[…] ΙΟΥΝΙΟΣ ΤΟΥ 1954, τελευταία Κυριακή. Ολημερίς ο ήλιος ζεμάτιζε, η θάλασσα λαμποκοπούσε ασάλευτη και σε στράβωνε. Μάταια οι άνθρωποι της νέας πόλης σηκώνανε τα μάτια κατά το Χορτιάτη, σα να ’ταν από κει που θα κατέβαινε το ποθητό αεράκι, για να δροσίσει την ατμόσφαιρα, να πνίξει τις ύποπτες μυρωδιές και τη σκόνη στα νερά του Θερμαϊκού. Με το νύχτωμα φωταγωγήθηκαν τα Κάστρα: πρώτη φορά ύστερα από τον εμφύλιο. Άρχιζε λοιπόν η ανάρρωση; Ο Γαρέλας ένιωσε μια φαγούρα στα μάτια, τον υπνώτιζε το Επταπύργιο. Τα χρυσοκίτρινα μπεντένια του θύμιζαν κάτι άλλα, μαύρα σαν έβενος, πάνω σ’ ένα σμαράγδινο ουρανό. Το χέρι μου να ξεχαστεί ποτέ μου αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ. Κοπάδι έπιασαν να χορεύουν πάλι, θολά και τρεμουλιάρικα, τα πρόσωπα τόσων συντρόφων: μαυρισμένα από την αντηλιά των άμμων, ρυτιδωμένα, με μουστάκια σα βούρτσες όπως συνήθιζαν τότε, γεμάτα φως, και άλλα, κλειστά, στόματα στραβά, μύτες πελεκημένες, ωχ! Σα λυσσασμένα σκυλιά εξοντώναν τους μεσανατολίτες οι μαύροι άνθρωποι· τους καταζητούσαν με καταλόγους χτυπημένους σ’ εγγλέζικες γραφομηχανές. Τους αυτοχτονούσαν μέσα στις φυλακές, τους σκότωναν στους δρόμους, σκάρωναν κατηγορίες και τους εχτελούσαν νόμιμα, ωχ!
Οι άνθρωποι της απάνω πόλης κατεβαίναν μόνοι τους ή συντροφιά, ντυμένοι οι πιο πολλοί στα σκούρα κυριακάτικά τους. Σουλατσάριζαν στην προκυμαία μπρος από κέντρα με παρδαλά φώτα και στα πάρκα με τα σκονισμένα πλατάνια. Οι κάτοικοι της νέας πόλης, κορίτσια ξεμπράτσωτα, νέοι με χρυσό σταυρουδάκι να κρέμεται φανερά στα τριχωτά στήθια τους, παίρνανε κούρσες και ταξιά, ή σκαρφαλώναν με τα πόδια ως την παλιά πόλη, ελπίζοντας να βρούνε λίγη δροσιά σε κείνο το ύψος. Όπως το συνήθιζε, ο Γαρέλας έφτασε στο ραντεβού ένα λεπτό ύστερα από το τσακ. Από μακριά είδε το Σαρίδη που σήκωνε με τις χερούκλες του το σιδερένιο τραπεζάκι και καμπουριάζοντας το έστηνε στην άκρη του γκρεμού, κάτω από τη μεγάλη μουριά. Ύστερα όρθωσε τη ραχοκοκαλιά του μα η καμπούρα έμεινε. Ενθύμιο της Μακρόνησος. Πίσω του έφτασε το γκαρσόνι σηκώνοντας από δυο καρέκλες σε κάθε χέρι. Ο Μιχάλης τις ταχτοποίησε γύρω από το τραπέζι αφήνοντας την πλευρά του γκρεμού ανοιχτή. Το γκαρσόνι έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς του ένα μεγάλο άσπρο χαρτί, μαχαιροπήρουνα, την αλατιέρα, κι έστρωσε.
— Περιμένετε κι άλλον; ρώτησε.
