Θεσσαλονίκη
Σε καιρό πολέμου
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΚοσμάΚέντρο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914–1918) και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939–1945)
Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918), γνωστός και ως Μεγάλος Πόλεμος, ήταν η πρώτη γενικευμένη πολεμική σύγκρουση στην οποία πήραν συμμετείχε το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε η βαθιά οικονομική ύφεση, ο οικονομικός ανταγωνισμός και ο συνακόλουθος επεκτατισμός πολλών κρατών. Η αφορμή, ωστόσο, δόθηκε στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας Σέρβος φοιτητής δολοφόνησε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστρίας και τη σύζυγό του στο Σεράγεβο. Η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον αμέσως τον πόλεμο στη Σερβία και σε μικρό χρονικό διάστημα, παρασυρούμενα και από τις συμφωνίες συνεργασίας, μπήκαν στον χορό και τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, στις Ενωμένες Δυνάμεις ή αλλιώς Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ρωσία, Η.Π.Α.) και τις Κεντρικές Δυνάμεις ή αλλιώς Τριπλή Συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία). Ο πόλεμος τελείωσε στις 11 Νοεμβρίου 1918, με επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ. Η ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης άλλαξε σημαντικά και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Η Ελλάδα μπήκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, παίρνοντας το μέρος της Αντάντ, έπειτα από μια μακροχρόνια έρειδα μετατξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον διχασμό του ελληνικού λαού. Το τέλος του πολέμου βρήκε την -ταλαιπωρημένη και από τους πρόσφατους Βαλκανικούς Πολέμους- Ελλάδα με το μέρος των νικητών. Η Θεσσαλονίκη μέσα στη δίνη των εξελίξεων είχε καίριο ρόλο, αφού δεξιώθηκε το βενιζέλικο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την κρισιμότατη κρίνοντας και από το τελικό αποτέλεσμα συμπόρευση της Ελλάδας με τις δυνάμεις της Αντάντ.
Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1939 – 1945) είναι ένα μνημείο εξαθλίωσης, σκληρότητας και έκπτωσης της ανθρώπινης ταυτότητας. Η Ελλάδα μπήκε στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1940, μετά τον τορπιλισμό του καταδρομικού Έλλη από τους Ιταλούς και την κήρυξη από τους τελευταίους του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν την ιταλική επίθεση, απωθώντας τα ιταλικά στρατεύματα στα αλβανικά σύνορα. Οι γερμανικές δυνάμεις, όμως, εισέβαλαν στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1941 προς ενίσχυση των συμμαχικών τους δυνάμεων που κινδύνευαν, αλλα και για να αποκλείσουν την όποια σοβιετική επικουρία στον ελληνικό χώρο. Ένα από τα πιο ηχηρά στιγμιότυπα του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Η πόλη της Θεσσαλονίκης επλήγη σημαντικά από τη ναζιστική βιομηχανία θανάτου, χάνοντας μαζί με την πολυπλυθέστατη εβραϊκή της κοινότητα, τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Στις αρχές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης της Θεσσαλονίκης μοιραζόταν ανάμεσα σε δύο γλώσσες: την ισπανοεβραϊκή και την ελληνική. Όταν ο πόλεμος είχε φτάσει στο τέλος του, ο πληθυσμός αυτός έπαψε ίσως να είναι μοιρασμένος γλωσσικά, ήταν όμως αποδεκατισμένος αριθμητικά και πολιτισμικά: οι ελάχιστοι θεσσαλονικείς Εβραίοι που επέζησαν μετά τη ναζιστική θηριωδία επέστρεψαν στην πόλη τους, με ένα φορτίο δυσμεταχείριστο και με την ηθική, ψυχολογική και πολιτισμική ανάγκη να αφηγηθούν όσα έζησαν και όσα είδαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944, αφήνοντας πίσω τους μια «έρημη χώρα», ανθρώπους εξαθλιωμένους, οργισμένους και πεινασμένους. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε ήταν μια προέκταση των δεινών που προκάλεσε στην Ελλάδα η ναζιστική εισβολή. Στην ενότητα αυτή θα παρακολουθήσουμε ορισμένα από τα στιγμιότυπα των δύο μεγάλων πολέμων, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν μέσα από την αφήγηση της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Στέργιου Βαλιούλη, «Ο ...
Είναι κάτι βάτραχοι, κάτι βρωμεροί γκριζωποί βάτραχοι με καφετιές βούλες στη ράχη, άσχημοι κι αηδιαστικοί που και μόνο να τους θωρείς σου φέρνουν αναγούλα. Η κοιλιά τους άσπρη, οι λαιμοί τους χοντροί, τα μάτια τους πρησμένα, κάτω από το λαιμό τους κρέμονται σακούλες γεμάτες λίπος. Είναι μεγαλόσωμοι και θρεμμένοι σαν γέρικες χελώνες χωρίς καύκαλο κι όλο το κορμί τους είναι θαρρείς βουτηγμένο σ’ ένα γλοιώδικο σιχαμερό υγρό. Ζούσε βαθιά στη γης και στο σκοτάδι κι αν κάποτες η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του γεωργού τους αναποδογυρίσει στην επιφάνεια, βρωμοκοπίζουν ένα γύρω τον αγέρα. Τα μάτια τους τότε σε κάνουν να ξερνάς.
Να, ένας τέτοιος βάτραχος, γκρίζος με καφετιές βούλες στη ράχη, ένας τέτοιος βάτραχος ήταν…Είναι κάτι άνθρωποι, κάτι φαρμακωμένοι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, αδύνατοι κι αναιμικοί, έτοιμοι λες να γκρεμισθούν μόλις τους φυσήξεις, ωστόσο δυνατοί κι αντρειωμένοι όταν, δέκα μαζί, τα βάζουν μ’ ένα δεμένο. Τα μάτια τους μοιάζουν με κομμάτια γαλάζιου πανιού ξεχασμένου πολύν καιρό πάνω σ’ έναν απόμερο φράχτη.
Ποτέ δεν γελούν. Δεν λυπούνται και δεν χαίρονται. Δεν υποφέρουν από τίποτε συγκεκριμένο κι όμως πάσχουν βαριά κι αγιάτρευτα από ένα ασυγκράτητο μίσος για τους άλλους ανθρώπους και πιο πολύ για κείνους που γελούν.
Το ψωμί τους, τ’ οξυγόνο τους, ο θεός κι ο παράδεισός τους είναι οι στιγμές που βασανίζουν. Τότες έχουν πανηγύρια και στα κρύα μάτια τους αστράφτουν ατσάλινα σπαθιά.
Είμαι κ’ εγώ…
Μερικοί πιστεύουν πως μου χρειάζεται παλούκωμα, για τιμωρία μου και παραδειγματισμό των άλλων. Άλλοι πιο συγκαταβατικοί, με λυπούνται κι όταν μιλούν για το υποκείμενό μου, το πρόσωπό τους παίρνει μιαν έκφραση όλο συμπόνια και οίχτο. Βρίσκουν πως είμαι πραγματικά αξιολύπητος άνθρωπος που θα μπορούσε να έκανε πάρα πολλά στη ζωή του, αν φυσικά είχε μυαλό και τα ρέστα.
Υπάρχουν κι άλλοι που με παρακολουθούν με μεγάλη συμπάθεια, καρδιοχτυπούν μαζί μου, πάσχουν μαζί μου κ’ οι ανάσες μου, οι παλμοί μου, τα όνειρα, οι ελπίδες κ’ οι προσδοκίες μου, κατά κάποιον τρόπο είναι και δικές τους ανάσες, παλμοί, όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες.
Ε, λογιών τω λογιών άνθρωποι βρίσκονται στον κόσμο…Άξαφνα, οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, πάνε και πιάνουν έναν βάτραχο, έναν μεγάλον και βρωμερό γκρίζον με άσπρη κοιλιά και καφετιές βούλες στη ράχη, σαν αντίσκηνο καμουφλαρισμένο. Πιάνουν κ’ εσένα. Και σας κουβαλούν μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου, σ’ έναν κόσμο που το μάκρος του δεν μετριέται: Στην καρδιά της πρωτεύουσας, στον κεντρικότερο δρόμο, στο πιο ψηλό και μεγαλόπρεπο χτίριο.
Άλλα λογάριαζαν εκείνοι που το σχεδίαζαν κι άλλους σκοπούς εξυπηρετούσε τ’ όμορφο παλατάκι σαν το παράδωσαν οι δυνατοί της ζωής στους κιτρινιάρηδες υποταχτικούς τους. Τούτοι φρόντισαν να το τυλίξουν μέσα σε μαύρα σύννεφα και να το φτιάξουν να ’ναι το αδιάβατο, το άφταστο, το απίθανο μάκρος που έχει η άκρη του κόσμου.
Φωνάζεις, ουρλιάζεις, βογκάς, βρουχιέσαι, τραγουδάς, κανένας δε σ’ ακούει. Κανένας, κι ας διαβαίνουν έξω από το χτίριο μυριάδες οι άνθρωποι, τα τραμ, τα τρόλεϊ, τα λεωφορεία.
Στα μαγαζιά, πλάι στην πόρτα του μεγάρου, πουλάνε λουλούδια, πουλάνε βιβλία, πουλάνε πίπες κι αναφτήρες, πουκάμισα και γραβάτες. Δίπλα από την πόρτα του κοντοστέκεται μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα κι ο εικοσάρης νεαρός που σκύβει πάνωθέ της, της ανοίγει τα τρυφερά φυλλοκάρδια του για να της δείξει τους θησαυρούς που σφαλούν μέσα τους και της ζωγραφίζει τα όνειρά του.
Κι ακόμα πάλι στην πόρτα του σταματά ένας ξερακιανός τουρίστας με ξανθιά γενειάδα, σηκώνει τη φωτογραφική του μηχανή στο ύψος του ματιού και τσαφ!… απαθανατίζει τις ομορφιές του παλιού πολιτισμού της χώρας καθώς στις τριγυρίζουν τα επιτεύγματα του σημερινού.
