς του και το λάβανε από μας εις τες έρμες τους αγκάλες, που ελατρεύαν για θεούς αστραπές, ανεμοζάλες και βροντές και ποταμούς. |
στροφή 24 |
Ότι επρόβαλες την όψη,
πίσω σου ήρθαν στριμωχτά όσα τέκνα σου είχαν κόψει, όταν ήσουν στην ερμιά· (αθώα τέκνα αραχνιασμένα που άνθρωπος δεν τα μετρά) και με χέρια τσακισμένα σε εσπρώξανε ομπροστά. |
στροφή 24 στ. 93 |
Μόνον όλα τα σφαμένα |
* |
Όλα μόν’ τ’ αραχνιασμένα |
στροφή 26 |
Και η ρομφαία σου πυρωμένη
απ’ την Άπλαστη Φωνή εις τα εμπόδια ξεθυμαίνει το θυμό τόσο βαρύ, |
* |
Και αχαλίνωτη παγαίνει
προς τα εμπόδια και βαρεί η ρομφαία σου πυρωμένη οχ την Άπλαστη φωνή |
* |
Και χουμάει κι ομπρός παγαίνει
μες στα εμπόδια και βαρεί η ρομφαία σου […] |
* |
ομπρός παγαίνει
εις τα εμπόδια και βαρεί |
Στο τέλος του χειρογράφου η ακόλουθη παραλλαγή των στροφών 20-29: * |
στροφή 20-29: |
Ασηκώθηκες μονάχη!
Χωρίς άλλος να σου πει: χτύπα κι έρχομαι στη μάχη και να σ’ φήσει μοναχή ή αν σε σμπλάξει ευτυχισμένη νά ’ρθει αντίς για τον εχθρό με την άλυσο φτιασμένη αποκάτου απ’ το σταυρό, που ’χε λάβει στις αγκάλες από σε, και είχε θεούς αστραπές, ανεμοζάλες και βροντές και ποταμούς. Μόνον τ’ αδικοσφαμένα τα παιδιά σου μοναχά * [Τα παιδιά σου (τα τέκνα σου) ήλθανε σιμά] με τα χέρια τζακισμένα σε εσπρώξανε ομπροστά, όπου εχύθηκες πετώντας * [και εσύ εχύθηκες πετώντας] μια ματιά στον ουρανό που το δίκιο σου θωρώντας απεκρίθηκε: Είμ’ εδώ. Και χτυπώντας ξεθυμαίνει εις το πέλαγο, εις τη γη η ρομφαία σου πυρωμένη οχ την άπλαστη φωνή. άχτι όλ’ οι τύραννοι της γης σ’ εσέ εκίνησαν με άχτι όμως έστρεψαν ευτύς. Χαίρε! και όποιος ορα την πατρίδα του να ιδεί με τα σίδερα οπού τώρα πας συντρίβοντας Εσύ. |
Μετά τη στροφή 32 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Νά. Τους Έλληνας ανάφτει
θανάτου ένδοξου τιμή. Φλόγα μάχης παντού αστράφτει, κι η γυναίκα απαρατεί τα στολίδια, τον καθρέφτη, κι αποκάτω απ’ το βυζί ζώνεται άρματα και πέφτει. Στην καπνούρα. Α! πάμε εκεί. Για να σε ξανακοιτάξει αναπάντεχα θωρεί τη ρομφαία σου να πετάξει περισσότερη αστραπή. |
Μετά τη στροφή 34 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Μ’ ένα φόρεμα υφασμένο
απ’ τη μεγαλοψυχιά και στα αίματα βαμμένο των τυράννων τα σκληρά. |
Μετά τη στροφή 40 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Προθυμότατος ο φίλος
της Ελλάδος προχωρεί και τον έκανεν ο ζήλος να πιστεύει πως αργεί. Ο καθένας τον κοιτάει σιωπηλός, και δεν βολεί για το τέλος όπου πάει φωνή ενάντια ν’ ακουστεί. |
Μετά τη στροφή 42 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Έως την ώρα οπού του Πλάνου
η Εύα ακούοντας τη βουλή τους εστράβουνε εδώ πάνου για να θλίψουν τη ζωή. |
στροφή 55 |
Και εκεί απάνου ελάβαν πλήθια
αγκαλιάσματα, φιλιά |
Μετά τη στροφή 68 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Η Επτάλοφος την κράζει
κι αυτή πάει σπουδαστικά, σαν βασίλισσα προστάζει μες στους λόφους τους εφτά, όθεν στέρνει μια φοβέρα στην Ασία με το σπαθί, που ξελάμπει ώς εκεί πέρα κι οπού αλάφιασμα σκορπεί. |
Μετά τη στροφή 82 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Ήθελε να σε φημίζει
ωσάν να ’σουνα αδελφή εκεινής που υπερασπίζει της Αλβιόνος την τιμή. |
στροφή 86 |
Σιμά εις αυτή τη στροφή ευρίσκονται οι δύο τούτοι στίχοι: * |
Εβασίλευεν η βία,
η αρπαγή κι ο σκοτωμός. |
Και εις τούτο το μέρος του ποιήματος αναφέρεται το εξής σχεδίασμα, το οποίον ευρίσκεται εις το ίδιο χειρόγραφο: * |
