Στα Σάββατα του ‘ΙΑΝΟΥ’
με τον Τόλη Καζαντζή
Ανεβαίνω ξαναμμένος αλλά και παγωμένος δυο-δυο τα σκαλιά της εφημερίδας ‘Ελληνικός Βορράς’ στην Τσιμισκή. Πιο εδώ είναι η κάπως σκοτεινή είσοδος της ‘Μακεδονίας’ που πάντα και χωρίς λόγο φοβόμουν. Μ’ έχει στείλει ο θείος μου που τον βοηθάω στο Πατσατζίδικον ‘Η Ελληνικωτάτη Κύπρος’ επί της Εγνατίας, να του πάρω το δευτεριάτικο φύλλο που μόλις θα ’χει τυπωθεί. Είναι Κυριακή πρωί, τέσσερις η ώρα, χαράματα, Ιανουάριος του 1962: άγριος Γενάρης, μίζερο, γκρίζο, μεταπολεμικό ψοφόκρυο.
Στην λειψόφωτη, σχεδόν ζοφερή Τσιμισκή που πέρασα πριν τρέχοντας δεν βλογάει ψυχή. Είδα μόνο να περνούν μουγγά τρία-τέσσερα αυτοκίνητα, το υπηρεσιακό του ΟΑΣΘ φωτισμένο εσωτερικά, με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να σταματάει στις στάσεις και κάνα δυο ξενύχτηδες να περπατούν βιαστικά απέναντι, κουκουλωμένοι μέσα στα σκοτεινά παλτά τους, με σηκωμένους τους φαρδιούς γιακάδες πάνω απ’ τα κεφάλια, να προχωρούν γερμένοι προς τα μπροστά κόντρα στον Βαρδάρη που φυσάει από παντού και αναπάντεχα σαν πνεύμα αντιλογίας.
Πηδώντας με την ελαφράδα των έντεκα χρόνων μου τα σκαλοπάτια στην σπειροειδή σκάλα, φτάνω στον πρώτο όροφο που είναι μια σχετικά μεγάλη αίθουσα, σαν σάλα. Στη μέση βλέπω μια μαντεμένια, μαυριδερή, στρογγυλή σομπίτσα με καυσόξυλα που μπουμπουνίζει. Το μπουρί της, κρατημένο με σύρματα από καρφιά στο ταβάνι, ανεβαίνει τεθλασμένα και σφηνώνεται στον γκρίζο, κάπως καπνισμένο τοίχο. Απέναντι απ’ τη σόμπα υπάρχει ένας μελαγχολικός φθαρμένος, ξύλινος καναπές όπως οι καναπέδες αναμονής του ΙΚΑ.
Κοντοστέκομαι για λίγο, λαχανιασμένος: αδειανή σάλα. Μόνο μπροστά στη σόμπα στέκεται όρθιος, σιωπηλός, ένα ξερακιανός, λεπτός άντρας με απλωμένα χέρια πάνω απ’ το στρογγυλό μαντέμι και ζεσταίνεται. Στο δεξί του χέρι κρατάει τσιγάρο μισοτελειωμένο που λιβανίζει πυκνά, αλλά ο καπνός ανεβαίνει με βία και διαλύεται προς τα πάνω απ’ τη ζέστη της σόμπας. Ο άντρας άκουσε τα βιαστικά μου βήματα, νιώθει ότι στέκομαι και τον κοιτώ και στρέφει· είναι γύρω στα πενήντα, λίγο χλωμός, έχει ήρεμα, φιλύποπτα, έξυπνα μάτια, σαν λίγο πρησμένα, πρόσωπο ρουφηγμένο, είναι μισο-φαλακρός και με μουστακάκι που γκριζάρει. Φοράει γκριζωπό κουστούμι κάπως τσαλακωμένο, ταλαιπωρημένο, με στρογγυλεμένη τσάκιση στα γόνατα όπως το βλέπω απ’ τα πλάγια.