Μέσα όμως από την πόρτα, ω, μέσα από την πόρτα… Εδώ βρίσκεται η άκρη του κόσμου, η ερημιά, η εγκατάλειψη. Πάνω σ’ ένα τραπέζι, πρόσωπο με πρόσωπο, μύτη με μύτη, μάτια με μάτια, κοντά, πού κοντά, τρίχα και ν’ ακουμπήσετε, εσύ κ’ ένα γκριζωπός γλιτσιαρισμένος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη. Τα μάτια του πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους σε κοιτάζουν με το τυφλό, άδειο βλέμμα τους, έτσι που το στομάχι σου αναποδογυρίζει, οι τρίχες του κεφαλιού σου πετάγονται ολόρθες κ’ η φρίκη, αντάμα με την αναγούλα και τη σιχασιά, σε θωρούν κατάματα με τα ίδια ακριβώς αυτά ηλίθια και τυφλά μάτια.
— Κατάπιε τον!… φωνάζουν οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι που έχουν μαζευτεί ένα γύρο κοντά σου και κάνουν χάζι.
Η σκέψη σου, πασχίζοντας να ξεφύγει από την εφιαλτική πραγματικότητα, αναθυμιέται κάποιο χλιαρό απογευματινό, κάποια διάφανη νύχτα. μα τα μαστίγια των άκαρδων σφυρίζουν στον αγέρα κι οργώνουν πέφτοντας στο γυμνό σου κορμί. Κοκκινόμαυρες γραμμές γεμάτες χτυπημένο αίμα σημειώνουν το πέρασμά τους.
— Κατάπια τον!…
Τα γουρλωμένα μάτια του σιχαμερού πλάσματος αντίκρυ σου, ανοιγοκλείνουν χαζά. Σε βλέπει; Δε σε βλέπει; Καταλαβαίνει; δεν καταλαβαίνει;
Ο αρχηγός τους κομπάζει φουσκωμένος κι άχαρος:
— Εμένα που με βλέπεις… σπούδασα στη Γερμανία… και κανένας δεν βρέθηκε μέχρι την σήμερον ημέρα να μου ξεφύγει από τα χέρια δίχως να καταπιεί τον βάτραχό του. Το καλό λοιπόν που σου θέλω… Εμπρός, κατάπιε τον…
Το δωμάτιο βρίσκεται μέσα στο ψηλό χτίριο, το ψηλό χτίριο στον κεντρικότερο δρόμο της πολιτείας κ’ η πολιτεία είναι η πρωτεύουσα του Κράτους, κάποιου Κράτους της Ευρώπης, στην καρδιά του εικοστού αιώνα. ΑΠ’ έξω διαβαίνουν μιλιούνια οι άνθρωποι, τ’ αυτοκίνητα, τα τρόλεϊ, κ’ ένα πιτσιρίκος κατάφερε να πουλήσει σ’ έναν αμερικάνο ναύτη ένα κουκλάκι ντυμένο με χρωματιστά κουρέλια για δύο δολάρια.
Οι καρδιές των δυο παιδιών που μίλησαν για την αγάπη μπροστά στη βιτρίνα, χτυπούν, ω πώς χτυπούν χαρωπά, όμορφα, γλυκά… Όμως εδώ μέσα, εδώ μέσα…
Οι τοίχοι είναι σκεπασμένα με φελλό, οι πόρτες είναι καμπλατισμένες με φελλό, οι άνθρωποι έχουν πρόσωπα κ’ εγκεφάλους από φελλό. Και μοναχά ο βάτραχος είναι ολοζώντανος, σκέτος, πραγματικός, γυμνός, βρωμερός, με την κάτασπρη κοιλιά του, τα προγούλια του, τα φουσκωμένα του μάγουλα, τα γουρλωμένα του μάτια και την γκρίζα ράχη με τις καφετιές βούλες. Και σε κοιτάζει, σε κοιτάζει, δίχως να βλέπει.
Κι άλλοτες σε κοίταγαν ζωντόβολα γαντζωμένα στα γυμνά κλαδιά του δάσους, στ’ άσπρα βράχια, ανάμεσ’ απ’ τους μαύρους σβώλους κάποιου οργωμένου χωραφιού.
Ποτές όμως με τέτοιο ανέκφραστο, παγερό και τυφλό βλέμμα, ποτέ.
Σα δεν έχουν καρδιά, νόμισαν πως έχουν λογική.
Πώς ξέρουν από αισθήματα. Συχνά κάνουν έκκληση στη λογική σου, στα αισθήματά σου, στην αγάπη της γυναίκας σου και των παιδιών σου:
— Αν τον καταπιείς…
Σπούδασαν στη Γερμανία και πήραν θαυμάσια εγκυκλοπαιδική μόρφωση κ’ ιδέες. Και σα δε στέρξεις να κάνεις αυτό που επιδιώκουν με το καμουτσί, το γυρίζου στο καλόπιασμα, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις. Ύστερα ξαναγυρίζουν στο βούρδουλα. Και ξανά πάλι στη λογική και το αίσθημα. Σ’ αφήνουν και να σκεφτείς. Σε κερνούν και τσιγάρο. Και πάλι απ’ την αρχή στη βία, τη λογική, τις συμβουλές, τις εκκλήσεις.
Εσύ βαστάς. Εσύ αντέχεις. Μέσα σου κάνεις προσευχές, συμπληρώνεις προγνωστικά δελτία, βάζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου. Πότε παρακαλάς ν’ ανοίξει και να σε καταπιεί η γης, πότε πάλι να γενεί κάποιο θάμα που να σε ξαναφέρει στην αγκαλιά των δικών σου, στη φωλιά σου. Θυμάσαι, εξεπίτηδες, περασμένες αντρίκιες, παλικαρίσιες στιγμές σου, ευτυχισμένες μέρες και νύχτες.
Λες ακόμα δεν μπορεί, κάποτες θα βαρυεστήσουν οι άπονοι άνθρωποι, θα κουρασθούν, θα το πάρουν απόφαση πως άδικα χάνουν τον καιρό τους.
Και θα σ’ απαρατήσουν. Λες πως κάποτες θα σε λυπηθεί ο θάνατος και θα ’ρθει να σ’ αρπάξει, να σε γλυτώσει από τα νύχια τους που ’ναι χειρότερα. Λες πως…
Εκείνοι όμως έχουν υπομονή, έχουν πρόγραμμα, έχουν συστήματα δοκιμασμένα. Σπούδασαν στη Γερμανία κ’ έμαθαν πράματα που δεν μπορεί να τα χωρέσει το ταπεινό μυαλουδάκι σου.
— Κατάπιε τον!…
Αν είσαι υπεράνθρωπος, βαστάς. Ένα εικοσιτετράωρο, δυο, πέντε, δέκα, βαστάς.
Επιμένουν εκείνοι, επιμένεις κ’ εσύ. Και, ή πεθαίνεις ή νικάς. Αν είσαι υπεράνθρωπος. Αν όμως είσαι ένα συνηθισμένο, ένα απλό ανθρωπάκι με νεύρα από κλωστές σάρκινες, δαγκώνεις και κομματιάζεις τα χείλη σου, μπήγεις τα νύχια σου στις παλάμες, σχίζεις τα μάγουλά σου κι έξαφνα… κι άξαφνα σταματάει το μυαλό σου, σκοτεινιάζει τριγύρω σου ο κόσμος, σε πλακώνει η απελπισία, τρελαίνεσαι και δίχως πια να καταλάβεις πως και γιατί και πότε, δίνεις μια και καταπίνεις το βάτραχο με τις καφετιές βούλες.
Τρέμεις ύστερα, ανακατώνεσαι, σε πιάνουν σπασμοί, όμως… πάει τον κατάπιες.
Πάνω στον τάφο της ψυχής σου, έχεις κάθε δικαίωμα που κανείς δε μπορεί να στο αμφισβητήσει, να υψώσεις ένα μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, έχεις κάθε δικαίωμα να γράψεις όσα γράμματα, όσες λέξεις θέλεις:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Θα περάσουν καιροί, θα ’ρθουν χειμώνες κι άνοιξες, θα πέσουν χιόνια, φύλλα, πέταλα, άνθρωποι, θεοί, βασιλιάδες. Εσύ θα ζεις. Τα πόδια σου θα σε οδηγούν να διατάζεις, τα χέρια σου θα μοχθούν και θα γεμίζουν ρόζους και κάλους, η καρδιά σου θα χτυπά και θα στέλνει αίμα ως το μακρύτερο κύτταρο του οργανισμού σου, η γλώσσα σου θα μιλά, τα χείλη σου πότε θα φιλούν και πότε θα φτύνουν με πίκρα ή αηδία. Οι άνθρωποι που θα σ’ αντικρίζουν θα σου χαρίζουν την καλημέρα τους, οι φίλοι σου θα ’ρχονται στη γιορτή σου φορτωμένοι χαμόγελα, ευχές και λουλούδια ή σκοκολατίνια. Θα διαβάζεις εφημερίδες, θα διαβάζεις βιβλία, θα διαβάζεις επίσημα χαρτιά κ’ επιστολές εμπορικές. Θα κοιμάσαι τα βράδια και θα ξυπνάς τα πρωινά, θα ντύνεσαι και θα ξεντύνεσαι, θα τρως παγωτά τα καλοκαίρια και θα πίνεις χαμομήλια τους χειμώνες και θα πιστεύεις ακράδαντα πως η μάρκα των τσιγάρων που καπνίζεις είναι η καλύτερη απ’ όλες τις άλλες.
Ναι, θα υπάρχεις.
Όμως…
Όμως θα φοβάσαι τη μοναξιά. Θα τρέμεις το πλήθος. Θα σκιάζεσαι στο σκοτάδι και θ’ αποφεύγεις το φως. Τα μάτια σου θα κοιτάζουν πάντα μακριά, ανάμεσα και πέρα από τα πρόσωπα και τα πράγματα, θα ντρέπονται να θωρούν κατ’ ευθείαν στα μάτια των άλλων ανθρώπων, κατ’ ευθείαν στα πρόσωπα των αντικειμένων. Ποτέ δε θα μιλάς για περασμένα, ποτέ δε θα ονειρεύεσαι μελλούμενα. Θα ζεις γιατί βρέθηκε να ζεις, θα υπάρχεις γιατί έτυχε να υπάρχεις, θα τρως, θα πίνεις, θ’ ανασαίνεις γιατί ζεις. Και πριν απ’ όλα, δε θα στρέψεις ποτέ, ποτέ το βλέμμα μέσα σου.