— Ακόμα δυο, ένα… ένα, διόρθωσε ο Γαρέλας αναγνωρίζοντας τον Παράσχο που ακουμπούσε με τη ράχη στη μουριά, μέσ’ στο σκοτάδι.
— Το κρέας τελείωσε, είπε το γκαρσόνι. Αν θέτε τίποτα αυγά, κανένα σαγανάκι, σαρδέλες, σαλάτα.
— Κι από κρασί πώς πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
— Πίνεται.
Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία κι έφυγε. Το μαγαζί βρισκόταν αντίκρυ, σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι, διώροφο και άσπρο, με μονό μπαλκόνι και κλειστά παντζούρια. Ανάμεσα στη μουριά και το μαγαζί περνούσε ο δρόμος. Τα λαμπιόνια της ταβέρνας φώτιζαν αμυδρά τους διαβάτες· κάτι παιδιά περνούσαν τρέχοντας τη φωτισμένη περιοχή κι ύστερα ακούονταν οι φωνές τους, τσιριχτές κι ανυπόμονες μέσα στη νύχτα. Πιο ψηλά, σαν τζιτζίκι μέσ’ στο καταμεσήμερο, ακουόταν η εξάτμιση ενός μοτοσακό, μ’ εκνευριστικές διαλείψεις.
Ο Παράσχος έσκυψε πάνω απ’ τον γκρεμό. Πνιγμένα στη θερινή θολούρα, τα φώτα της πόλης είχαν κάτι το σκόρπιο και το γαλατερό. Στην προκυμαία ξαστέρωναν κάπως, γίνονταν πράσινα, και το φιδωτό καθρέφτισμά τους μέσ’ στα στεκάμενα νερά, μελί. Μακριά ωστόσο, στο Καραμπουρνού, κάμποσες λάμπες στη σειρά σπιθίζαν σαν αυγερινοί· θα ’τανε πυροφάνια. Ο Παράσχος βρήκε την Εγνατία, την Τσιμισκή και την Πλατεία Αριστοτέλους. Ο Λευκός Πύργος, φωταγωγημένος κι αυτός, του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε που έπεφτε περίπου το ταξιδιωτικό γραφείο όπου μπόρεσε και χώθηκε για μερικές ψωροδραχμές κάνοντας το μεταφραστή, τον αλληλογράφο, το βοηθό λογιστή, τον τηλεφωνητή, τον κλητήρα, με μια λέξη τον σκλάβο.
— Ωραία είναι κι από δω πάνω, είπε. Αλλά εγώ προτιμώ τη νέα πόλη, θυμίζει φοβερά την Αλεξάνδρεια.
Το πνευματικό εμφύσημα έκανε τη φωνή του λαχανιαστή και άτονη. Έκλεινε τα σαρανταδυό κι έδειχνε σα γεροντάκι στα εξήντα, εξηνταπέντε του. Φορούσε ένα κοστούμι απ’ την παλιά ωραία εποχή, εγγλέζικο τουίντ μέσα στο καλοκαίρι, τσαλακωμένο και πολύ φαρδύ. Τον είχαν λιώσει τα βάσανα. Όταν του έφυγε η Τζούλια, και στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία τη βρήκαν μαχαιρωμένη ανάσκελα μέσα στ’ αγριόχορτα σ’ ένα οικόπεδο, το παλιό εκείνο του Αντουάνου, που το είχε πάρει πίσω η Κοινότητα, και ξήλωσε τις παράγκες, πριόνισε το σκίνο, το μάντρωσε με κόκκινα τούβλα για να μην το πατούν οι μπεντουβίνοι, κι εκεί τ’ άφησε περιμένοντας να πάρει αξία, αυτός ο βλάκας, αντί να κάτσει φρόνιμα, πήγε στον