Δίπλα στη σόμπα είναι μια καρέκλα ξύλινη με ψάθα και στη ράχη της ο άντρας αυτός, που μου φαίνεται αρκετά γνωστός, έχει διπλώσει προσεκτικά κι αφήσει το παλτό του. Παλτό παλιό με φαρδιούς τριγωνικούς γιακάδες, γκρι - ψαροκόκαλο, καλοδιατηρημένο. Σχεδόν σαν καινούριο, αν και φανερά παλιομοδίτικο.
Τον κοιτάζω για λίγο επίμονα μετά συνεχίζω να ανεβαίνω τα σκαλιά στην ημικυκλική σκάλα, πιάνοντας κι απ’ την καφετιά, ξύλινη κουπαστή και φτάνω στον πάνω όροφο για να βρω τον διευθυντή του ‘Βορρά’, τον κύριο Νίκο Μέρτζο και να του ζητήσω μια φρέσκια εφημερίδα για τον θείο μου – πράγματι τον ανταμώνω στην έξοδο του γραφείου του. Στέκει στητός, κομψός, με το στριμμένο του, περήφανο, μακεδονικό μουστάκι και μου λέει χαμογελαστός ‘Τί κάνει ο κυρ-Μηνάς;’ και μετά ‘σ’ έστειλε για εφημερίδα ε; Καλά, περίμενε’. Και μπαίνει στο γραφείο του. Βγαίνει μ’ έναν σχεδόν ζεστό ‘Βορρά’ σημαδεμένο στη ράχη με γαλάζια μπογιά και μου τον δίνει.
Του λέω διστακτικά ‘Κύριε Νίκο, στον πρώτο όροφο, μπροστά στη σόμπα στέκεται ένας παράξενος άνθρωπος’.
‘Ποιός; Ένας λεπτός, ξερακιανός με μουστάκι;’
‘Ναι’.
‘Δεν τον ξέρεις;’ μου λέει με απορία. ‘Τώρα θα κατέβω να τον δω κι εγώ. Δεν γίνεται να μην τον ξέρεις’.
‘Ποιός είναι;’
‘Ο Βασίλης Τσιτσάνης! Ο συνθέτης. Είναι φανατικός ποδοσφαιρόφιλος, δεν αντέχει να περιμένει να κυκλοφορήσουν κανονικά οι δευτεριάτικες εφημερίδες κι έρχεται κάθε Κυριακή χαράματα να πάρει τον ‘Βορρά’ να μάθει για τ’ αθλητικά’.
Παίρνω την εφημερίδα έκπληκτος και αρχίζω να κατεβαίνω προσεκτικά τα σκαλιά. Φτάνω στον πρώτο όροφο και γλιστρώντας όλο και πιο αργά, σχεδόν αθόρυβα, βλέπω τον Τσιτσάνη στην ίδια στάση, να είναι όρθιος και να ζεσταίνει τα χέρια του πάνω απ’ τη σόμπα, περιμένοντας υπομονετικά, στωικά. Τραβάει μια βαθιά, σαν μέχρι τα νύχτια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο και μετά ξαναπλώνει τα χέρια του απολαυστικά πάνω απ’ τη σόμπα. Στέκομαι και τον παρατηρώ καλύτερα. Για κλάσματα δευτερολέπτου τα στρόγγυλα καπάκια της σόμπα μου φαντάζουν σαν γραμμοφωνημένος δίσκος που περιστρέφεται, παίζοντας κάτι μακρινό, κλειστό και δυσνόητο.
Ο Τσιτσάνης αντιλαμβάνεται, νιώθει ότι είμαι πίσω του και, καθώς γυρίζει να με κοιτάξει, σπεύδω τρέχοντας κι αρχίζω να κατεβαίνω τα σκαλιά τρία-τρία, κατρακυλάω σχεδόν στις σκάλες και πετάγομαι έξω στην μισοσκότεινη Τσιμισκή. Ο Βαρδάρης με φυσάει τώρα απ’ την πλάτη, με σπρώχνει ενώ αρχίζω και τρέχω, τρέχω-τρέχω-τρέχω-τρέχω-τρέχω, στρίβω απ’ την Αγίας Σοφίας, συνεχίζω τρέχοντας και μετά ξαναστρίβω στην Εγνατία προς το πατσατζίδικο του θείου μου.