Δε θα στρέψεις το βλέμμα μέσα σου, γιατί κάπου βαθιά σου βρίσκεται στημένος ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός με τ’ όνομα της ψυχής του γραμμένο με μαύρα κεφαλαία γράμματα:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ…
Κι ακόμα, δεν θα τολμάς ν’ αντικρίζεις φρεσκοσκαμμένο χώμα, το μαύρο φρεσκοσκαμμένο χώμα που βγάζει η σκαπάνη του εργάτη ή τ’ αλέτρι του αγρότη στην επιφάνεια, το φως, μην τύχει κι ανταμώσουν τα μάτια σου ένα σιχαμερό γκριζωπό βάτραχο μ’ άσπρη κοιλιά, γουρλωμένα μάτια και καφετιές βούλες στην γλοιώδικη ράχη του.Σαν άνοιξα τα μάτια, ύστερ’ από τη λιγοθυμιά, είδα κατάντικρα έναν μαύρον αγιόγατο να με θωρεί, μούρη με μούρη, ανάσα μ’ ανάσα, γεμάτος μίσος. Από τα δόντια του, που έμοιαζαν με βλόνια, έβγαιναν ριπές-ριπές δυνατά γουργουρητά γεμάτα μανία. Πάνω στις ορθωμένες μαύρες τρίχες του είχαν στεγνώσει οι λασπωμένοι δρόμοι, τα λαγούμια της πολιτείας, τα σκουπίδια των ντενεκέδων, οι βρωμιές του κόσμου. Και πιο πολύ, το αίμα των περιστεριών που έπνιξε.
Οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι βρουχίζουν:
— Κατάπιε τον!…
— Ε, όχι δα…
Μαστίγιο, νουθεσίες, εκκλησίες, απειλές και φοβέρες, υποσχέσεις, μαστίγιο. Ένας κύκλος με διαβήτη που το κεντρί του έχει μπηχτεί στο κέντρο της καρδιάς.
Σύμμαχός τους κι ο γάτος. Ρουθουνίζει στα ρουθούνια μου, τρυπά με τα νύχια των ματιών του τα μάτια μου, δαγκώνει με τα βελόνια της ψυχής του την ψυχή μου.
— Μα όχι.
Κι ας σπούδασαν στη Γερμανία. Κι ας είμαι ένας μικρός κι απλός ανθρωπάκος δίχως υπερφυσική δύναμη κι αντοχή.
Και τ’ άλλα που λένε πως σαν αρχίσει να ξηλώνεται κάποιο πλεχτό δεν έχει πια σταματημό, εγώ τ’ ακούω βερεσέ.
Αυτός που σπούδασε στη Γερμανία, φαίνεται να καταλαβαίνει πιότερο από τους άλλους. Φαίνεται πως κάποια σπαθιά από τις λάμψεις των ματιών μου του χτύπησε τη λογική του. Ξαφνικά έκανε νόημα στους άλλους να σταματήσουν· έσκυψε και κάτι τους ψιθύρισε. Εκείνοι χαμογέλασαν. Κ’ ήταν το χαμόγελό τους βιτριόλι και καφτό νερό στις πληγές της ψυχής μου. Ύστερα άλλαξαν ακόμα μερικές φράσεις, που δεν τις κατάλαβα, και πήραν την απόφαση που μου ταίριαζε:
— Ελεύθερος!…
Διαβαίνω το μαρμάρινο κατώφλι της εξώπορτας, βγαίνω στον κοσμοπλημμυρισμένο δρόμο.
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Άνθρωποι, μαγαζιά, λουλούδια, γραμμάτια ληξιπρόθεσμα, εκτυπώσεις μέχρι 40%. Μια καμπάνα χτυπά, καλώντας τους πιστούς της επικράτειάς της στον εσπερινό. Ένας αστυφύλακας κυνηγά κάποιον πιτσιρίκο, που κρατά ένα πανέρια με κουλούρια της ώρας. Ο της τροχαίας σταματά την κυκλοφορία από τη μια κατεύθυνση και δίνει σινιάλο ν’ αρχίσει από την άλλη.
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Στο σπίτι με υποδέχονται με χαρούμενα ξεφωνητά, δάκρυα, φιλιά. Ακούω το όνομά μου, ακούω τη γλυκιά μουσική φωνών αγαπημένων, νιώθω τη ζεστασιά που χαρίζει η στοργή, η αγάπη, ο πόνος των δικών σου για σένα.
Παίρνω τη γυναίκα μου στο πλάι, σφίγγω τα χέρια της, της ψιθυρίζω:
— Ξέρεις… Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες…
Μ’ αγκαλιάζει, και παίρνει ένα κουτό προστατευτικό ύφος:
— Σώπα, μην το θυμάσαι… Όλα θα τα ξεχάσεις με τον καιρό, σαν ένα κακό όνειρο.
— Κι ο μαρμαρένιος σταυρός με τα μαύρα κεφαλαία;
— Κι αυτόν, κι αυτόν, έλα…
Από πόσο μακριά να ήρθα;
— Και τι να ’ναι αυτό που λιμνάζει στα μάτια των δικών μου;
Στήνω τ’ αφτί, αφουγκράζομαι τη φωνή που ξερνά στο κατάβραδο ο βαλτωμένος κάμπος μιας λαβωμένης ψυχής, της ψυχής μου:
— Βρε κε κε κεξ…
Πέφτω στο κρεβάτι με τα ρούχα, σφίγγω το πρόσωπο στις παλάμες, κλαίω. Τριγύρω μου κλαίνε τα παιδιά, κλαίει η γυναίκα, κλαίει η γριά μάνα μου.
— Όλα θα τα ξεχάσεις… Όλα θα τα ξεχάσεις… Όλα…
Από πόσο μακριά να ήρθα;
Ξέρω πως δεν θα ξεχάσω τίποτα. Τίποτα και ποτέ. Ξέρω πως κι αν ακόμα το μυαλό μου πασχίζει να ξεκολλήσει από το βάλτο μιας τέτοιας θύμησης, το στομάχι μου δεν θα τ’ ακολουθά και θ’ αναγουλιάζει.
Με πιάνουν σπασμοί. Από το πρόσωπό μου κυλά σταλαγματιές – σταλαγματιές κόκκινο αίμα ανάκατο με κίτρινο πύο. Είναι οι γρατσουνιές από τις φαρμακωμένες ματιές του μαύρου αγριόγατου.
— Μα τώρα πια είσαι ελεύθερος!…
— Πώς; Ελεύθερος;… Ποιός μίλησε; Ο σπουδαγμένος στη Γερμανία; Ο βάτραχος;
Τίνος μάτια με θωρούν; Γιατί τα μάτια του γιου μου έγιναν τόσο ξέθωρα και σχίζουν τον αγέρα σαν άσπρα φωτερά φίδια;
Θε μου, που μ’ είχαν πάει; Κι από πού μ’ έφεραν; Ήταν λοιπόν τόσο μακρινό εκείνο το κεντρικό μέγαρο στην καρδιά της πολιτείας; Τόσο μακρινό;
Πλάι στο σπίτι μας βρισκόταν από καιρό μια πριονοκορδέλα που βούιζε ολομερίς κόβοντας ξύλα και μας ξεκούφαινε. Να ’την πάλι που στριγγλίζει και μας σμπαραλιάζει τα νεύρα.
— Μα δε σταματά ούτε τη νύχτα;
Με κοιτάνε έκπληκτοι.
— Τί να σταματήσει; Η κορδέλα; Μα… είναι τρεις μήνες σχεδόν που της έκαναν κατάσχεση. Έκλεισε το μαγαζί…
— Ώστε έκλεισε; Τί λες;
Κρίμας… Κ’ ήταν πολύ καλό ανθρωπάκι αυτός ο μπάρμπα-Κοσμάς..Ξημερώνει. Βραδιάζει. Φθάνουν μεσάνυχτα. Και ξαναξημερώνει. Και ξαναφθάνουν μεσάνυχτα. Πόσες φορές; Δέκα; Εκατό; Χίλιες; Εκατό χιλιάδες;
Είμαι ελεύθερος. Ελεύθερος ισόβια!…
Ο βάτραχος κοιμάται στη βάση ενός χορταριασμένου μαρμάρινου σταυρού. Είναι παχύς, ψωμωμένος, έχει πρησμένα μάτια και μάγουλα, έχει καφετιές βούλες στην γκρίζα ράχη του. Μα κοιμάται και τα βατράχια, έστω κι αθάνατα σαν το δικό μου, δεν παραμιλούν, δεν φωνάζουν στον ύπνο τους.
Η ποινή συνεχίζεται: Ελεύθερος.
Τα παιδιά μεγαλώνουν, δεν μου γυρεύουν πια τετράδια και μολύβια, δε μου ζητούν ρούχα και παπούτσια. Έκλαψαν, θύμωσαν, κορόιδεψαν τον πρώτον καιρό, δούλεψαν με τέχνη τον βούρδουλα που τους παράδωσαν στα χέρια οι κιτρινιάρηδες άνθρωποι, στο τέλος μεγάλωσαν. Ύστερα έπιασαν δουλειά σ’ ένα γιαπί και παράτησαν σε μια σκαλωσιά τον βούρδουλα.
Ένα βράδυ, ο μεγάλος ήρθε κατσουφιασμένος:
— Αύριο έχουμε απεργία.
Τ’ άλλο βράδυ γύρισε με δεμένο κεφάλι.
— Ναι, μα δεν τους γένηκε το χατίρι…
Το τρίτο βράδυ μου ’δειξε το χαμόγελό του – το ίδιο γλυκό χαμόγελο μ’ εκείνο που δείχνει στη θυγατέρα του αντικρινού φούρναρη.
— Πού ήσουνα, πατέρα, και τί έκανες στον καιρό της κατοχής;
Ο βάτραχος ανασάλεψε στη βάση του μαρμάρινου σταυρού. Λες ν’ αρχίσει τις φωνές; Δεν αποκρίθηκα.