Και η τούρκικη τυραννία έφθασε εις το άκρο· τότε οι ερμιές και τα βουνά έγιναν προσκυνητάρια Ελευθερίας, εγιομίσανε θεούς, και οι αντίλαλοι ηχολόγησαν από άρματα και υψηλά τραγούδια. |
Βουνά, λόγγοι, και γκρεμοί,
λευθεριάς προσκυνητάρια, και τα πάτησαν θεοί. |
Μετά τη στροφή 86 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Εκαθότουν ο διαβάτης
σε μια πέτρα σκυθρωπός και εμελέτουνε: ς. Και μαζώνονται στη μνήμη τα περίσσια θαυμαστά οπού ελάλησεν η φήμη κι οπού ακόμα αντιβοά. Εσημάδευε κανένα εις τη σκόνη αγαλινά, και του σκόρπαε τα γραμμένα μια λεπτή φυσηματιά. |
στροφή 93 |
Τέχνες, άρματα, σοφία
la fanno forte και το πέλαγο έχει βία αν του σύρει μια φωνή. |
στροφή 95 |
στ. 378 |
πού ’ν’ ο Λέοντας που στα γένη |
στροφή 103 |
στ. 409 |
. . . . σφυρίζουν |
στ. 412 |
τες εδέχτη η λαγκαδιά |
στροφή 104 |
στ. 415-416 |
με τα στήθια, με την κάρα
Ροβολώντας στα γκρεμά. |
Μετά τη στροφή 124 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Μάχη ορέγεται με τόση
ανυπομονιά θερμή. Που γυρεύει να . . . . στον αέρα το σπαθί. Τα πατήματα κινούνται με απεθύμια της κοπής και τα μνήματα αποκριούνται μ’ ένα κραύγασμα φωνής. |
Μετά τη στροφή 131 στο αρχικό σχέδιο του ποιήματος παρεμβάλλονται οι εξής: * |
Οϊμέ! κι ήλθε για να ιδούνε
ξαπλωμένον τα παιδιά τον πατέρα οπού θρηνούνε γιατί τ’ άφησε ορφανά. Πες πότ’ έρχεσαι; Ολοένα είν’ το πλοίο στα πανιά, που συρίζουν φουσκωμένα |
στροφές 139-140 |
Αρχινά και ξεσκεπάζεται
ο άλλος κόσμος φανερός, και κάθε άλλο σκοταδιάζεται και του κρύβεται απ’ εμπρός. Όμως μες στα σκοταδιάσματα του θανάτου τα στερνά, του απομείναν δύο φαντάσματα ολοζώντανα και ορθά. |
Και εις άλλο αρχαιότερο χειρόγραφο ευρίσκεται σβημένη η εξής στροφή (ίσως κατόπι της στρ. 139): * |
Όθε της αιωνιότης
του ηχολόγησε η φωνή με ηχολόγισμα δικό της· ή. |
στροφή 143 |
στ. 572 |
με την τρέμουσα αγκαλιά. |
στροφή 149 |
Στην ταφή του χύνει η έρμη
βρυσομάνα το νερό, που του δρόσισε τη θέρμη εις το ψυχομαχητό. |
* |
Εις την πέτρα του τρεχάτο
και καθάριο το νερό, που το αισθάνθηκε δροσάτο εις το ψυχομαχητό. |
* |
Χύν’ η βρύση τα νερά της
εις την πλάκα που κρατεί, κι είχε στείλει τη δροσιά της εις την ύστερη στιγμή. |
* |
Χύν’ η βρύση με την πάχνη
το καθάριο της νερό, που του δρόσισε τα σπλάχνη εις το ψυχομαχητό. |
* |
Στην ταφή του δροσισμένο
μουρμουρίζει το νερό, μες στο στήθος το καημένο οχ το ψυχομαχητό. |
Αντί της στροφής [149] είχε πρώτα: * |
Γέρνει ετιά μυρολοΐστρα
εις την πλάκα που τον κλει· ούτε σάλπιγγες και σείστρα αν λαλήσουνε αγρικεί |
(Σημείωση του ποιητή). Τούτη η ετιά ευρίσκεται εις μία μικρή κοιλάδα κοντά εις μία βρύση εις την οποίαν ο Ναπολέων επήγαινε να ξεδιψάσει |
στροφή 158 |
Γιατί ξάφνου σε λιγάκι
το φαγί και το πιοτό δεν τους έγινε φαρμάκι να τους φάει το σωθικό; |
Μεταξύ της στρ. 162 και 163 ευρίσκονται σβημένες οι εξής τέσσερες στροφές: * |
Κάθε αδέξιο παλικάρι,
που εις της μάχης τη σφαγή είχε πέσει ωσάν λιοντάρι, που αποθαίνοντας ξεσκλεί· κάθε γέρος, κάθε κόρη, κάθε ανήλικο παιδί, οπού τύραννοι αιμοβόροι είχαν διώξει από την γη, ενώ εφταίγανε όσο φταίγουν τετραήμερα τ’ αρνιά, οπού ορφάνεψαν και κλαίγουν με βελάσματα συχνά· κατά δαύτονε κινιούνται με μεγάλη επιθυμιά και θωρώντας τον βαστιούνται σαστισμένοι από μακριά. |
στροφή 165 |
στ. 658 |
Και με πρόθυμες ματιές |
Σ.τ.Ε. Στην έκδοση του Λ. Πολίτη (εκδ. Ίκαρος, τόμος Α΄, σελ. 342-344) παρατίθενται επιπλέον διορθώματα και παρατηρήσεις του Σολωμού σε χειρόγραφο του ποιήματος. |