Φτάνω, μπαίνω μέσα, και πάω πρώτα να ζεσταθώ στη μασίνα που καίει δεξιά απ’ την είσοδο του μαγαζιού που τέτοια ώρα δεν έχει καθόλου πελατεία. Πλησιάζω να πυρωθώ λίγο, να συνέλθω και, κρατώντας τον ‘Βορρά’ στη μασχάλη, τρέμοντας από πάνω της παρατηρώ πάλι αυτή την λευκή, επισμαλτωμένη σόμπα πετρελαίου μάρκας ‘ΕΒΥΚ’ με τα γυαλιστερά, ασημί μπουριά. Τις ξέρω καλά αυτές τις μασίνες, γιατί τις φτιάχνουν απέναντι απ’ το σπίτι μας – Ιουστινιανού 17 – σ’ ένα εργοστάσιο που πρώτα έφτιαχναν μαχαίρια, μεγάλους σουγιάδες (τους λεγόμενους ‘κολοκοτρωναίικους’) και μεταλλικές ταμπακιέρες για τσιγάρα και τσιγαρόχαρτα. Τώρα στο ίδιο εργοστάσιο κατασκευάζουν μεντεσέδες και γκαζιέρες με φυτίλια. Αλλά κυρίως ωραιότατες, επισμαλτωμένες μασίνες πετρελαίου που μπορεί ο κοσμάκης να τις αγοράσει, παίρνοντας δάνειο απ’ την Αγροτική Τράπεζα. Έτσι άκουσα να λέει προχτές ο πατέρας μου.
Μόλις ζεσταίνομαι και συνέρχομαι κάπως, πλησιάζω κι αφήνω την εφημερίδα στο τραπέζι που κάθεται ο θείος μου μ’ ένα φίλο του και πίνουν ρετσίνα ‘Κονιόρδου’ – απ’ τα μικρά μπουκαλάκια. Είναι, δηλαδή, στην Τρίτη, έχουν πιει άλλες δυο που στέκονται, αποστρατευμένες στην άκρη.
‘Θείε, συνάντησα τον Βασίλη Τσιτσάνη στα γραφεία του ‘Ελληνικού Βορρά’ λέω καθώς κάθομαι κι εγώ στο τραπέζι τους. Ο θείος μου ο Μηνάς σταματάει ξαφνιασμένος την δική του κουβέντα και κοιτάζοντας μια τα τζάμια του πατσατζίδικου που τραντάζονται από τον Βαρδάρη, μια εμένα, ρωτάει: ‘Σοβαρά μιλάς; Τον πραγματικό Τσιτσάνη;’ Κουνάω το κεφάλι καταφατικά, εκείνος μένει για λίγο σιωπηλός κοιτάζοντάς με ερευνητικά, δύσπιστα, βάζει μηχανικά ρετσίνα στα ποτήρια και στρέφοντας πάλι προς τον φίλο του λέει:
‘Τον Τσιτσάνη τον ξέρω καλά από την Κατοχή. Μεγάλη, μεγάλη μάρκα ο Βασίλης! Ήταν πάντα κρεμαστό μπαλαντέρ. Πολύ έξυπνος άνθρωπος. Πήγαινα συχνά σπίτι του, αλλά και στο Ουζερί Τσιτσάνη, στην Παύλου Μελά. Ξέρεις, ποτέ δεν κατέβαινε απ’ το πάλκο. Όταν ’κάναν διάλειμμα, οι μουσικοί κατέβαιναν, αλλά ο Τσιτσάνης έμενε καρφωμένος εκεί ου ήταν, στην καρέκλα, σαν μετέωρος και άμα έβλεπε κανένα φτωχαδάκι ανάμεσα στους Γερμανούς και στους μαυραγορίτες, έκανε νόημα στον κουνιάδο του τον Σαμαρά και του πήγαινε ένα ούζο τζάμπα και μια τσίκα. Ξέρεις τί είναι η τσίκα… Χασισάκι σε στριφτό