— Δεν άκουσες;
Στον τοίχο, πίσω από την πόρτα, είχαμε ένα ξύλινο κρεμαστάρι, καρφωμένο με δυο μεγάλα χοντρά καρφιά που ολοένα έβγαιναν από τις τρύπες τους κι εγκρέμιζαν το κρεμαστάρι με τα ρούχα στο πάτωμα. Η γυναίκα γκρίνιαζε μέρες τώρα και διαλαλούσε σ’ όλους τους τόνους πως απ’ αυτό το σπίτι έλειψε για καλά ο νοικοκύρης και το μόνο που υπάρχει είναι η αδιαφορία κ’ η εγκατάλειψη.
Σηκώνομαι το λοιπόν και πάω στην κουζίνα να βρω δυο καινούργια καρφιά και το σφυρί. Πώς; Τώρα θα πειστείς, κυρά Κατίνα, πως και νοικοκύρης υπάρχει στο σπιτάκι μας κ’ η αδιαφορία μόνο στη φαντασία σου βρίσκεται. Ξήλωσα τα στραβά καρφιά κι άρχισα να χτυπώ με το σφυρί τα ίσια, τα καινούρια.
Ο μεγάλος με το λερόν επίδεσμο στο κεφάλι, καθόταν κατάντικρα και με κοίταγε παράξενα και πονηρά, χαϊδεύοντας μηχανικά τα σγουρά μαλλάκια της μικρότερης. Και να ιδείς ατυχία: Τα καρφιά βρήκαν με το πρώτο ένα στέρεο μέρος του τοίχου, σφηνώθηκαν, το κρεμαστάρι στερεώθηκε μια χαρά και τώρα, άμα το θελήσεις, μπορείς να κρεμαστείς κ’ ελόγου σου από δαύτο, δίχως τον παραμικρό φόβο να ξηλωθούν.
— Πάει, τέλειωσε κι αυτό.
Πήγα στην κουζίνα, έβανα το σφυρί στη θέση του, σαπούνισα τα χέρια μου, τα σκούπισα αργά-αργά, καθυστέρησα και με κάτι άλλα κουτσοδούλια, κάποτες αναγκάσθηκα να γυρίσω στο δωμάτιο. Το βλέμμα του μεγάλου ήταν καθάριο και γλυκό, τα μάτια του έτοιμα να κλάψουν και να γελάσουν, κατά το κέφι μου.
Τί να του κάνεις; Άνοιξα το μπαούλο, ανασήκωσα τα στρώματα, παπλώματα, κουβέρτες, παλιά ρούχα των παιδιών, έβγαλα το τετράδιο.
— Νά, παρ’ το…
Ο μεγάλος δεν άπλωσε το χέρι. Χαμογέλασε. Θάρρεψα πως κάτι πήγε να μου σκαρώσει ο βάτραχος, όμως σαν παρατήρησα με προσοχή τα μάτια του γιου μου, ο βάτραχος, όμως σαν παρατήρησα με προσοχή τα μάτια του γιου μου, ο βάτραχος ξανακοιμήθηκε.
— Το διάβασα, πατέρα.
Θύμωσα.
— Με ποιό δικαίωμα; Πώς τόλμησες δίχως να με ρωτήσεις; Κ’ ύστερα… αφού το διάβασες, γιατί ρωτάς και ξαναρωτάς;
Πάλι ξαναχαμογέλασε το άθλιο παιδί. Ύστερα έψαξε τις τσέπες του κ’ έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα – τη μάρκα που καπνίζω.
— Αυτά σου τα χαρίζει ένας θαυμαστής σου…
Ο βάτραχος δίνει τότες ένα ξαφνικό σάλτο και σκαρφαλώνει στην κορφή του μαρμάρινου σταυρού. Οι φωνές του πλημμυρίζουν το δωμάτιο:
— Βρε κε κε κεξ κοέξ κοέξ…
Έπιασα το κεφάλι με τα δυο μου χέρια και σωριάστηκα στην πολυθρόνα τσακισμένος. Η κορδέλα του διπλανού ξυλάδικου ξανάρχισε το στρίγκλισμά της:
— Ντρρρρρν… Ντρρρρρν…
Ο μεγάλος με το δεμένο κεφάλι χαμογέλασε γλυκά γλυκά· το ίδιο χαμόγελο που έδειχνε στη θυγατέρα του αντικρινού φούρναρη· άπλωσα το δεξί του και χάιδεψε τα χέρια μου.
— Φτωχέ μου πατέρα…
Μια δυνατή βροχή χτυπούσε απ’ το πρωί τα τζάμια κι ο αγέρας που ερχόταν μουσκεμένος απ’ τ’ ανατολικά, άρχισε σιγά σιγά να καλμάρει. μαζί του κάλμαραν κι οι στριγκλιές της πριονοκορδέλας. Και δεν απόμεινε παρά ένας μεγάλος κάτασπρος σταυρός που πάνωθέ του είχε σκαρφαλώσει ένας παχύς, γκρίζος, γλοιώδικος βάτραχος με καφετιές βούλες στη ράχη
— Φτωχέ μου πατέρα… Πόσο θα υπόφερες!
Η ώρα ήταν περασμένη. Η γυναίκα είχε πάει να κοιμηθεί, ο μεσαίος κοιμόταν, η μικρή κοιμόταν. (Η γριά μάνα είχε πολύν καιρό που αναπαύθηκε). Και μονάχα εγώ, ο μεγάλος γιος με το δεμένο κεφάλι κι ο βάτραχος ξαγρυπνούσαμε πλάι στη σβηστή θερμάστρα.
— Το διάβασα δέκα φορές, απ’ την αρχή ίσαμε το τέλος… Είναι σπουδαίο… Μόνο που είναι κρίμα να το ’χεις χαντακωμένο στο βάθος του σεντουκιού.
— Κι ο βάτραχος;
— Ο βάτραχος θα ψοφήσει, πατέρα. Δεν αντέχουν σε τέτοια δυνατά χάπια ούτε σιχαμεροί βάτραχοι, ούτε κιτρινιάρηδες άνθρωποι, ούτε κι αγριόγατοι ακόμα με δόντια και νύχια σουβλερά. Όλα θα σβήσουν, όλα θα χαθούν, όλα θα δώσουν τη θέση τους σ’ εκείνα που πρέπει να ’χουμε στις καρδιές μας και στις ψυχές μας αιώνια…
Τον κοίταγα σαστισμένος, μια γλυκιά μουσική, μια φωνή βγαλμένη από τα πολύ παλιά, τα παιδιάστικα χρόνια μου, άρχισε ν’ ακούγεται απαλή, σιγανή, ζεστή, πλημμυρισμένη από συγκίνηση και νοσταλγία.
— Όλα θα σβήσουν, παιδί μου; Όλα θα σβήσουν; Όλα; Όλα;
— Να είσαι σίγουρος, πατέρα.
Ήρθε κοντά μου, άνοιξε την αγκαλιά του κ’ ενώ τα δάκρυά μου κυλούσαν για πρώτη φορά, ζεστά, αρμυρά, ανθρώπινα, ο γιος τύλιξε τις χερούκλες του τριγύρω από το κορμί μου.
Ο ματωμένος επίδεσμος μου φάνηκε τότε σαν ένας χρυσαφένιος φωτοστέφανος πάνω από τ’ αχτένιστα μαλλιά του.
Στέργιος Βαλιούλης, Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες, εκδ. Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη, σ. 7-24.
Νίκου Μπακόλα, «Στις α...
Κι ως καταιονίζεται το σκότος, σβήνονται οι λεπτομέρειες του κόσμου και πηδώ από το σπίτι – βάρκα στ’ αβαθή νερά, περπατάω επί των υδάτων, ύστερα επί της άμμου βγαίνω στην αυλή της θάλασσας όπου με υποδέχονται καλάμια, πικροδάφνες κι έτερα νυκτόβια φυτά. Είμαι δωδεκαετής, λευκοντυμένος, ίσως περιτυλιγμένος γάζες ή φασκιές, σεντόνι, ως νεκρός βυζαντινής εικόνας σ’ επαρχιακή βασιλική, κάτι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητος ή παλαιοχριστιανικής φαντασιώσεως.
Βασανίζομαι συχνά από εικόνες τέτοιες ή παρόμοια ενύπνια, λες κι ότι περιδιαβάζω σε μια πατριδογνωσία μ’ εφθαρμένες μνήμες, όπου, μεταξύ των άλλων, λάμνει την παλιά της λέμβο η Βαγγελιώ, συνομήλικη, αγοροκόριτσο, ένα απ’ τα έντεκα παιδιά, το αξιότερο, του Κύκλωπα, ανεψιά του Αράπη, αλιέων από την αρχαία Ιωνία και ξεριζωμένων στο ’22. Όλ’ αυτά στον μαίανδρο της τοπικής μας παραλίας, όπου εναλλάσσονται τα κέντρα διασκεδάσεως – ‘Φάρος’, ‘Όασις’ και ‘Λουξεμβούργον’ – με τα ναυπηγεία, λίγο πιο εδώ από τον αλευρόμυλο του Αλατίνι, που, πελώριο κτίσμα, καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά του τεχνητού κολπίσκου, όπου, νύχτα μέρα, προσεγγίζουνε μαούνες για εκφόρτωση ή φόρτωση. Πέρα ο βραχίονας, προτεταμένος – το Καραμπουρνάκι – άλλος τόπος, άλλοι μαίανδροι, ελάχιστες οι εμπειρίες πριν το ’37. Εκεί κλείνει και ο παιδικός ορίζοντας, το θαλάσσιο χωραφάκι που το διασχίζει η Βαγγελιώ τα βράδια του καλοκαιριού, επάνω κάτω, διαλαλώντας ‘ένα τάληρο η βόλτα’ με τη βάρκα – το πρωί μαζεύει δίχτυα, μύδια, παραγάδια, πετραδάκια, τον χειμώνα έρχεται σχολείο, αναλόγως του καιρού και κατά διαστήματα. Λέει κι εκείνη, βεβαιώνει, ‘παίζω στην αυτή της θάλασσας’, είτε κατοικεί στο ξύλινο παράπηγμά τους, είτε μες στη βάρκα της, όπου έχει βάλει βολικά μαξιλαράκια, κεντημένα, για τους επιβάτες της. Και η Βαγγελιώ διαθέτει πλούσια γνώση, είτε του αφρού είτε του πυθμένα, που βουτάει ατρόμητα και ανασύρει τη θαλάσσια πραμάτεια της. Άρα ξέρει για αυλές της θάλασσας και της στεριάς. Όλοι οι άλλοι είμαστε μαμόθρεφτα, καλοπλυμένα και καλοσιδερωμένα, με άρτια βεβαίως την ορθογραφία μα και την προπαίδεια, ενώ εκείνη τρώει συχνά ξυλιές στα μαύρα δάχτυλα – χωρίς να κλαίει, ούτε να δακρύζει καν.