Τόνη και του ’πε να μηνύσει του Μπρουξ πως υπάρχει και εισαγγελέας. Αυτό τον κατάστρεψε. Τον διώξαν από το γραφείο χωρίς ποτέ να του πούνε το γιατί, ο πρόξενος του έκανε έξωση από το διαμέρισμα, στα 1948 τον μάζεψαν οι αστυνομικοί του Φαρούκ και τον κλείσανε σε στρατόπεδο. Στο τέλος τον πήρε ο Ταψής ο εργολάβος να του κρατάει διπλά βιβλία για να κλέβουνε τους φόρους. Μα κι αυτού τα έκανε θάλασσα· ήταν αφηρημένος, δε σκάμπαζε από απάτες και πονηριές; Κύριος οίδε! Τον διώξαν κι από κει. Ο Μιχάλης τον έσωσε, όταν απολύθηκε από τον Άη Στράτη και μπήκε μηχανικός σ’ ένα γκαράζ της Θεσσαλονίκης και του ’γραψε πως ένα στρώμα και μισό καρβέλι ψωμί του τα εξασφάλιζε, για να μη θαρρεί πως ξέχασε την παλιά περιποίηση. Τι περιποίηση του έκανε η συχωρεμένη μήτε θυμόταν πια ο Παράσχος. Έβγαλε τα χαρτιά του και ήρθε. Βρήκε στέγη αλλά και μάνα: την Αριάδνη· την είχε τραβήξει κι αυτή ο Μιχάλης από το Κάιρο, τσακισμένη γυναίκα με φλεβίτη και ρευματικά, μα το νοικοκυριό της το φρόντιζε πάντα.
Το γκαρσόνι έφερε την παραγγελία και μισή οκά κρασί.
— Περιμένετε κανένα; ξαναρώτησε.
— Πήγαινε, θα σε φωνάξουμε αν χρειαστείς, είπε ο Μιχάλης.
— Αργεί ο Αβδουλμετζήτ, να του ’λαχε τίποτα; έκανε ο Γαρέλας.
Αλλά να, φάνηκε κι αυτός, με καρώ πουκάμισο και λαδωμένο παντελόνι, και πλάι του στεκόταν μια γριά, μαύρο τσεμπέρι, μαύρο φουστάνι, άσπρα μαλλιά, λιγνή και ψιλή, ανάστημα λαμπάδα. Ο Καλλίνικος τη σύστησε μα κανείς δεν άκουσε τ’ όνομα. Το μοτοσακό κάπου εκεί γύρω αμολούσε μεταλλικές πορδές. Ποιά ήτανε; Ο Μιχάλης έκανε ένα σάλτο, βρήκε καρέκλα και κάθισαν τη γριά στο κεφάλι του τραπεζιού. Φαΐ δεν ήθελε να τ’ ακούσει, κρασί δεν το ’βαζε στο στόμα της. Έλεγε όχι, όχι, σας ευχαριστώ, και κοίταζε πίσω τα φωταγωγημένα Κάστρα κι ύστερα κάτω τα πυροφάνια στο Καραμπουρνού. Ποιά ήταν;
[…] — Ποιούς ζωντανούς μωρέ! χτύπησε την παλάμη της η γριά στο τραπέζι. Έχει πιο ζωντανούς από τους αποθαμένους μας;
Την Ελένη δεν την ένοιαζε, ακούν δεν ακούν οι διπλανές παρέες, μόνο μιλούσε φωναχτά, για τον Παντελή, πως τον πιάσανε πάνω στον «Ήφαιστο» και πέρασε ναυτοδικείο με τους άλλους κι εκείνη έβαλε τον καλύτερο δικηγόρο της Αλεξάντρειας και μια στιγμή ο βασιλικός επίτροπος είπε: Ζητώ την κεφαλή του, μάλιστα, γιατί είναι αντάρτης, αλλά προδότης δεν είπα ποτέ, προδότες είναι κάποιοι άλλοι που γράφουν όλα αυτά τα ψέματα στις εφημερίδες και συκοφαντούν το Έθνος μας πως βγάζει προδότες. Τούτοι εδώ τα