τσιγαρόχαρτο. Το ’στελνε για παρηγοριά. Μια μέρα πάω σπίτι του και κάνοντας να μπω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα βλέπω μέσα τη γυναίκα του να σιδερώνει με το σίδερο μια κομμάτα μαύρο ίσαμε ένα κιλό. Σαν τούβλο. Το σιδέρωνε αργά για να στεγνώσει. Λέγαν ότι του το ’δινε ο κουμπάρος του ο Μουσχουντής, διευθυντής αστυνομίας Θεσσαλονίκης τότε. Το ’παιρνε από τους λαθρέμπορους, το ’δινε στον Τσιτσάνη κι αυτός το ’σπρωχνε από το μαγαζί. Το πιο πολύ το χάριζε, το ’δινε τζάμπα. Αλλά όταν τον ρωτούσαν περί τα τέτοια πώς έγραψε τα ‘Πέριξ’ και λοιπά, έλεγε άλλα αντ’ άλλων ή έκανε τον άσχετο’.
΄Σωστός, ε;’ Παρατηρεί ο φίλος του θείου μου.
‘Θείο’, τον ρωτάω ‘τί είναι το μαύρο;’.
Με κοιτάζει άγρια και λέει:
‘Ένα είδος πιπέρι, ένα είδος μαύρο μπούκοβο, που όμως καίει πιο πολύ. Κοίτα να μην το βάλεις ποτέ στο στόμα σου’.
‘Ο Τσιτσάνης γι’ αυτό το χάριζε στους άλλους;’.
Κι ο θείος μου θυμωμένος:
‘Καλά, όποια χαζομάρα λέμε μέσα στο μαγαζί πας και την πιστεύεις; Ψέματα είναι, έτσι τα είπα για να περνάει η ώρα, μέχρι να ξημερώσει αυτή η συννεφιασμένη Κυριακή. Τι Κυριακή, δηλαδή, είναι κιόλας Δευτέρα. Κάποιος άλλος τα ’κανε αυτά και είπα ότι τα ’κανε ο Τσιτσάνης που ήταν μια χαρά, άγιος άνθρωπος. Δώσε μου να δω λίγο την εφημερίδα – τι έγινε πάλι χτες με τον ΠΑΟΚ;’
Του δίνω την εφημερίδα κι ενώ την ανοίγει με θόρυβο στην προτελευταία σελίδα σηκώνομαι νυσταλέα, ξεδιπλώνομαι, τεντώνομαι, και πάω πάλι να ζεσταθώ στη σόμπα. Στέκομαι όρθιος μπροστά της, απλώνω τα χέρια από πάνω και νιώθοντας έντονα, ηδονικά τη ζέστα να με πυρώνει στις παλάμες και στους αγκώνες, παρατηρώ μέσα απ’ το μπροστινό τζαμάκι της μασίνας τις γαλοζόμαυρες φλόγες καύσης.
Άραγε τι θα πει ‘κρεμαστό μπαλαντέρ’;
Θα ρωτήσω μιαν άλλην φορά τον θείο Μηνά. Άσ’ τον τώρα ήσυχο, διαβάζει. Μορφώνεται.
Βλέπω ξανά τις γαλαζόμαυρες φλόγες μέσα απ’ το τζαμάκι. Τις παρατηρώ επίμονα, για ώρα πολλή.
Σιγά-σιγά αρχίζει να χαράζει. Κοντεύει η ώρα πεντέμιση. Συνεχίζω να κοιτώ στα σπλάχνα της μασίνας. Ζαλίζομαι, θαρρείς, και ασυναίσθητα μονολογώ από μέσα μου:
‘Μαζεύονται οι γιορτές με το αντί
και κουβαλούν τα κάδρα’.
Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Κρεμαστό μπαλαντέρ» στο Η Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 129-133.