Έμαθα να κολυμπάω δωδεκαετής, κατ’ αρχάς στην επικράτεια της θάλασσας της Βαγγελιώς, υποβασταζόμενος απ’ την κυρά Μαρία, όπου μας συγκέντρωνε σαν κλώσα, πλήθος γειτονόπουλα και μας οδηγούσε μέχρι τον γιαλό, μαζί και τη μικρή Ελένη της και μας δίδασκε να πλέουμε, με τα αυτοσχέδια μπανιερά μας κι όχι όπως εκείνη που κολύμπαγε φορώντας ρόμπα κι όρθια ή καθιστή. Η έγνοια μας να μάθουμε να πλέουμε μια ώρα αρχύτερα ενισχυόταν απ’ το ότι ο βυθός, ρηχός κι επιλεγμένος για τα μπόγια μας, ήταν εγκατεσπαρμένος με καρφιά και τενεκέδες, απ’ το διπλανό εκείνο ναυπηγείο Μπλέκα, που μας κόβανε ή μας τρυπούσαν στις ευαίσθητες πατούσες μας.
Όλ’ αυτά πριν απ’ τον πόλεμο. Όπως κάπως μεγαλώσαμε, στην κατοχή κι η κυρά Μαρία είχε πλέον άλλες έγνοιες, πολυποίκιλες, μα κι εμείς δε θάλαμε κηδεμονία, ούτε άλλα μαθήματα για την κολύμβηση. Ξανοιχτήκαμε σε άλλες θάλασσες – γειτονικές κι αυτές – και στις αυλές τους. Και ξεχάστηκε κι η Βαγγελιώ κι όλοι οι δικοί της κι οι κουρίτες τους, που τώρα τρέχανε νυχθημερόν στα μαύρα και επικερδή εμπόρια.
Έτσι, με νέες παρέες, στην πλειοψηφία αγορίστικες, πήραμε τους άλλους δρόμους, βρήκαμε νέες αυλές, το ‘Ταμαρίξ’ κυρίως, όπου έμπαινες πληρώνοντας. Δίπλα ακριβώς τον Ναυτικό τον Όμιλο, με το αρχοντικό διώροφο και τη θαυμάσια αμμουδιά, στη θάλασσα, όμως και έξω, στην αυλή με τις ομπρέλες, τις ωραίες νέες, τους γεροδεμένους κύριους, τους αυστηρούς. Παραδίπλα την αυλή του ιατρού Βαϊνανίδη με τις καλαμιές, παραπέρα ένα αχρησιμοποίητο μακρόστενο οικόπεδο που εκτεινότανε απ’ την ακρογιαλιά μέχρι τη λεωφόρο και τα τραμ κι όπου υπήρχανε δεκάδες πεύκα. Και στο τέλος (τέλος από τι;) το παλιό ‘Καλαμαρί’, το απροσπέλαστο, με τις καθολικές καλόγριες και τους ψηλούς τους τοίχους, που τους πρωτοπεράσαμε στην κατοχή, με τα συσσίτια. Κάπου εκεί τερματιζότανε ο νέος μαίανδρος, με τις αυλές της θάλασσας και με καινούργια κατορθώματα και καρδιοχτύπια, καθώς η αναθρώσκουσα εφηβεία μας εισέλαυνε μυστηριώδης για τους περισσότερους, ενισχυόμενη, βεβαίως, από κάποια ενάλια ή παράλια θεάματα, είτε αυτά ήταν μια ολόξανθη κοπέλα, μπρούτζινη, που χαριεντιζότανε αρειμανίως στη σχεδία, ανοιχτά του ‘Ταμαρίξ’ με κάποιον Γερμανό ανθυπολοχαγό, είτε κάποια ευτραφής κυρία, νέα πάντως που χασκογελούσε κι έπαιζε ανάμεσά μας. Και σε μια στιγμή, επάνω στο κυνηγητό με επιδέξιες χειρονομίες, κατέβαζε τα μπανιερά των αγοριών και φώναζε ‘πουλάκια μου, πουλάκια μου, ενώ εκείνα άλλα γέλαγαν και την άρπαζαν όπως βρίσκανε και άλλα μούτρωναν – λέγαν πως είχε γέρον άντρα, άλλες φήμες τον παρουσίαζαν γυναικά. Με τέτοιες κι άλλες κουτοπονηριές, που αναπεταζόταν στον αέρα ή υφέρπανε, έτρεχε το θέρος και η κάψα του ’43.
Μα το καλοκαίρι εκείνο σημαδεύτηκε απ’ την αναζωπύρωση ενός παλιού μου βάσανου που με είχε φοβερά παιδέψει από μωρό σαράντα ημερών. Το βάσανό μου, βάσανο και των γονέων μου ιδιαίτερα της μάνας Δέσποινας, ήταν ένα εκτεταμένο και αγιάτρευτο έκζεμα, επώδυνη ψυχογραφία της νηπιακής ζωής, που είχε σκάψει βαθμιαίως τις κλειδώσεις μου, τα δάχτυλά μου, μάτια, στόμα κι αλλαχού, που με τρέλαινε. Τις άνοιξες συνήθως, με έν’ ακατανίκητο κνησμό, τέτοιον που με έκανε να σκίζω επιδέσμους, ρούχα, νυχτικά, μέχρι που μάτωνα κι ησύχαζα. κείνα τα χρόνια όλοι ήμασταν απρόσεχτοι και στερημένοι από φάρμακα στην κατοχή χειρότερα βεβαίως. Την άνοιξη που είχε προηγηθεί, το έκζεμά μου είχε μολυνθεί αγρίως, θαρρώ χειρότερα από ποτέ, τα δάχτυλα των δυο χεριών μου είχαν γίνει ανοιχτές πληγές με πύον και με κοκκινίλες απεχθείς. Χρησιμοποιούσαμε μιαν αλοιφή παλιά, ‘ινοτιόλ’ τη λέγανε, κι η μάνα μου καθότανε υπομονετική και μου έδενε με γάζες ένα ένα δάχτυλο. Καμιά φορά την έπιανα που δάκρυζε, άλλοτε με επιτιμούσε που δεν πρόσεχα που δεν έπαυα να ξύνομαι και να μολύνομαι.
Το καλοκαίρι και τα μπάνια τα περίμενα με ανυπομονησία, γιατί η θάλασσα μ’ ευεργετούσε, μου έψηνε πληγές και κοκκινίλες, με το αλάτι της και το ιώδιο, μπορεί με τα φύκια κι όλους τους χυμούς της. Έτσι κατέβαινα κάθε πρωί σ’ εκείνο το οικόπεδο, ανάμεσα Βαϊνανίδη και ‘Καλαμαρί’, και έπεφτα στη θάλασσα σε μια γωνιά, την πλέον ακατοίκητη δίπλα απ’ το οικοτροφείο των καλογραίων, έρημο τέτοιαν εποχή. Εκείνο τον καιρό κατέβαινα με τον Βαγγέλη, τον εξάδελφό μου, πιο μεγάλον από μένα, άτακτον και πεισματάρη, καπνιστή από τα δώδεκα, περιηγητή των παραβαρδαρίων κινηματογράφων ‘Αττικόν’ και ‘Πάνθεον’ που τους γνώρισα κι εγώ μαζί του. Κατεβαίναμε στη θάλασσα από το σπίτι της γιαγιάς Μυρσίνης, ροβολούσαμε ξυπόλητοι και μόνο με τα μπανιερά μας, τα χακί παντελονάκια που ούτε πια θυμάμαι πως είχαν βρεθεί.
Εγώ κολυμπούσα στην ακρίτσα ώρες, μόνος, πεισμωμένος αλλά υπομονετικός, μέχρι να μουλιάσουμε οι γάζες και να ξεκολλήσουμε από τα δάχτυλά μου, αποκαλύπτοντας μια κατακόκκινη στεγνή πληγή, απ’ όπου είχε εν τούτοις εξαφανιστεί το πύον κι ένιωθα μονάχα τσούξιμο μα και δροσιά ευφρόσυνη. Μάζευα τις γάζες με υπομονή, τις τύλιγα όπως μπορούσα και τις φύλαγα στις τσέπες απ’ το μπανιερό-παντελονάκι. Ύστερα καθόμουν στον ήλιο να στεγνώσω, με τα δάχτυλά να ψήνονται αρκούντως και να παίρνουνε σε λίγο μια γυαλάδα μελανή, υποφερτή στη θέα. Ο Βαγγέλης δεν καθότανε μαζί μου. Κολυμπούσε στα βαθιά, καμιά φορά με αγνώστους και μεγαλύτερους. Κάποτε αποτολμούσε και βουτούσε από τα ψηλά του ‘Ταμαρίξ’. Έπαιζε στο άβατο του ορμίσκου του Ομίλου, προσπαθούσε ν’ ανέβει σε ξένες βάρκες, τον μαλώναν και τον διώχναν, μα εκείνος, ο γλωσσάς τους έβριζε.