δώσαν όλα για μιαν ιδέα, έσφαλαν, πρέπει να πληρώσουν. Ήθελα όμως να τους βλέπατε, όταν γίνηκε η επίθεση τ’ Άη Γιωργιού στο λιμάνι, πώς τρέχαν για να προστατέψουν τα καράβια, τριανταεννιά τορπίλες κουβαλούσε ο «Ήφαιστος», θα τινάζονταν οι συμμαχικοί στόλοι και το λιμάνι και η Αλεξάντρεια. Τούτοι εδώ οι κατηγορούμενοι κράτησαν την τάξη και γίνηκε η παράδοση κανονικά κι ύστερα είπαν: εμείς είμαστε οι πρωταίτιοι και αρχηγοί, μην ψάχνετε αλλού, δικάστε μας. Τιμή στη ρωμέικη λεβεντιά που ατύχησε! Και τον πήραν τα δάκρυα. Εντούτοις, φίλοι μου, ο Παντελής καταδικάστηκε σε θάνατο. Αφήστε πια τι τράβηξα. Δόθηκε αργότερα η αμνηστία κι όλα ξεχάστηκαν. Και μου ’φυγε ξαφνικά για την Ελλάδα και δυο χρόνια δεν άκουσα τίποτα και μια μέρα παίρνω γράμμα, τον είχαν πιάσει μαζί με τη Χήρα, και τους σέρναν από φυλακή σε φυλακή και θα περνούσαν πάλι δικαστήριο και τούτη τη φορά δε θα γλυτώναν το κεφάλι τους. Ξεπούλησα τα υπάρχοντά μου, τα έκανα χρυσές και κουβαλήθηκα. Φίλησα ποδιές, ανέβηκα σκάλες, είδα τα πιο μεγάλα προσώπατα. Τον είχαν στη Θεσσαλονίκη, Τμήμα Μεταγωγών. Μπούκωνα στόματα με χρυσάφι κι ανέβαινα. Κάποιος μεγάλος μου είχε πει πως το πράμα δεν ήταν δύσκολο, μια υπογραφούλα θα έβαζε ο Παντελής και θα ’ταν πάλι ο κόσμος δικός του, ο έρωτας, τα λεφτά, τα νιάτα του. Μ’ άφησαν να τον δω. Μου έκανε μεγάλες χαρές, αγόρι μου Παντελή, Ελένη πώς τα κατάφερες; Αλλά του μίλησα για το χαρτί κι αυτός αμέσως άλλαξε, μ’ έβρισε σκρόφα πουλημένη και πια δε θέλησε να με ξαναδεί. Και μπούκωσα πάλι στόματα και βρήκα άνθρωπο μέσα στη φυλακή που ανάλαβε να τον ψήσει. Κι έφτασε η τελευταία νύχτα και μέσα στο κελί των μελλοθάνατων ήταν η Χήρα σε μια γωνιά καθισμένος ανακούρκουδα με το κεφάλι χωμένο στα γόνατα και δε σάλευε, τάχατε πως κοιμόταν. Ο Παντελής περπάταγε πέρα δώθε κι ο άνθρωπος της διεύθυνσης είχε φέρει καφέ, γλυκά, τσιγάρα, και πολέμαε να γυρίσει το κεφάλι του Παντελή, του έλεγε για τα θαλασσινά της Αρετσούς που δεν τα γεύτηκε, τα μύδια, τα χτένια, τα στρείδια, γαρίδες γιουβετσάκι, για τα ευσταλή καραγάτσια και τα παγώνια στους Βλατάδες, και πως μοσκοβολάει το χαμομήλι την άνοιξη, και για μένα, τέτοιον άνθρωπο, με λεφτά και καρδιά, τέτοιο κορμί λαχταριστό, κι ύστερα τί τα θες, μια ζωή την έχουμε, όσος δεν τη χάνεις, οι δρόμοι του κόσμου, όλες οι θάλασσες είναι μπρος σου, θα ξαναπάτε στην Αλεξάντρεια, θ’ ανοίξετε μια δουλειά, θα ξαναφτιάξετε τη ζωή σας, ήσυχη, πολιτισμένη. Ο