Ένα τέτοιο πρωινό – μεσημεράκι πια – σ’ εκείνες τις αυλές της θάλασσας, τ’ ανδραγαθήματα του ξαδέρφου στον Όμιλο ξεπέρασαν τα όρια· άλλωστε πρέπει να τον είχανε σταμπάρει, που ήταν γινατσής, μπελάς. Όπως προσπάθησε ν’ ανέβει σε μια βάρκα απ’ τις περιποιημένες, του ριχτήκαν δυο μεγάλοι που ηλιάζοντας στην αμμουδιά τους. Του ρίχτηκαν και αρχίσαν να τον χτυπούν, να τον βουλιάζουν στο νερό, να τον ξαναχτυπούν. Εκείνος να φωνάζει και να μην το βάζει κάτω, να τους βρίζει ακατανόμαστα τις μάνες τους και τον Θεό τους, να χτυπιέται αλύπητα και να ματώνει, να ματώνουν τα νερά, η θάλασσά τους και η βάρκα τους, να ματώνουν τ’ άσπρα μπανιερά τους και οι μπλούζες τους, μέχρι που τον σύραν έξω και τους μάτωσε την άμμο τους. Τότε, επί τέλους, τρέξαν κι άλλοι, τον γλυτώσανε, γέροντες ψαράδες απ’ το ‘Ταμαρίξ’, μια ηλικιωμένη λαϊκή γυναίκα, που τους μάλωνε ασταμάτητα τους δυο μαντράχαλους, ‘Ντροπή στα μπόγια σας’ τους φώναζε, ‘ντροπή και στον γονιό σας’. Στο τέλος ανασήκωσαν τον ξυλοφορτωμένο πια Βαγγέλη και τον πέρασαν απ’ την αυλή του Βαϊνανίδη. Κάθισε ο δαρμένος και αιμορραγών μες στα καλάμια μέχρι που σταμάτησε να τρέχει η μύτη του. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά στο σύνορο του Ομίλου και τους κατέβασε το παντελόνι του, τα μόστραρε, ‘να ρε’ τους φώναξε ο αδιόρθωτος. Μα εκείνοι είχανε αποφασίσει να τον αγνοήσουν ό,τι και αν έκανε.
Σε λίγο ήρθε δίπλα, στην ακρίτσα μου, στο οικόπεδο, στο καταφύγιο μου, κολλητό με το ‘Καλαμαρί’ – ήτανε μουτρωμένος, πέταγε χαλίκια στο γιαλό, μουρμούριζε. Μια στιγμή με επιτίμησε, ‘ούτε ήρθες να με βοηθήσεις, ρε’. Μα εγώ δε μίλαγα, δεν τόλμαγα – ‘χέστη!’, μου είπε, κι άλλο τίποτα.
Μείναμε κει καμία ώρα. Τώρα ο ήλιος μ’ έψηνε εμένα και τα δάχτυλά μου, υπερβολικά, ενώ επάνω μας ή πίσω μας ακούγονταν οι φυλλωσιές των δέντρων που τις φύσαγε το αεράκι. Είπε ‘πάμε’, που ήταν πια αργά και θα μας περιμέναν στο τραπέζι. Ίσως και ν’ ανησυχούσαν. Μια στιγμή εν τούτοις στάθηκε σιωπηλός, ύστερα ξεκίνησε, και ‘ε ρε χέστη!’, επανέλαβε. Δεν του είπα πάλι τίποτε. Τι να του πεις; Πήραμε τον δρόμο που ανηφόριζε κατά τη λεωφόρο με τα τραμ, στάθηκε όμως κάτω από ένα αρχοντικό διώροφο, γωνία ατραπού και Λυσιμάχου. Επάνω μας, στην πίσω αυλή, υψωνόταν μια βερικοκιά με ολοκίτρινους καρπούς που λύγιζαν το δέντρο, όλο πρόκληση. ‘Στάσου’, είπε ο Βαγγέλης και σκαρφάλωσε αδίσταχτα στον τοίχο, ίδιος αγριόγατος. ‘Στάσου, θα σου ρίχνω και θα τα μαζεύεις’, πρόσταξε, ενώ σε λίγο πέφταν οι χρυσοί καρποί, οι πρώτοι, και κατόπι κι άλλοι κι άλλοι. Μα πού να τους έβαζα, που οι τσέπες ήταν ήδη φουσκωμένες με τις γάζες και τα χέρια μου γέμισαν γρήγορα; Και η λύση ήρθε αναπάντεχα, με τρόπο απρόσμενο τελείως, μα οδυνηρόν, καθώς απ’ την αυλόπορτα του Βαϊνανίδη, βγήκε μια κοπέλα ξαναμμένη. ‘Κλέφτες, κλέφτες’, φώναξε και μ’ έφτασε με δύο δρασκελιές. Μα εγώ της ξέφυγα και τότ’ εκείνη στράφηκε προς τον Βαγγέλη, τον κυρίως παραβάτη. Ούτ’ εκείνος είχε πρόβλημα εν τούτοις, πήδηξε από τον τοίχο (κάπου δύο μέτρα ύψος) κι όσο κι αν προσπάθησε εκείνη να τον πιάσει, στάθηκε αδύνατο – άλλωστε ήταν γυμνός επάνω απ’ τη μέση κι ιδρωμένος γλίστρησε σαν χέλι κι έτρεξε από πίσω μου. Μα κι η κοπέλα δε σταμάτησε την καταδίωξη, έτρεχε από πίσω μας φωνάζοντας το ‘κλέφτες, κλέφτες’. ήταν μεσημέρι, κάψα, και λυγίζανε τα γόνατά μας απ’ το μπάνιο που ’χε προηγηθεί. Ωστόσο τρέχαμε όσο γινότανε πιο γρήγορα, μέχρι που φτάσαμε ασθμαίνοντας στη λεωφόρο. Κάμποσα μέτρα παρακάτω είδαμε να επέρχεται το τραμ. Ήταν η τελευταία ευκαιρία μας. Περάσαμε απέναντι, ενώ το όχημα κουδούνιζε, βροντούσε πίσω μας. Εκεί είχε σταθεί απελπισμένη, ίσως και σκασμένη, η διώκτις, αναγκαστικά, ενώ εμείς στο μεταξύ, τρέχαμε προς τα πάνω και χανόμασταν σε αυλές και σε σοκάκια που τα είχαμε εξερευνήσει επανειλημμένως.
Σταματήσαμε το τρέξιμο μονάχα όταν φτάσαμε ση σιδερένια πόρτα της γιαγιάς, χλωμοί κι οι δυο, αλαφιασμένοι. Απ’ τα βερίκοκα – τα λάφυρα – είχανε απομείνει ελάχιστα. Τα άλλα είχαν χαθεί επάνω στην τρεχάλα προφανώς. Τα έβαλα στα χέρια του Βαγγέλη, ήτανε δικά του, έβγαλα από τις τσέπες φρούτα κι άκρες από γάζες, πληγιασμένα δάχτυλα, ενδεχομένως φύκια, άμμο, άρμη. Τότε είπ’ εκείνος ‘άστα, δεν τα θέλω’, και κατάλαβα πως σιχαινότανε τα χέρια μου, τους επιδέσμους περισσότερο. ‘Όχι’ επέμενα, ‘είναι δικά σου’. Τότε ο ξάδερφος τα ’δωσε μια και τα ’ριξε στα χώματα. Είχανε κιόλας κακοπάθει αρκετά. ‘Γιατί;’ του είπα μισοκλαίγοντας – ήθελα να του πω, γιατί σιχαίνεσαι, αφού πολλές φορές κοιμόμαστε μαζί και τρώμε, παίζουμε με τα χέρια μας μπλεγμένα, με τα δάχτυλα. Εν τούτοις, δε μου βγήκε λέξη. Εκείνος τράβηξε για μέσα, μόνο με προειδοποίησε’ μην βγάλεις τσιμουδιά, καημένε, γιατί…’, ο αρχηγός.
Καλοκαίρι του ’43 κι ο Βαγγέλης προπονιότανε για νέα κατορθώματα, ως απεδείχθη, στα γερμανικά τα ναυπηγεία, οδός Θάλητος, στις αυλές της θάλασσας τις μαντρωμένες σ’ ένα λιμανάκι της αντίστασης.
Νίκου Εγγονόπουλου, «Τ...
— Και η Εστέρ;
— Τώρα έρχεται… η δύστυχη…
ALBERTO SAVINIO Ο Λορέντζος Μαβίληςσαν ξαναεπιστρέψω
στη Θεσσαλονίκη
από την κόλαση
δεν θε ν’ αφήσω τους αγαπητούς μου
τους Οβραίους πάλι να με ζουρλάνουνε
με τα
«είδες Σολωμονίκο – τάδε σύνταγμα –
είδες Μωυσή – στον τάδε λόχο
τάδε διμοιρία – ή
ίσως να εσυνάντησες τον Αβραμίκο πουθενά;…»
και άλλα…θα τους αρπάξω απ’ τα μούτρα
τους αγαθούς τους πονεμένους ανθρώπους
και με φωνές και με σκουξίματα
θα επιμείνω να μου πουν
αν συναντήσαν πουθενά
ποτέ
-και τώρα πού να βρίσκεται; -
την Εστερίκα
τη Ρίκα
τ’ αστέρι το λαμπρό
στα πρώτα ερωτικά μου χρόνια τα νεανικά
τα μικράτα μου!ω! το κελεπούρι του μεγάλου παρισινού βιβλιοπωλείου!
η χαριτωμένη γαλιδούλα!
(με βαθιές ρίζες – όμως –
εις γην Χαναάν)
ω! η υπέροχη μαγνόλια!
η κατάλευκη γαρδένια
τ’ άσπρο μου γιασεμί
με τα μαύρα βελούδινα
σπανιόλικα της μάτιαω! ο ποιητικός απόηχος
των γιοφυριών πάνω στο Σηκουάνα
η φουντωτή ανθισμένη καστανιά
των μακριών λεωφόρων
η μαγευτική γλυσίνα
των ανακτορικών πάρκων
η άκρως δονούμενη
θεσπέσια άρπα του Δαυΐδ!μα πώς την έχασα
την άφατη την
ευτυχία
απ’ τα χέρια μου!
οι δίνες της ζωής υπήρξαν η αιτία…παντού και πάντα την αναπολώ
πάντα τη σκέφτομαι
κι ο νους τώρα και πάντα είναι
κοντά τηςμήπως να μετανάστεψε – ως ποθούσε –
στο
«Ερέτζ Ισραέλ»;
μήπως μου την έκαμαν
λουλουδάκι
οι απαίσιοι Νατσήδες;
ή μήπως τώρα να ’ναι κάπου να μαραίνεται
και να μη
με θυμάται;
Αλέξη Τραϊανού, «Εβραϊ...
Θα σε υποφέρω πάντα
Γι’ αυτό που δεν πρόκειται να ξαναγίνει
Γι’ αυτή τη φωνή που ξαναγυρνάει μακρινή
Δίχως ποτέ της να γυρνά
Γι’ αυτές τις κόκκινες φωτογραφίες του Ιησού
Που πέρασαν αργά κάτω από Παρασκευές βρεμένεςΠάντοτε έβρεχε
Θυμάσαι
Βροχή καυτής απουσίας
Πάντοτε έβρεχε ανάμεσα στις κίτρινες σκιές
Το ρημαγμένο σουβά το καφετί παντζούρι
Κι εκείνη την ορθάνοιχτη ντουλάπα
Απ’ όπου ξέφυγαν οι πεθαμένοι
Μ’ ένα κερί μπηγμένο στο τελευταίο τους πρόσωπο
Μ’ ένα κερί στη λίγο άμμο
Μιας τσίγκινης σαπουνοθήκηςΠάντοτε έβρεχε μια γνώριμη βροχή
Αρρωστημένο κουκούτσι μες στις λέξεις μου
Ξεθωριασμένο χρώμα ξεκολλημένο απ’ τους τοίχους μουΚι αν με το πάντα έφευγες με το ποτέ θα σε προσμένω
Είν’ ένα ποίημα που πάει στο πουθενά
Και το αρπάξανε οι στίχοι μου
Σ’ ένα φριχτό κομμάτι παιδικών ονείρων
Αλέξης Τραϊανός, «Εβραϊκό σπίτι» στο Φύλακας ερειπίων, εκδ. Πλέθρον, 1991, σ. 57.
Αλμπέρτου Ναρ, «Επεισό...
Ο βαρκάρης τον αναμέτρησε από πάνω ως κάτω κι έκανε πως δεν πρόσεξε το χέρι του που απλώθηκε να συναντήσει το δικό του. Ρώτησε μόνο αν είχε τα φυσέκια με τις λίρες κατά πως τα ’χανε κανονισμένα. Κι όταν εκείνος του ’γνεψε καταφατικά, άρχισε να μονολογεί μες απ’ τα δόντια του πως τάχα έπαιζε το κεφάλι του και πως τα λεφτά δε μετράνε μπροστά στο ρίσκο και πως το μετάνιωσε σχεδόν που ’μπλεξε με τέτοια βρωμοδουλειά. Εκείνος του γύρισε τις πλάτες κι έκανε να φύγει. Όμως ο βαρκάρης έτρεξε ξοπίσω του, τον σταμάτησε και γύρεψε συμπάθειο. «Ψυχικό κάνω», του ’πε μαλακά. «Κι αν μου ξέφυγε και καμιά κουβέντα, μη με συνερίζεσαι». Και ανατρίχιασε καθώς θυμήθηκε όσα του ’χανε ορμηνέψει κάτι χαφιέδες σαν έτρεξε να τους τα προφτάσει. «Το νου σου γιατί ο Οβριός φαίνεται ξύπνιος. Όμως εσύ πες του εντάξει και φόβος κανένας. Τα ρέστα επάνω μας. Κι αν όλα πάνε καλά, που σίγουρα θα πάνε, θα ’χεις ό,τι τραβάει η καρδούλα σου».
Όρισαν λοιπόν ν’ ανταμώσουνε τα μεσάνυχτα, πέρα κατά τα μπλόκια. Και αφού ρίξανε τη βάρκα στο νερό ο βαρκάρης πρότεινε να δουλέψουνε κουπί. Να μη κάνουνε φασαρία και δώσουνε στόχο. Ύστερα, σαν ξανοιχτούνε, θα βάλουνε μπρος τη μηχανή κι όσο να ξημερώσει θα ’χουνε φτάσει. Εκείνος δεν απάντησε. Στύλωσε μόνο τα μάτια κατά την πόλη που όλο και ξεμάκραινε. Και έμοιαζε σαν κάτι να στοχάζεται, έτσι καθώς τους κέρδιζε σιγά σιγά το σκοτάδι.«…Θα ’θελα, τώρα που σου μιλώ, να σε ξεχωρίσω από την ακολουθία των ίσκιων που λησμονήθηκαν στους τοίχους. Από τη σιωπή που ξεδιπώθηκε ανάμεσά μας. Ξέρω πως δε μας περισσεύει πια καιρός να μετουσιώσουμε την οδύνη μας σε εφήμερη άσκηση του λόγου. Όμως, εσύ πληρώνεις ακόμα το χώρο του ονείρου. Κι εγώ γυρεύω πάντα να αγαπήσω τις ώρες μου στο πρόσωπό σου. Πώς θα μπορέσω λοιπόν να απομείνω ανέπαφος νοσταλγώντας την έρημη παραλία, λογαριάζοντας το παλιό ημερολόγιο που άφησα ατελείωτο; Πώς να κρατήσω την ψυχή μου αλώβητη από εικόνες και μνήμες; Από περιστατικά που ξέφυγαν από τη λήθη μονάχα γιατί δέθηκαν μαζί σου; Ας με κρατήσει λοιπόν όρθιο η ανάμνησή σου. Αργότερα ίσως τα καταφέρω να κρύψω το αληθινό μου πρόσωπο. Να διατηρήσω την ψευδαίσθηση πως δεν υφίσταμαι πια τη μόνωσή μου που βαραίνει όσο χιλιάδες ατμόσφαιρες. Να κλείσω τις πύλες μου στην περασμένη ζωή μου για να βάλω τον κόσμο μου στη σειρά του. Να λησμονήσω τις μέρες που ένιωθα τον κλοιό να σφίγγεται και το βραχνά με μεγαλώνει.
Όμως, τώρα που η σκοτεινή πολιτεία μοιάζει σα να μη νοιάζεται για την παρουσία μας, θέλω να σου αφιερώσω ακόμα μια αναλαμπή μου· τη στερνή ίσως. Να σε αναβιώσω μέσα από τις εμπειρίες μου· τις αληθινές κι εκείνες που κατασκευάζω μόνος μου καμιά φορά. Και ν’ αγνοήσω το θάνατο. Λέξη να μη ξεστομίσω για θάνατο…».…Είναι αλήθεια πως για μια στιγμή δίστασε κι είπε να τα μουτζώσει όλα. Και Εβραίους και Γερμανούς και χαφιέδες. Όμως σύγκαιρα ξανάρθε στα συγκαλά του. Στο κάτω κάτω, τι τον έκοφτε εκείνον; Κι άσχημα δε θα ’ταν να καθαρίσει μια και καλή ο τόπος μας από τους σταυρωτήδες, καταπώς του ’πανε. Μόνο που εκείνος απέναντί του απόμενε σιωπηλός και δεν έστεργε να του αντιγυρίσει ούτε λέξη. Να πει κάτι, να σπάσει λιγάκι ο πάγος, να θολώσει τα νερά, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Τέλος, τον ρώτησε: «Τι συλλογιέσαι; Εσύ έκανες αυτό που έπρεπε να κάνετε όλοι σας. Μπορεί οι Γερμανοί να ξεκουμπιστούν όπου να ’ναι. Όμως, ως τότε θα τους έχουνε σηκώσει όλους τους δικούς σας. Ρουθούνι δε θ’ αφήσουνε. Και ποιος ξέρει τι θ’ απογίνουνε τόσοι φουκαράδες και πόσοι θα ξεμείνουνε στο δρόμο και πόσοι θα χαθούνε εκεί που θα τους κουβαλήσουνε. Όμως εσένα μπράβο σου που ’σαι ψυχωμένος και το λέει η καρδιά σου»!
«…Σήμερα λοιπόν, … του Απρίλη. Το χώμα μυρίζει παράξενα κι εγώ δεν μπορώ να σφαλίσω τα μάτια στις περασμένες εικόνες. Οι κρουνοί ανοίγουν από μόνοι τους και με τρομάζει η διαβρωτική δύναμη του νερού. Πασχίζω ωστόσο να κρατηθώ στην επιφάνεια με μοναδικό σωσίβιο τη θύμησή σου… Κι επιστρέφω στις πηγές. Προσπαθώ να συναρμολογήσω τα αποσπάσματα, να εμφανίσω την αρνητική φωτογραφία… Η πόλη μας, το σπίτι μας, οι άνθρωποί μας και, τέλος, εσύ. Μία ανεπαίσθητη υποψία στην αρχή κι ύστερα η βεβαιότητα πως δε θα καταφέρω να τρυγήσω ακέρια τη γεύση της μοίρας μου προτού υπερβώ τα όριά σου. Εσύ, το σχήμα μιας υπόσχεσης. Εσύ, πίσω απ’ τη φλόγα του κεριού, κι ο ίσκιος σου να βαραίνει στην επιφάνεια του καθρέφτη…
Μέρες πολλές ξαπόσταινε η ελπίδα στους κόλπους μου σαν σπόρος μες στο χιόνι. Κι εσύ ξερίζωσες τ’ αγκάθια που με στοιχειώναν και πήραμε μαζί το δρόμο του κόσμου…».Στο τέλος βαρέθηκε να κουβεντιάζει συνέχεια μονάχος του δίχως να παίρνει απόκριση. Συλλογίστηκε πως όπου να ’ναι ζυγώνουνε στο λιμάνι. Κάπου εκεί κοντά στον κυματοθραύστη θα τους την έχουνε στήσει με το περιπολικό. Θα τους έκανε σινιάλο με το πυροφάνι, θα τους μπλοκάριζαν, και πάει τέλειωσε. Φτάνει μόνο να φανούνε εντάξει και να μη τον ρίξουνε. Να τα πιάσει, να σπρώξει τον καιρό, να κάνει το κομμάτι του! Κι ύστερα βλέπουμε.