Παντελής δεν έβγαζε μιλιά, μόνο πηγαινοερχόταν σαν το θεριό. Οι ώρες περνούσαν, ο άνθρωπος της διεύθυνσης είχε ταγιστεί γεμάτα, του είχα τάξει τον ουρανό με τ’ άστρα, και δεν το έβαζε κάτω. Μια υπογραφή, τι είναι μια υπογραφή, εδώ τόσοι και τόσοι την πατήσανε σ’ ένα χαρτουλάκι. Και τί πίστη κι αφοσίωση μωρέ μαλακισμένε, του έλεγε, σ’ ανθρώπους που πρώτα σας κολλήσαν τη ρετσινιά του ιντελλιτζενσερβίτη κι ύστερα σας μπλέξαν σ’ αυτό το τυχοδιωχτικό αντάρτικο και τα κάναν σαν τα μούτρα τους και σας παράτησαν να πλερώσετε τη νύφη κι αυτοί γυρίζουν στις Τσεχίες με γυναίκες, με κρασιά, με ζαμπόνια και χαβιάρια; Πήγαινε πια να ξημερώσει κι ο Παντελής άνοιξε πρώτη φορά το στόμα του. Άρχισε να το παζαρεύει το πράμα. Δηλαδή να το παζαρεύει, ένας λόγος. Άρχισε να λέει στον άλλο πως μια ζωή ντροπιασμένη δεν είναι ζωή, τι να τα κάνεις τ’ αγαθά του κόσμου με λερωμένο κούτελο και πως εκείνος, ο άλλος ήταν πωρωμένος γι’ αυτό δεν καταλάβαινε. Κι ο άλλος, αντί να θυμώσει, ανάσανε, γιατί έβλεπε φως. Τον έπιασε πάλι στη συζήτηση μα τότε η Χήρα, που κατάλαβε πολύ καλά, σηκώνει το κεφάλι του: Βρε μπάσταρδε, του λέει, δεν βλέπεις πως τον έπρηξες τον άνθρωπο στη λογοδιάρροια. Ασιχτήρ χάσου από δω μη σηκωθώ και σε κάνω του αλατιού! Κι ο Παντελής αμέσως άλλαξε, γίνηκε ντούρος σαν πέτρα και τον έβγαλε τον άλλο απ’ το κελί. Κι ύστερα ήρθαν και τους πήρα, ξημερώματα, και τους κόλλησαν στον τοίχο, έξω από τις φυλακές του Επταπύργιου και τους ντουφέκισαν. Ήμουν εκεί απέξω, τους είχα πάρει το κατόπι με ταξί, κι άκουσα τις ομοβροντίες. Μέσα στο ταξί λιποθύμησα. Κι όταν με συνεφέραν άρχισα να τρέχω, να παρακαλώ, να μου δώσουν τον Παντελή, και σκοτωμένο τον ήθελα. Τους είχαν θάψει κιόλα μαζί. Και νοίκιασα μια κάμαρη στην παλιά πόλη κι έμεινα. Αγόρασα τάφο στο κοιμητήρι της Ευαγγελίστριας κι αργότερα μάζεψα τα κόκαλά τους ανακατωμένα και τα ’θαψα εκεί να έχουν στα πόδια τους τη νύφη του Θερμαϊκού, που λένε, γιατί μοιάζει τόσο με την Αλεξάντρεια. Να πάμε αν θέτε αύριο να τον δείτε. Άλλο σκοπό δεν έχω, δε μου ’μεινε άλλη δουλειά.. Συγυρίζω τον τάφο, ανάβω το καντήλι, ρίχνω νερό, βάζω τον παπά και διαβάζει ευχές, κάνω κόλλυβα.
— Και για τους δυο κυρά Λένη; ρώτησε ο Γαρέλας.
Η γριά άδειασε το ποτήρι της και σκούπισε τα χείλια με τ’ ανάστροφο του χεριού.
— Θες να πεις πως η Χήρα μου έφαε τον Παντελή; Όχι, κύριε! Ήταν κι οι δυο τους άντρες σωστοί.
Στρατής Τσίρκας, «Η νυχτερίδα»