«…Όμως τώρα αναμετρώ την οδύνη μας. Γυρεύω να πάρω ανάσα για να μη πνιγώ. Και λογαριάζω πως από δω κι εμπρός θα πρέπει να μείνω ο ίδιος, να σε λατρεύω το ίδιο και να μη ξανακάνω κουβέντα για τίποτα. Ν’ αφήσω τα δάκρυα να με εξημερώσουν και να συνηθίσω στη σκέψη πως όλα πια έχουν χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Και μαζί τους κι εσύ. Ωστόσο, μόλο που ξέρω πως η ανάμνησή σου θα γίνει μαχαίρι να μ’ ακρωτηριάσει, πως μπορώ να μην επιστρέψω ξανά στην πρώτη μας αντάμωση, όταν, μη γνωρίζοντας που αλλού να φυλαχτούμε, ανακαλύψαμε εκείνες τις άδειες καρέκλες στην άκρη του σαλονιού. Εκεί που τα χέρια σου έσμιξαν με τα δικά μου και μου ’λεγες πως έχω μάτια μόνο για να σε βλέπω, στόμα για να σου μιλώ κι αυτιά για να σ’ ακούω. Κι εγώ αναρωτιόμουν γιατί ζούσα πριν σε γνωρίσω. Μισοδάγκωνα τα χείλη μου για να βεβαιωθώ πως δεν ήταν όνειρο κι αναρωτιόμουν ως που θα μ’ οδηγούσε η επικοινωνία μου μαζί σου. Ανακάλυπτα πως οι εύκολες συγκινήσεις σ’ άφηναν αδιάφορη, σε βυθοσκοπούσα ολάκερη κι εσύ αφηνόσουν στη ματιά μου. Πόσους αιώνες ή δευτερόλεπτα θα ορίζαμε για να εξιχνιάσει ο καθένας μας εκείνο το μυστικό, απόκρυφο κύτταρο του άλλου; Κι όταν σ’ αποχαιρέτησα ονειρευόμουν ακόμα πως ήσουν στο πλάι μου. Σ’ έβλεπα να ανεβαίνεις τα σκοτεινά σκαλοπάτια κι ήξερα πια πως η ένωσή μας φάνταζε σαν μακρόχρονη λειτουργία που δέσμευε τη ζωή μας τελειωτικά…».
Όλα πήγανε μια χαρά. Εκείνον τον τουφεκίσανε στην πλατεία του συνοικισμού κοντά στο σταθμό. Εκεί που μαζεύανε τους Εβραίους πριν τους στοιβάξουνε στα βαγόνια. Και τους πρόσταξαν όλους να ’ρθουν στην εκτέλεση. Να το βάλουν καλά στο μυαλό τους πως οι Γερμανοί δεν παίζουνε.
Όσο για τον άλλο, έκανε μέρες να φανεί. Κι όπως δε μένει τίποτα κρυφό σ’ αυτή την πόλη, ακούστηκε πως ένας Εβραίος πήγε να το σκάσει από το δρόμο της θάλασσας και πως τον κάρφωσε ο βαρκάρης του. Ακούστηκε ακόμα πως εκείνος ο βαρκάρης τριγύρναγε από τότε ολημερίς μαστουρωμένος και πως κάθε βράδυ σκόρπαγε αβέρτα τη χαρτούρα στου Τσιτσάνη το στέκι, παρέα με δυο τρεις από τις πιο ακριβές βιζιτούδες της Μπάρας, κι ακόμα πως κάποια τζίνια τον μπλέξανε κάποτε στο μπαρμπούτι και του τα πήρανε χοντρά. Στην πιάτσα το κουβέντιασαν κάμποσο. Κι είπαν πολλοί πως για να τα ξοδεύει τούτος στα γεμάτα, δε γίνεται, κάποια βρομοδουλειά θα ’χει σκαρώσει και πως τούτο τον καιρό όλες σχεδόν οι βρομοδουλειές με τους Εβραίους και τα υπάρχοντά τους . . . . . . . . . . . . . . . .
και να μιλήσει ανοιχτά. Κι όταν επιτέλους ξαναφάνηκε, άλλοι έκαναν πως δεν τον πρόσεξαν κι άλλοι του αντιγύρισαν με μισόλογα τις χαρούμενες καλημέρες του. Μονάχα κάποιος, που όλες τούτες τις μέρες φάνταζε βαρύς και συλλογισμένος, δεν το άντεξε. Κι αφού τον άδραξε γερά και τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, του πέταξε κατάμουτρα:
—Φτου σου, ξεφτιλισμένε!
Και κανένας δεν ξαφνιάστηκε. Είχανε καταλάβει, έτσι καθώς από μακριά ο θρήνος των ξεριζωμένων πλήγωνε ακόμα εκείνη την Εγνατία.
Αλμπέρτου Ναρ, «Επεισόδιο»
Χρίστου Ζαφείρη, «Η πυ...
Στις 18 Αυγούστου 1917 εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, που κατέστρεψε τον ιστορικό πυρήνα του εντός των τειχών πολεοδομικού συγκροτήματος και αποτέλεσε την αφορμή για την «εκ βάθρων» πολεοδομική και αρχιτεκτονική αναμόρφωση της πόλης. Η φοβερή πυρκαγιά άρχισε στις 3.30 το απόγευμα του Σαββάτου 5/18 Αυγούστου, από ένα παλιό σπίτι της οδού Ολυμπιάδος κοντά στο Βαρδάρι. Γρήγορα, με τη βοήθεια του βαρδάρη, η φωτιά επεκτάθηκε με ταχύτητα στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης με κατεύθυνση την παραλία.
Σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα η πυρκαγιά κατέκαψε 120 εκτάρια με σπίτια, καταστήματα, θρησκευτικά και κοινωνικά ιδρύματα (εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές), αφήνοντας άστεγους πάνω από 70.000 πυροπαθείς, από τους οποίους το 80% ήταν Εβραίοι. Η έλλειψη πυροσβεστικών μέσων και η αδράνεια των συμμαχικών στρατευμάτων, Άγγλων και Γάλλων, που βρίσκονταν στην πόλη συνετέλεσαν στην επέκταση της φωτιάς. Μάλιστα, οι ξένοι στρατιώτες επιδόθηκαν στην αρπαγή και τη λεηλασία των περιουσιών από τα σπίτια και τα καταστήματα που εγκατέλειπαν έντρομοι οι ένοικοί τους.
Η φωτιά έσβησε στις 11.30 τα μεσάνυχτα της 19ης Αυγούστου, αφού κατέστρεψε ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, τα καμένα ή η «περίκαυστος ζώνη», όπως πέρασε στα μεταγενέστερα τοπογραφικά και πολεοδομικά σχέδια της πόλης. […]
Ευτυχώς, που η ανταπόκριση της κυβέρνησης υπήρξε άμεση. συγκροτήθηκε με τη συνεργασία άγγλων και γάλλων επιστημόνων και τεχνικών που υπηρετούσαν στη στρατιά της Ανατολής η «Διεθνής Επιτροπή του Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ, επιστρατευμένο γάλλο αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, που υπηρετούσε στο μακεδονικό μέτωπο. Στην Επιτροπή τους Σχεδίου συμμετείχαν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Άγγελος Γκίνης, οι αρχιτέκτονες Κωνσταντίνος Κιτσίκης και Αριστοτέλης Ζάχος, οι στρατιωτικοί μηχανικοί Τόμας Μώσον (Άγγλος) και Ζαν Πλέιμπερ (Γάλλος) και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Αγγελάκης. Οι νόμοι για τον ανασχεδιασμό της πόλης ψηφίστηκαν από τη Βουλή το 1918, αλλά ακολούθησαν συνεχείς μεταβολές και τροποποιήσεις.Χρίστος Ζαφείρης, «Η μνήμη της πόλης», Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 12 Δεκ. 2004.
Νίκου Μπακόλα, «Η μεγά...
Κι όταν ανέβηκαν στο βαπόρι, έλεγε ο Φώτης πως αρρώστησε, κλείστηκε μες στην καμπίνα στο σκοτάδι κι ούτε ξεμυτούσε, και παραπονιόταν ότι «το ’χει η μοίρα μου να μη χαρώ ταξίδι» που θυμόταν τα ανδραγαθήματα και τη λιποταξία, το κρυφτούλι μες στ’ αμπάρια και την πείνα και τη δίψα —και παράγγειλε του καμαρώτου «φέρε μου πιλάφι και κοτόπουλο» και κατόπι μια σαμπάνια παγωμένη, που αποδείχτηκε μια δίαιτα περίεργη, κι απορούσαν με αυτόν τον άρρωστο και την όμορφη γυναίκα, που το τρίτο βράδυ είπαν «φτάνουμε στη Σαλονίκη» κι εννοούσαν το επόμενο πρωί. Και εκεί πάνω κλείστηκε το ζεύγος στην καμπίνα, να φυλάξουν τις πιο δύσκολες τις ώρες, ένα θησαυρό στη νύχτα, που τον είχαν κρυμμένο σκορπισμένο μέσα σ’ ένα καμινέτο, σε δυο ζώνες, σε ποδόγυρους. Και ξημέρωσε Σεπτέμβρης με μια θάλασσα γαλήνια, έναν ουρανό κατάλευκο, και στο βάθος μια λουρίδα με ξηρά σκουρόχρωμη, ύστερα η πόλη πιο πολύ στο άσπρο και στο καφετί, και στα δεξιά το πιο ψηλό βουνό της, που σκιαζόταν κι ήταν τώρα μαυροπράσινο, πίσω τους γαλατερή η θάλασσα, ένα πέλαγος σχεδόν γαλήνιο και στ’ αριστερά τους πάλι τα βουνά, όπου είπε ο Φώτης «είναι χιονισμένη η κορφή του Όλυμπου». Και σε λίγη ώρα ήταν μες στην αγκαλιά του κόλπου, όπου άπλωνε η γης το χέρι της κι ήταν σαν να τους μηνούσε, τώρα είσαστε δικοί μου, γιατί όντως άρχισαν να φαίνονται τα σπίτια, δυο καΐκια διασχίζανε νωχελικά τη θάλασσα και πιο πέρα λάμναν δυο κουρήτες, φαίνονταν οι κωπηλάτες που αγωνίζονταν, τώρα λέγαν «να ο Λευκός Πύργος», και λαχτάρησε ο Φώτης, ένιωθε λιγούρα, ένα είδος πόνου πάνω από τη ζώνη, στα αριστερά, και σκεφτόταν μοιάζει σαν να με τσιμπάει η καρδιά μου, και ξεσφίχτηκε.
Μετάβαση στο σημείο: Κέντρο